Further tags

Aρκετά ευφάνταστη έκφραση χαρακτηριστική της δυναμικής της ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας. Θα μπορούσαν οι αγγλοσάξονες να δημιουργήσουν μια τέτοια παρομοίωση; Ασφαλώς και όχι.

Αναφέρεται σε κάτι αδύνατον: Η ευγενής τέχνη της καλλιγραφίας φυσικά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στον βρωμερό και ασταθή κωλαράκο του υπερκινητικού ζώου.

Πολλές φορές μπορεί να μεταφραστεί και απλά «αυτά είναι μαλακίες».

To είπε στον αέρα πριν λίγο και έχει δίκιο ο Νίκος Χατζηνικολάου με αφορμή την πρόταση της Μπιρμπίλη να γίνει μητροπολιτικό πάρκο το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού. Είπε:

«Αυτό είναι καλλιγραφία στον κώλο της μαϊμούς, εμείς ρευστό θέλουμε ως χώρα».

Καλλιγράφοι σπεύσατε (από GATZMAN, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις θεσσαλικές εκφράσεις: «καταπίνω γκουστέρες» και «κατεβάζω γκουστέρες».

Πιθανότατα από το γουστέρα.

Καταπίνω γκουστέρες: κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην αντιδράσω σε προσβολές, ψεύδη κλπ, γιατί αν δεν συγκρατηθώ μαύρο φίδι που σ' έφαγε. Όσο καλή όμως και αν είναι η προσπάθεια, η ενόχληση αποτυπώνεται στο πρόσωπο και είναι φανερό σε όλους ότι με μία ακόμη λέξη η έκρηξη θα είναι αναπόφευκτη.

Κατεβάζω γκουστέρες: το ίδιο με το επάνω. Χρησιμοποιείται όμως και προς αποφυγή των κατεβάζω καντήλια-κατεβάζω χριστοπαναγίες κλπ ως λιγότερο βλάσφημο, αλλά πάντοτε σιωπηλό.

  1. - Τι του είπες και καταπίνει γκουστέρες;

  2. - Όχι μόνο την έκανε την μαλακία του πάλι ο προϊστάμενος, αλλά τα έριξε και στον Θανάση και μετά τον έκραξε κιόλας.
    - Γι αυτό κατεβάζει γκουστέρες από το πρωί;

με γκουστας του (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανάρμοστη πράξη ή συμπεριφορά που δεν συνάδει με όσα επιτάσσει το σαβουάρ βιβρ. Προφ επειδή οι γύφτοι δεν δίνουν δυάρα για λεπτές συμπεριφορές όπως η καθαριότητα, οι καλοί τρόποι, η τάξη, κλπ. Όλος ο χρόνος κλασική γυφτιά, πχ, είναι οι ανασκαφές με το τσαπόνυχο μπροστά σε κόσμο.

Γυφτιά όμως μπορεί να είναι και μια κακόγουστη ή υπερχλιδάτη παρουσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ως γνωστόν οι γύφτοι που κάναν καλά λεφτά δουλεύοντας σκληρά ή απλά κλέβοντας (πράμα για το οποίο είναι περήφανοι -και μάλιστα στη Ρουμανία, αν θυμάμαι καλά από ντοκ. του BBC, υπάρχει και Μουσείο Κλοπής, μέσα στη μέση μιας συνοικίας δισεκατομμυριούχων ρομ που έχτισαν κιτσοπάλατα εκεί όπου ήταν οι τρώγλες τους), οι αθίγγανοι λοιπόν που έκαναν καλά λεφτά, έχουν εμμονή στην επίδειξη πλούτου, χωρίς όμως να έχουν αυτό που λέμε «γούστο» (αν και έχει γούστο πάντως και αυτό, κατ' εμέ).

Συν.: σαβούρα-βίβρ, αρχοντοβλαχιά.
Αντ.: ζαμπουνιά.

Ωσεκτουτού υπάρχει και ο χαρακτηρισμός γύφτος.

  1. (Πρωινό σε μπουφέ ξενοδοχείου. Ανοίγει το βαζάκι με την μαρμελάδα, το βάζει σαν ποτήρι στο στόμα, πίνει την μαρμελάδα)
    - Ρε μαλάκα, κόφ' τις γυφτιές επιτέλους, σε βλέπει όλος ο κόσμος!

  2. βλ. εδώ και εδω και εδω και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικός ωκεανός στον οποίο πλέει αυτός που με το γνωστό μέσο έχει περιέλθει σε κατάσταση σαμσάρας, νιρβάνας και μόκσας. Συνδέεται νοηματικά με τη γενέτειρα του Μπομπ και ηχο-φωνητικά παραπέμπει αληθοφανώς και σε ωκεανό, καθώς Ειρηνικός, Ατλαντικός είναι τετρασύλλαβοι και οξύτονοι με την ίδια κατάληξη -/kόs/.

Παραλλάσσεται σε Τζαβαϊκό (εκ της γλώττης προγραμματισμού Java) Ωκεανό για να χαρακτηρίσει το άτομο που ασχολείται πολλές ώρες με τον υπολογιστή.

-Αυτά είναι! Ένα άτομο λιγότερο σήμερα που κερνάω επειδή βγήκαν οι προσωρινοί πίνακες κατάταξης του Α.Σ.Ε.Π. και είμαι εντός. Αλλά γιατί δεν ήρθε ο Ζαχαρίας; -Πλέει πάλι στον Τζαμαϊκό Ωκεανό. -Γιατί ρε; Aφού είπε ποτέ ξανά στην Καραϊβική μετά τη νίλα στο μπλόκο. -Γιατί στην προκύρηξη Ψ9/1999, ενώ ήταν εντός στον προσωρινό, στον οριστικό ένας ενιστάμενος του έφαγε τη θέση και του το θύμισες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Έχεις δίκιο βουνό», λέει ο πολύπαθος λαουτζίκος μας για να εξάρει την προσωπικότητα του συνομιλητή και να τον υποστηρίξει στα βάσανα που έχει περιπέσει. Σημαίνει ότι κάποιος έχει «πολύ δίκιο», «υψηλό δίκιο», «μεγάλο δίκιο», τα οποία όλα δεν είναι και πολύ σωστά Ελληνικά αφού το ΔΙΚΑΙΟΝ δεν μετράται σε ποσότητες, αλλά είναι μία απόλυτη έννοια - οντότητα, στην φιλοσοφία. Αι μήν, δεν είναι «countable» («ελληνιστί»).

Ως «αδόκιμη» φράση «παίρνει ελαφρυντικά» καθώς χρησιμοποιείται κατά κόρον ως σχήμα υπερβατό.

Σημασιολογικά, το «δίκαιον» αποκτά ποσοτικές ιδιότητες όταν υπάρχει αναφορά στην καθημερινή πρακτική ενός συστήματος Νόμων - Δικαίου μίας πολιτείας ή συλλογικότητας, τουτέστιν, στη νομή δικαιοσύνης ενός αρμόδιου οργάνου. Τότε «κολλάει» ο συμβολισμός της τυφλής κυράς (που δεν διακρίνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προκειμένου να αποδώσει με μεγαλύτερη βαρύτητα προς τη μία πλευρά έναντι της άλλης) με τη σπάθα (που αναδεικνύει το «από καταβολών» απόλυτο στην εφαρμογή της οντολογικής έννοιας του ΔΙΚΑΙΟΥ), αλλά και τη ζυγαριά (όπου μπαίνει η έννοια της «ποσόστωσης» του δικαίου για την εύρυθμη λειτουργία του συνόλου – ήτοι το πολύ ή λίγο δίκιο).

- Με άφησαν απλήρωτο μήνες, μου ‘φάγαν το 30% του μισθού, με ‘στείλαν στο ΙΚΑ να μου πιει το αίμα, κ.α.
- Έχεις δίκιο βουνό ρε Σάββα, αλλά πού να το' βρεις. Δυστυχώς έτσι δουλεύει το σύστημα....

(από perkins, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Hangover -> Hanover. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την κατάσταση κάποιου μετά από γερό μεθύσι καθώς και την προσπάθεια να την ξεπεράσει.

  1. - Έλα, ρε φιλε. Που είσαι; - Ανόβερο.

  2. - Έλα, ρε φιλε. Τι κάνεις;
    - Περιμένω την πτήση για Αθήνα από Ανόβερο.

(από GATZMAN, 09/09/10)(από Vrastaman, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη φράση τονίζει την γνώση και την εμπειρία που έχει αποκομισθεί σε έναν τομέα λόγω των πολλών ωρών εργασίας, διαβάσματος και μελέτης. Λέγεται στην φάση που θέλουμε με άλλον τρόπο να πούμε στον άλλο ''ρε φιλαράκι, τι μας λες τώρα; Μπρίκια κολλάμε;'' και εννοεί πως το θέμα το γνωρίζουμε τόσο καλά που από τον πολύ χρόνο εργασίας έχουμε λιώσει στην καρέκλα μια ντουζίνα παντελόνια και βάλε...

Η συνηθέστερη χρήση της φράσης γίνεται για τις γνώσεις πάνω στο επάγγελμα που ασκούμε και γενικά για οτιδήποτε θέλουμε να αποδείξουμε (αλλά χωρίς να έχουμε χειροπιαστές αποδείξεις) ότι, ''πώς να το κάνουμε ρε φίλε;'', είμαστε καλύτεροι.

  1. - Το διάγραμμα της εξίσωσης που θέλεις να γράψεις είναι ευθεία που περνάει από την αρχή των αξόνων.
    - Ναι, σιγά μην είναι τρόλεϊ που περνάει απ' την Κολιάτσου.
    - Μα αφού...
    - Άσε μας ρε χλέμπουρα που θα μας μάθεις και μαθηματικά. Εδώ έχουμε λιώσει παντελόνια τρία χρόνια τα ίδια και τα ίδια...

  2. - Εγώ, που λες, αδερφέ, είμαι 30 χρόνια στην νύχτα. Το μαγαζί θέλει ένα μπουζούκι, ένα μπάσο, ένα τουμπερλέκι και την Καιτούλα την μπαρόβια για φωνή.
    - Μα το μαγαζί είναι μπλουζ-μπαρ.
    - Τι μπλουζ και παπαριές με λες τώρα ναούμ'; Άκου με που σε λέω. Έχουμε λιώσει παντελόνια στο αντικείμενο. Πώς να το κάνουμε; χρρρρ φτου! (φτύσιμο στο πάτωμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διαιτητική εύνοια, μικρότερου βαθμού από το χειρουργείο και το στραγάλι.

Προέρχεται από την συλλογιστική ότι ναι μεν το καρπούζι το έκοψε στη μέση ο κόραξ, αλλά τα κουκούτσια του τα έδωσε όλα στη μία ομάδα, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί το αποτέλεσμα χωρίς να μπορεί να διαμαρτυρηθεί έντονα ο ηττημένος.

... Τις συνέπειες αυτής της αποτυχίας θα τις καταλάβει και μάλιστα από το προσεχές καλοκαίρι στην Τουρκία η Εθνική Ομάδα. Όχι σφύριγμα, αλλά ούτε τα... κουκούτσια από το καρπούζι δεν θα παίρνει ο κακομοίρης ο Καζλάουσκας, που έπειτα από πολλά-πολλά χρόνια θα είναι ο πρώτος προπονητής στην Εθνική Ελλάδος, που θα παίξει με κόντρα διαιτησία. από εδώ

(από perkins, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιθανότατα προέρχεται από το αγγλικό cockblocked που δηλώνει την διακοπή της σεξουαλικής πράξης από τρίτο πρόσωπο, από αμέλεια ή δόλο.

- Και πάνω στην ώρα που είμαι έτοιμος να μπω, χτυπάει η πόρτα και είναι η ξαδέρφη της που έχουν να μιλήσουν από πέρσι και έπαθα κοκομπλόκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μπασκετική σλανγκ είναι η μπίλια της σφυρίχτρας του διαιτητή ή η ίδια η σφυρίχτρα και κατ' επέκταση η εύνοια της διαιτησίας προς την μια εκ των δυο ομάδων.

Συνεκδοχικά και ο ίδιος ο διαιτητής (βλ. παράδειγμα 2).

Τελευταία λέγεται και από τους «ποδοσφαιρικούς», αλλά σπανιότερα.

  1. Νταξ μωρέ, χάσαμε αλλά οι άλλοι πήρανε και το στραγάλι, αλλιώς δε χάναμε με την καμία.

  2. Αφού βλέπουν ότι ούτε το στραγάλι (που άφησε το μπαμπάκι και έπιασε το κονσερβοκούτι) δεν βάζει στον αγώνα την ομάδα τους που παραπαίει, ... (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified