Further tags

Σε αντίθεση με το μπριζώνω, η έκφραση αυτή είναι πιο συγκεκριμένη και αναφέρεται σε μια στιγμιαία αναλαμπή της διάθεσης και το πέρασμα σε μια πιο ενεργητική φάση της.

Ενδεχομένως αυτό μπορεί να προκληθεί από τυχαίους παράγοντες (διαταραχές ορμονών, πιο συχνό στο ασθενές φύλο, ας με συμπαθάνε οι κυρίες αλλά έτσι είναι πάρτε το χαμπάρι επιτέλους) ή κι από ουσίες που δεν άπτονται νομιμότητας, κυρίως σκόνες και άλλα χαποειδή σκευάσματα που «σε κάνουν όλους να τους αγαπάς και να χορεύεις τρανς».

Στον πληθυντικό «τρώω μπρίζες» δηλώνει διάρκεια και εν γένει (μ)πριζωμένο άτομο. Τουλάχιστον για μια περίοδο δικαιολογείται, μετά όμως είσαι κι εσύ (μ)πριζωμένος ή (μ)πρίζας ή κωλοφωτιάς...

  1. - Μη μου μιλάτε σήμερα, μη μου μιλάτε απόψε... Έφαγε κάτι μπρίζες σήμερα η γυναίκα μου και με πέταξε έξω απ' το σπίτι.
    - Πάλι τα ίδια ε; Μη χολοσκάς ρε συ, θα της περάσει μόλις κατέβουν τα γαμοοιστρογόνα...

  2. - Πωππππω δδδδικέ μου έφφφαγα μια μπρίζζζζα σου λλλέω, τττιιτιι ήταν αυτό που μού 'δωσες ρε μλκ;
    - Τεφαρίκι πράμα σου λέω, απ' τα εργοστάσια του υπαρκτού σοσιαλισμού της Ολλανδίας όχι κιούσπα από φτουσγύ...

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποφέρω οικονομικά.

Χρησιμοποιείται κυρίως όταν ο εν λόγω άφραγκος, προκειμένου να κάνει καλή εντύπωση στο γυναικείο φύλο, το παίζει αλαραμάνης και κερνάει φαγητό, ποτό, σινεμά στα πρώτα ραντεβού, με την προσδοκία να βάλει κάποια στιγμή.

- Τι λέει ρε, τι θα κάνεις σήμερα;
- Kατά τις 8 έχω ραντεβού με εκείνη τη ξανθιά από το πάρτυ, τη θυμάσαι;
- Ναι καλό τούμπανο ήταν, πρόσεχε που θα τη πας έτσι, αυτή πρέπει να χει μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο.
- Έχω κλείσει τραπέζι ρε στη παραλιακή, θα ανοίξω μια Moet.
- Kατάλαβα, θα ματώσεις πάλι.

(από VAG, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του κοπιράιτ (copyright). Το υλικό (κείμενα ή πολυμέσα) που δεν υπάγονται σε νόμους πνευματικής ιδιοκτησίας.

Χρησιμοποιείται κυρίως σε αριστερά/αναρχικά κείμενα και δείχνει τη δυνατότητα που υπάρχει για ελεύθερη διακίνηση αυτού του υλικού.

copyleft αναρχική συσπείρωση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για άντρα γύρω στα σαράντα περίπου που αρχίζει να κάνει τις πρώτες άσπρες τούφες, ιδίως αν είναι μπροστά. Προφ παρομοιάζεται με τις επιτηδευμένες ανταύγειες που κάνουν οι γυναίκες στα μαλλιά τους. Κακά μαντάτα!

- Τι γίνεσαι ρε Μιχάλη; Καιρό έχουμε να ειδωθούμε! Απ' ό,τι βλέπω κάνεις τα μαλλιά σου ανταύγειες!
- Άσ' τα να πάνε! Πώς να μην ασπρίσω με τόση αγωνία για τα χρέη...

Got a better definition? Add it!

Published

Αναστατώνομαι, εξάπτομαι, ανάβω (ερωτικά) στα Πατρινά.

- Αμάν ρε Κούλα είσαι και πολjύ γυναικάρα και με τρελαίνjεις...
- Μη μι λες τέτοια Θανάης, κι αναφανταλιάσκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέας κοπής έκφραση που άκουσα στο ραδιόφωνο και που δεν βρίσκω ακόμα στον γούγλη. Καλού-κακού, την καταγράφω.

Σημαίνει τα κάνω πουτάνα.

Πιθανόν να προκύπτει από το ομότιτλο τραγούδι...

Θα τα κάνουμε Γιώτα Παναγιώτα αν συνεχίσετε έτσι...

(από GATZMAN, 15/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι υπάρχει η δυνατότητα να είσαι άνετος σε έναν χώρο ή σε μια κατάσταση, χωρίς να χρειάζεται να προωθήσεις μια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή καθωσπρεπισμό. Κοινώς, μπορείς να είσαι ο εαυτός σου.

Συνήθως απαντά σε ερώτηση.

  1. - Ρε Νικόλα εκεί που θα βγούμε το βράδυ, έχει τίποτα κυριλίκια, να βάλω κάνα κουστούμι;
    - Όχι ρε, το μαγαζί είναι με δικά σου λόγια, τζινάκι-μπλουζάκι.

  2. - Αύριο είπε με θέλει ο Αντωνίου στο γραφείο, θα το σκέφτομαι όλο το βράδυ...
    - Μη σκας ρε, ο άνθρωπος είναι με δικά σου λόγια, θα πας χαλαρός και έτοιμος, εντάξει θα είσαι.

  3. Τις προάλλες πήγα στης Γεωργίας να γνωρίσω τους δικούς της, είχα κατεβάσει παροχή αλλά τελικά η φάση ήταν με δικά σου λόγια και όλα κομπλαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παθαίνω υστερία (τρόπος του λέγειν και όχι κυριολεκτικά).

Ρήμα που δημιουργήθηκε προσφάτως γιατί μάλλον βολεύει περισσότερο από την περίφραση. Ακόμα αδόκιμο. Το λένε τα κορίτσια, οι γυναίκες και οι γκέοι.

  1. σιχαινομαι τις τριχες σε σημειο να υστεριαζω αν δω τριχες πανω στα ρουχα μου ή στον αερα.

  2. Επαιζε ρολο η ωρα και η σταθερη τηρηση της η εγω απλα υστεριαζω;

  3. Είμαι μια φυσιολογική κοπέλα που θέλω να έχω αγόρι όταν τύχει και δεν υστεριάζω με το παραμικρό.

όλα από το νέτι

(από Mr. Cadmus, 15/02/12)(από Mr. Cadmus, 15/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Σαλονικιώτικη κατάσταση η οποία δηλώνει ετοιμότητα, κάτι το οποίο είναι στο τελικό στάδιο προετοιμασίας...

Δυο Σαλονικιοί, ο ένας περιμένει τον άλλον κάτω απ' το σπίτι του να πάνε για φραπέ. Χτυπάει θυροτηλέφωνο :
- Άντε ρε μαλλλλάκα, τελλλλλείωνε και κατέβα, ούτε γκόμενα νά σουνα.
- Ναι ντε, κατεβαίνω ρε καντάση, με τις κολώνιες είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικώς χρησιμοποιείται για διάφορα εξογκώματα, και κυρίως για εξογκώματα σε δερμάτινες ή ελαστικές επιφάνειες (ή και σε άλλες επιφάνειες που θα έπρεπε να είναι λείες). Λ.χ. σε μπάλα ποδοσφαίρου που υποφέρει από το κλωτσίδι, ιδίως αν είναι κακής κατασκευής, ή σε ελαστικά οχημάτων που πετάνε βυζί ως μη όφειλαν. Ένας περαιτέρω αστεϊσμός μπορεί να επιτευχθεί αν το κακής ποιότητας ελαστικό παρομοιαστεί με διάσημη φο-βυζού τουμπανοβύζα τ. Πάμελα Άντερσον, Πετρούλα Κωστίδου κ.τ.ό.

Συνώνυμο: καρούμπαλο.

Πάσα: deinosauros, sokin, Παπαντώνης.

  1. Πεταξε βυζι το λαστιχο
    Εκλασε η ασφαλτος
    Για το πεταξε βυζι ισως λεγεται για τα ελαστικα με σαμπρελα και το λενε στην κατασταση στην οποιο το λαστιχο ειναι οπως η μπαλα,που σκιζεται το δερμα και πεταγεται το μπαλονι εξω και κανει ενα καρουμπαλο...Εντελως στην τυχη και πιθανως να ειναι τρελη μ@λ@κια... (Εδώ).

  2. Τελικά τα κατάφερα και έπεσα όλος μέσα σε γνωστή λακούβα των νότιων προαστείων. Πέταξε «βυζι» (σαν την Πετρούλα..... ενα τούμπανο) (Εδώ).

  3. Καλύτερα να κάνει βυζιά το λάστιχο (αν και αυτό έχει σχέση περισσότερο με την ποιότητα των ελαστικών παρά με τη γόμα... αλλά έστω ότι έχουν σχέση, δεν είμαι και ειδικός, αν ξέρει κάποιος ας μας δώσει τα φώτα του) παρά να βρεθεί σε ένα δεντρό κρεμασμένος με το τιμόνι στο χέρι. (Εδώ).

  4. Ήμουνα καλός τερματοφύλακας, έπιανα τη μπάλα με το ένα χέρι κι έβγαζε «βυζί» ! (Από το βιβλίο του Γιάννη Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και Σταράτα, ευγενικώς πασαρισθέν υπό του Δεινοσαύρου).

(από Vrastaman, 14/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified