Further tags

  1. κλειστό και ψηλό παπούτσι που καλύπτει το πόδι αρκετά πάνω από τον αστράγαλο

  2. (μουσική) μεγάλο τύμπανο το οποίο δονείται με τη χρήση ειδικού εργαλείου ποδός (πετάλι)

  3. (γυναίκα) Η άσχημη γυναίκα, η χοντρή, η ηλίθια. Ο άντρας που πηγαίνει με μπότες τσαγκάρης.

  1. Καλά, αγόρασα κάτι καινούργιες μπότες, τέλειες.

  2. Καλά μιλάμε ο ντράμερ βαράει την μπότα σαν τρελαμένος.

  3. Πού πας έτσι μωρή μποτάρα....

(από Vrastaman, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Επάγγελμα) Αυτός που εξειδικεύεται στο να φτιάχνει, διορθώνει παπούτσια, τακούνια και γενικά υποδήματα.

(Άνθρωπος) Αυτός που πηγαίνει με μπότες.

(Επαγγελμα) Πήγα στον τσαγκάρι τα παπούτσια μου να μου φτιάξει το τακούνι

(Άνθρωπος) Είδες ο Γιώργος με ποια πήγε; Καλά, μεγάλος τσαγκάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λίπη στο φαγητό, στο σώμα γενικά. Ό,τι έχει σχέση με το λίπος, με τους χοντρούς, με τα λιπαρά. Επίσης λιπέσκες ονομάζονται στις γυναίκες τα γαμωπιασίδια στο πλαϊνό της μέσης. Λιπέσκα είναι το λίπος της μπριζόλας, η μεγάλη κοιλιά και το προγούλι.

  1. Δες αυτή η γκόμενα τι λιπέσκες έχει.

  2. Κόψε από την μπριζόλα τις λιπέσκες και φέρε να τις φάμε.

  3. Πο καλά ρε, τι λιπέσκες έχεις κάνει στα μπούτια σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλακατίνες ή Σλιακατίνες ή Σλιακατίνκες: οι σκατούλες, σκατουλίτσκες. Χρησιμοποιείται όπως λέμε «μην κάνεις βλακείες».

Συνήθως το χρησιμοποιούμε μόνο του, χωρίς κάτι άλλο να το συμπληρώνει.

  1. - Δες τι έφτιαξα.
    - Σλιακατίνες.

  2. - Ωραίο φαγητό μας μαγείρεψε ο Γιώργος.
    - Πφφ σλιακατίνκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι δεν κρατιέται σταθερό, ή κουνιέται ή δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί. Επίσης όταν κάτι είναι έτοιμο να εκραγεί, πεταχτεί.

Όταν βλέπεις έναν χοντρό που φοράει πουκάμισο και του είναι τσίτα.

-Δες το κουμπί από το πουκάμισο του είναι έτοιμο να πιτσικάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοσδήποτε είναι ξέμπαρκος ή μυρωδιάς με μια συγκεκριμένη ιδεολογία, θρήσκευμα και γενικά με οποιοδήποτε αντικείμενο. Η έκφραση χρησιμοποιείται και για όσους είναι ανεπιθύμητοι σε έναν χώρο η μία παρέα.

  1. - Μωράκι, δε θα μπορέσω να έρθω το Σάββατο στο πάρτι. Έχω raid με την Clan της σχολής στο WoW.
    - Ποιος Clan και ποιο WoW ρε Νίκο; Τι είναι αυτά τα Κινέζικα που μου λές;
    - Ε άστο μωρέ τώρα, τι να σου εξηγώ...αφού είσαι εκτός εκκλησίας.

  2. - Ψήνεσαι να κατέβουμε Σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους την Κυριακή;
    - Ναι ρε. Θα πω και στον Βασίλη.
    - Όχι ρε, μη του πεις τίποτα. Αυτός από πέρυσι είναι γραμμένος στη νεολαία του ΛΑΟΣ. Γάμα τον, είναι εκτός εκκλησίας.

  3. - Πες του την Κυριακή να βάλει τον Αντωνίου. Το παιδί βγάζει μάτια. Αμόλα!
    - Πες του ότι ο Αντωνίου είναι εκτός εκκλησίας. Έκλεισε συμβόλαιο με την Liverpool και μεθαύριο πετάει για Αγγλία.

(από HardcoreGR, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τύπος που κάθεται όλη μέρα (τεμπέλης), χωρίς να κάνει τίποτα ή που έχει πάει για δουλειά χωρίς όρεξη και απλά... βροντάει! Συνώνυμο του ψωλοβρόντης.

Τί έγινε ρε.... τι κάνεις εδώ;! Δουλειά δεν έχεις ή απλά βροντάς;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή γυναικείου χορού, η οποία περιλαμβάνει συνδυαστικά παλινδρομική και καθοδική κίνηση του κώλου σε σπειροειδή μορφή που προσομοιάζει αυτή του κατσαβιδιού.

Συνηθέστερα, εμφανίζεται κατά τη διάρκεια τσιφτετελιού, παρ' όλα αυτά κάποιες ακραίες περιπτώσεις λαϊκάντζας αδυνατούν να το διαχωρίσουν από άλλα στυλ χορού και το εφαρμόζουν με μεγάλη επιτυχία σε hiphop / r'n'b, house κλπ.

Ο απώτερος στόχος είναι η επίδειξη των σχετικών σωματικών προσόντων, πολλές φορές με αμφίβολα αποτελέσματα (αν έχεις έναν κώλο σαν σκρίνιο, το να τον κουνάς το πολύ πολύ να σ' τον μετατρέψει σε μετακόμιση).

- Για κοίτα στο δίπλα τραπέζι, το πάει κωλοβιδωτό η γκόμενα. Ωραίος κώλος.
- Ναι ρε φίλε, αλλά έχει κάνει τον Snoop Dogg τσιφτετέλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζονται άτομα που μιλάνε ακατάπαυστα για το ίδιο θέμα, δεν κάνουν αυτό που τους λέμε με την πρώτη και γενικά, ή μας εκνευρίζουν με αυτά που λένε ή κάνουνε.

Κοινώς, όσοι μας τα κάνουν τσουρέκια.

  1. Γιώργος Μίνος: -Ο ΠΑΟΚ...
    Αυτός που ακούει τον Μίνο: - Άντε πάψε ρε τερκενλή!

  2. - Ωχ ο Επαμεινώνδας.
    - Μη τον φωνάξεις ρε.
    - Γιατί μωρέ;
    - Ε δεν τον ξέρεις; Τερκενλής είναι.

(από Simigdalenios, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον υποτιθέμενο χαιρετισμό μεταξύ αλεπούδων, κουναβιώνε και λοιπών γουνοφόρων ζουδίων πριν ξεμυτίσουν από την φωλιά τους: αν μας τσακώσουν αδέλφια το χάσαμε το τομάρι μας, ραντεβού στα γουναράδικα!

Αγαπημένη έκφραση του Άρη Βελουχιώτη, την ξεστόμιζε πριν εκδράμει σε παράτολμη αποστολή με το κονσερβοκούτι ανά χείρας. Ο Άρης τελικά κατέληξε στα γουναράδικα, δοσμένος στεγνά από τα συντρόφια του.

- Οι σκατομπατσοι τολμησαν να βγαλουν και ανακοινωση με την οποία μας ενημερωνουν πως θα εξεταστεί το … ενδεχομενο να ευθύνονται αστυνομικοί για τον τραυματισμό του ανθρωπου! Όχι ρε συγχρονοι ταγματασφαλιτες! Αφηστε το… Μη το ψαξετε καθολου. Μονος του πήγε και έπεσε πάνω στο αναποδο γκλοπ του μπατσου ή στη φυσουνιερα του. Αφηστε το… Γνωστο μαγειρεμα. Αλλα να εχετε στο νου σας πως και οι μολοτοφ χανουν το δρομο τους. Ραντεβού στα γουναράδικα που θα σας πάρουμε τα δικά σας τομάρια. (εδώ)

- Στην αρχή μας απειλούσαν με κρεμάλες, στη συνέχεια είπαν να πάρουν τα κονσερβοκούτια και ακούγοντας τον ύμνο του ΔΣΕ ψάχνουν τον τέταρτο γύρο. Είναι πραγματικά θλιβερό να βλέπεις πόσο μικροπολιτικά και ελαφρά στήνετε, κυρίως διαδικτυακά ένα εμφυλιακό σκηνικό. Με πόση ευκολία όλοι αυτοί οι ψευτοεπαναστάτες κάνουν λόγο «για ραντεβού στα γουναράδικα» και για την εκδίκηση του Μελιγαλά. (εκεί)

- Σήμερα, στην περίοδο της τριπλής κατοχής (Ecofin, ΕΚΤ, ΔΝΤ), κάποιοι σίγουρα θα αντισταθούμε (δίνοντας ραντεβού στα γουναράδικα). Παράλληλα, θα εμφανιστούν οι αντίστοιχοι «δoσίλογοι» (συνδικαλιστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.ά.). Η ελπίδα μας είναι πως σε αυτή την Αντίσταση, δεν θα χάσουμε πάλι, ούτε οι «προσκυνημένοι» θα επικρατήσουν ξανά.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified