Further tags

Έκφραση που δηλώνει άγνωστο προορισμό. Σαν να λέμε πάμε κι όπου μας βγάλει. Χρήση αυστηρά από μάγκες, κατά την οδήγηση με συνοδεία καψουροτράγουδων. Πιθανή προέλευση από σκηνικό ξημερώματος μετά από ατελείωτο μπουζούκι all night long. Κατατοπιστικό το από κάτω βίδεο.

ρε δες το βίδεο λέμε.

(από daisy_mantroskylos, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προεκλογικές υποσχέσεις πηγάζει από μια τάση που έχουν ελάάάχιστοι πολιτικοί, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού εδώ που τα λέμε, να ψεύδονται. Συνήθως δίνοντας υποσχέσεις και μην τηρώντας τες εν τέλει (λεφτά υπάρχουν).

Κατ' αντιστοιχία, και με την απαραίτητη ποιητική αηδία, μπορούμε να το πούμε για κάποιον που άλλα υπόσχεται την Κυριακή, άλλα κάνει τη Δευτέρα, ότι τα λεγόμενά του δεν είναι τίποτα παραπάνω από προεκλογικές υποσχέσεις...

1, Μεταξύ φίλων:
- Και όχι μόνο αυτό. Μου είπε ότι αν πάω το άλλο Σάββατο και την κεράσω άλλα δυο-τρία ποτά, τότε μπορεί να βγούμε και για καφέ!
- Καλά, καλά. Αυτές οι κωλομπαρούδες όλο προεκλογικές υποσχέσεις είναι...

  1. Επίσης:
    - Δεν ξέρω ρε φίλε, μου ζητάει γάμους και τέτοια αλλιώς δε μου δίνει ροδέλα...
    - Ε, ξεκίνα κι εσύ τις προεκλογικές υποσχέσεις. Άλλωστε, ο τάξας ποτέ δεν έχασε, ο δώσας πάντα χάνει.

(από Khan, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγάζω κάποιον από μια δύσκολη θέση, όταν αυτός δεν μπορεί μόνος του πια (ή δεν θα μπορούσε με τίποτα), καθαρίζω για λογαριασμό του, βγάζω τη λάσπη (μεταφορικά, αλλά όχι τη λάσπη/κακολογία: τους μπελάδες και τις γκαντεμιές) από πάνω του. Τον κάνω άνθρωπο.

Σημαίνει επίσης και βγαίνω μόνος μου από τη δύσκολη θέση, ξεμπερδεύω.

Εννοείται ότι η λέξη έχει και κυριολεκτική σημασία (πχ ξελασπώνω τα παπούτσια μου), αλλά δεν μας αφορά εδώ.

Δεν είναι πάντα συνώνυμο του βγάζω το φίδι από την τρύπα. Σημαίνει μεν και αυτό (βλ. παρ.2). Δεν αγγαρεύω όμως απαραιτήτως τον άλλον (ή τον χρησιμοποιώ) με κάτι το οποίο δεν είναι δική του ευθύνη ή ερήμην του. Ίσα-ίσα, επειδή δεν είναι της αρμοδιότητάς μου το ξελάσπωμα, ή επειδή αυτός είναι ικανότερος από μένα, τον καλώ γιατί αυτός ξέρει -και αναλαμβάνει.

  1. Ο Φίσερ... ξελάσπωσε τους Λέικερς
    Με τον Ντέρεκ Φίσερ να ευστοχεί σε πιο κρίσιμο σουτ της αναμέτρησης 10'' πριν το φινάλε οι Λέικερς επιβλήθηκαν των Μπλέιζερς με 84-80 φτάνοντας τις 12 νίκες στα τελευταία 13 παιχνίδια.

  2. Χρησιμοποίησε τον Καραμανλή για να ξελασπώσει από τον ΣΔΟΕ!
    Το όνομα του διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Κώστα Καραμανλή χρησιμοποίησε ένας επιχειρηματίας προκειμένου να γλιτώσει από την απάτη που είχε κάνει με την εφορία.

από το δίχτυ αμφότερα.

  1. - Τι έγινε με τη σπιτονοικοκυρά;
    - Μαλάκα, αν δεν ήταν η μάνα μου να ξελασπώσει θα είχα θέμα τώρα.

  2. Ουγκ: παρακαλώ τους κ.κ. mods & rockers να με ξελασπώσουν και πάλι! (από σχόλια του Βράστα πριν γίνει μόντουλας, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά ακούγεται σαν αποτυχημένη κυριλέ προσπάθεια να αποφορτιστεί κάπως το πιο τσαχπίνικο «γλειφοκώλι» σαν προκαταρτικό σεξουαλικών πρακτικών -ντεμέκ ταμπού- μεταξύ ατόμων κάθε φύλου.

  1. Όχι όλοι οι αξιωματικοί, δεν τους βάζω όλους σε ένα τσουβάλι, διότι υπάρχουν και έντιμοι και άνθρωποι με πίστη στον όρκο που έδωσαν. Ομιλώ για αυτούς που φίλησαν τον κώλο των πολιτικών για μια θεσούλα στην ιεραρχία…

  2. Η άποψη ότι το metal είναι ρατσιστικό είναι τόσο ανεδαφική όσο η ίδια άποψη για το Hip Hop. Και ξαναλέω πως αν μια μικρή μειονότητα γκαρίζει «kill black people» (ή «kill whitey»), αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι metal heads (ή οι Hip Hoppers) είναι ρατσιστές. Πάντως, τα περί αντίδρασης κτλ., είναι πλέον άκυρα. Το «cracka» είναι ξερά ρατσιστικό κι όσοι μαύροι επιμένουν να το χρησιμοποιούν λέγοντας ότι δεν είναι αρνητικά φορτισμένη έννοια, ας μου επιτρέψουν να τους λέω «niggaz» ή ας μου φιλήσουν τον κώλο.

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πάει πολύ γρήγορα, ατάκα μεταξύ των νέων.

Και που λες .. Είχα φροντιστήριο έξι ώρα και είχε πάει έξι και τέταρτο... έφυγα σπινταριστός.

βλ. και σπίντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σόι είναι η οικογένεια, για περισσότερα βλ. εδώ, όπου μας δίνονται και οι εκφράσεις:

Σόι πάει το βασίλειο (παρ.1)

Τι σόι = τι είδους, τι λόγου (και όχι αυτό που λέει εδώ στον β ορισμό) (παρ.2).

Δεν είναι σόι (παλιά έκφραση): (κάποιος/κάτι) δεν είναι της προκοπής (αφού μόνο όταν βαστάς από σόι είσαι της προκοπής). Εδώ σόι είναι το τζάκι, δηλαδή το καλό σόι, όχι απλώς το όποιο σόι.

====
Να προσθέσω και τις λοιπές εκφράσεις που δεν έχει ο τριαντάφυλλος:

Δεν είμαι σόι: δεν είμαι καλά (από υγεία, ψυχική κατάσταση, κλπ) (παρ. 4. και 5.)

(γαμώ)... το σόι μου... (μέσα) (παρ.6)

Σόι σόπι συνξυλές.

  1. ΑΕΙ: σόι πάει το βασίλειο
    Την ώρα που κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας ευαγγελίζονται ένα νέο, σύγχρονο και αξιοκρατικό πανεπιστήμιο, τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας αποκαλύπτουν τις χρόνιες παθογένειές τους. Οι λίστες οικογενειοκρατίας που ετοιμάζονται να στείλουν τα ιδρύματα στο υπουργείο Παιδείας, ύστερα από σχετική κατεπείγουσα εντολή, επιβεβαιώνουν όλες τις κακές φήμες, αν και η αλήθεια είναι ακόμη χειρότερη.

  2. Τεστ: τι σόι μάνα θα γίνεις;
    Τελικά, πόσο καίγεσαι να γίνεις μάνα και τι είδους μάνα πρόκειται να γίνεις; Πόσο αυστηρή θα είσαι με τα παιδιά σου; Η μητρότητα είναι κάτι που σε ενδιαφέρει πραγματικά; Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις και βρες το προφίλ της μητέρας που θα γίνεις... στην διασκεδαστική του διάσταση.

(αμφότερα από το νέτι)

  1. Μαμά, να αγοράσουμε αυτό το τραπεζάκι για το δωμάτιό μου;
    - Μπα, δεν είναι σόι, θα σπάσει με τη μία.

  2. - Δε σε βλέπω καλά, λίγο κομμένος μου φαίνεσαι.
    - Ναι, δεν είμαι σόι σήμερα. Θα περάσει.

  3. Τον γνώρισα τον καινούργιο γκόμενο της Στέλλας, δε μου φαίνεται και πολύ σόι, λίγο ψυχάκι τον κόβω.

  4. «Γαμώ το σόι σου μέσα, γαμημένο!», αναφώνησε προσπαθώντας να καταλάβει πώς δούλευε το γαμιδάκι που του είχε χαρίσει η γυναίκα του για την επέτειό τους.

Δεν άντεχα να μην το ανεβάσω (από Khan, 28/03/11)Η γάτα, 1:17->Τώρα έγινε από σόϊ και τα ψάρια δεν τα τρωει (από GATZMAN, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εφηβικό χύσιμο, παρότι εφηβικό, χρησιμοποιείται από ενηλίκους και είναι συνώνυμο της πρόωρης εκσπερμάτισης (που λέει και ο Ασκητής), όχι απαραίτητα ελέω προβλήματος, αλλά και λόγω ανυπέρβλητης καύλας ή μακρόχρονης σεξουαλικής ξηρασίας όπου το σπέρμα έχει μετατραπεί σε μπετόν αρμέ -τύφλα να' χει η ΤΙΤΑΝ. «Εφηβικό» διότι σε αυτές τις ηλικίες το υγρό πυρ εξέρχεται από την κρεάτινη δεξαμενή του αυτοβούλως και τηλεπαθητικά, ενίοτε και χωρίς καμία επαφή (βλ.ξεροχύσιμο).

  1. Μεταξύ φίλων:
    - Την πήγα που λες σε ένα ξενοδοχείο-γαμιστρώνα εκεί στην Ομόνοια και μου άρχισε ένα τσιμπούκι φίλε, πήγε να μου ξεκολλήσει η βάλανος! Ε, το εφηβικό χύσιμο ήταν αναμενόμενο..

  2. Μεταξύ καθηγητών πανεπιστημίου:
    - Η νεαρά κορασίς παλεύει σθεναρά για το βαθμό της. Επιδίδεται συχνά σε πεολειχία ερήμην λαστιχένιων εμποδίων...
    - Μα τι λέτε; Και αρέσκεστε σε αυτό;
    - Φίλτατε, ομιλούμεν περί εφηβικού χυσίματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που υποδηλώνει την λήψη γεύματος, πρωτεϊνούχου ροφήματος, ή και λοιπών, πλούσιων σε θρεπτικά συστατικά, αγαθών, με αυστηρά αποκλειστικό σκοπό την καύση τους στο κοντινότερο γυμναστήριο. Το ρήμα χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από χτιστούς.

  1. Μεταξύ χτιστών:
    - Είσαι σίγουρος ρε ότι μπορείς να βαρέσεις δέκα με τα εικοσπεντάκιλα;
    - Ναι αμέ, έχω κουμπώσει μια πρωτεϊνούλα άλλο πράμα! Τα σηκώνω λες και είναι κατοστάρικα στο δρόμο!

  2. Ομοίως:
    - Σταυράρα σε βλέπω χτισμένο. Ποιο είναι το μυστικό σου;
    - Ε, τώρα τελευταία κουμπώνω κοτόπουλο με ρύζι και αρκετές μπανάνες.

  3. Μπαμπάς χτιστός και το παιδί του:
    - Κούμπωσε αγοράκι μου την φρουτόκρεμά σου να γίνεις χτιστός σαν το μπαμπά!
    - Αγκού! Μιαμ μιαμ!

(από Olisadebe, 26/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπόριο μούνων (λογοπαίγνιο με το δουλεμπόριο).

Διάλογος μεταξύ εφήβων:
- Τον είδες ρε, αυτός έχει τόσα μουνιά... για πάρτη του!!
- Σώπα ρε τι κάνει, μουνεμπόριο;
- Όχι ρε μαλάκα, έχει τα μπικικίνια!!

Ο μαχαραγιάς (από GATZMAN, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που καταδεικνύει την αρκετά όμορφη γυναίκα, η οποία στη δεδομένη χρονική περίοδο είναι χωρίς συνοδό, αλλά δεν θέλει κανέναν.

Διαθέτει πολύ τουπέ και ύφος (ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε).

Γενικά είναι απρόσιτη και υπεράνω (εξ ου και το -ντίβα).

Γύρω της οι άντρες την θαυμάζουν, αυτή όμως τους κοιτά σαν κουνούπια.

Άσε ρε φίλε, δνε παλεύεται με τίποτα σου λέω... είναι σολοντίβα.

από τα solo + diva

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified