Further tags

Η μουσική που μας φτιάχνει και την ακούμε ΔΥΝΑΤΑ. Μας κάνει (για λίγο), να μην ντρεπόμαστε που είμαστε ζωντανοί.

- Θα σταματήσετε, επιτέλους εσείς οι αποπάνω με τα ουρλιαχτά!!!
- Ρε δε βαράτε το κεφάλι σας καλύτερα..
- Πάαινε ρε βρε καμιά γκόμενα να ‘συχάσουμε λεω...
- Γιωρ ε Γιώργη κλείσε το παράθυρο του φωταγωγού, να γουστάρουμε Tool.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπότζα είναι συνώνυμο της τσίμας.

Ανήκει στην ναυτική slang και χρησιμοποιείται από το πλήρωμα των ιστιοπλοϊκών σκαφών. Είναι παράγγελμα του καπετάνιου του ιστιοπλοϊκού προς το πλήρωμα κατά το οποίο τους ανακοινώνει τον επόμενο ελιγμό. Κατά τον συγκεκριμένο ελιγμό το σκάφος γυρνάει έτσι ώστε να «πιάσει» τον άνεμο από την άλλη πλευρά του πανιού. Η στροφή είναι περίπου 90 μοίρες και γίνετε κατά την πλεύση «δευτερόπρυμα». Ο λόγος ύπαρξης της είναι για να προσεγγίζεται έμμεσα κάποιος προορισμός που δεν γίνεται άμεσα λόγω των καιρικών συνθηκών.

Αντίθετό της το «τακ».

-ΕΕΕΕΕΕΕτοιμοι για μπότζα;
-εεεεεέτοιμοι!
-Τάκη εσύ;
...
-Έτοιμος!
-Πάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άκουσα και αυτό και θεωρώντας το πετυχημένο το σπέρνω.

Μας έχουν καταλάβει Μας έχουν πάρει πρέφα Δεν τους γελάμε πλέον
Τέρμα οι κουτόφραγκοι

- Καλά ρε, είμαστε και οι πρώτοι στην ρεμούλα σαν Έλληνες και μαγκιά μας... δεν θα καταλάβουν από πού τους ήρθε.
- Ναι καλά, μη φας μας έχουν σπουδάσει, ρε, θα μας πάρουν πρέφα in no time.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύγχρονη εκδοχή του «ότι θυμάμαι χαίρομαι».

Το έναυσμα το έδωσε ο Α. Ρουμελίωτης στο ..χμ.. άρθρο του στην Ε (π.χ. εδώκαι το πραγματικό μέγεθος το αποκάλυψε ο πόστερ Θανάσημος εδώ!

Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε

Τον λαό χαιρέτησε ο αντί-πρόεδρος της κυβέρνησης κ. Πάγκαλος ο οποίος έβγαλε έναν μνημειώδη λόγο:

- «Όλοι οι Γερμανοί τον παίρνουν και γέρνουν!» αναφώνησε απ’ το μπαλκόνι

- “Ναιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαιαι!!!” απάντησε το πλήθος παραληρώντας

- «Μας κλέψανε λεφτά! Μας κλέψανε χρυσό! Μας κλέψανε ασήμι! ΜΑΣ ΚΛΕΨΑΝΕ ΝΙΚΕΛΙΟ!!!» συνέχισε ακάθεκτος ο κ. Πάγκαλος

- «Πάει το Νικέλιο!» αναφώνησε απελπισμένη μια γηραιά διαδηλώτρια, έφερε το χέρι της στο μέτωπο και λιποθύμησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νέα ελληνική φοβία, μια καινούργια εφεύρεση των ΜΜΕ, που αφενός περιγράφει την σημερινή ψυχολογική κατάσταση του υπερδανειζόμενου νεοέλληνα (εχει κλάσει μπάμιες), αφετέρου, όμως, δρα θεραπευτικά και καταρρίπτει κάθε προηγούμενη φόβο-εμμονή...

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λέξη-εμβόλιο, λέξη-παυσίπονο, καθώς με την εμφάνιση του όρου αυτού στα τηλεοπτικά παράθυρα των ειδήσεων ξεπεράστηκε κάθε ανησυχία για την επερχόμενη πανδημία της γρίπης.

- Μήτσο, πάμε καμιά βόλτα με το suzuki;
- Ποιο suzuki, έκλασα μπάμιες και το πούλησα... Δεν βλέπεις τι γίνεται ρε. Θα χρεοκοπήσουμε...
- Μην είσαι κουλομαρία, μωρ' αδερφέ μου, μούφα είναι, ρε... Χρεοκοποφοβία πουλάνε τα κανάλια...
- Α, είπα και γω... Γιατί πληρώνω τα διόδιά μου κύριος.

(από kapetank, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρισθεί το εύρος της ζημιάς που προκάλεσε κάποιος με την συμπεριφορά του, ή

  2. για να χαρακτηρίσει κάποιον που μας έπρηξε.

Είναι μια έκφραση που μάλλον όπως και να τη γράψεις δίκιο έχεις.
Διάλεξα το -ι- ως το πιο ουδέτερο ι και για να αποφύγω την σύγχυση με το τυρί>τυριρίμ.

  1. - Τι έγινε ρε χτες στην πορεία; Σας την πέσαν οι μπάτσοι; - Καλά δεν τα έμαθες;; Μας γάμησαν το ταμ τιριρίμ ... πολύ ξύλο..

  2. - Πού 'σαι ρε Μπαμπίνο, τι κάνεις;; Χτες με τον Γρηγόρη που βγήκατε τι έπαιξε;
    - Ξέρεις ρε, τα κλασικά μας γάμησε το ταμ τιριρίμ.
    - Πω πω, πολύ πρήξιμο, ε;
    - Άσ' τα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν σαρδέλα.

Όταν είσαι κολλημένος με πολύ κόσμο και κάνει ζέστη. Ο ίδρωτας είναι απαραίτητο συστατικό που θα σε οδηγήσει να χρησιμοποιήσεις αυτήν την έκφραση, στην καλύτερη ο ατομικός σου ιδρώτας ή και αυτός που κάποιος ευγενικός συνάνθρωπος μοιράζεται μαζί σου.

Η έμπνευση είναι ασφαλώς από την κονσέρβα σαρδέλας.

Η κατάσταση αυτή δεν σου αρέσει...

  1. Ήμασταν κολλημένοι σαν σαρδέλες στο λεωφορείο.
  2. Μας είχανε ντανιάσει στην ουρά σαν σαρδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. γερμανισμός, δηλαδή χρήση μιας γερμανικής έκφρασης ή λέξης ή σύνταξης με ελληνικό τρόπο ή προφορά. Όπως λέμε αγγλιά, γαλλιά, κλπ.

  2. Η γερμανίδα, υποτιμητικά.

Ο έλλην, ως γνωστόν, σνομπάρει από αρχαιοτάτων χρόνων ό,τι δεν είναι ελληνικό (πας μη έλλην βάρβαρος, ναούμ') και σήμερα τους γερμανούς τους έχει στη μπούκα και καλούα επειδή πήγαν να τον κατακτήσουν ή επειδή δουλεύουν σαν ρομποτάκια κλπκλπ.

Ωραία, μόνο που η μισή ελλάδα στη γερμανία πήγε κι έτρεξε να μεταναστεύσει μετά τον πόλεμο (η άλλη μισή στην αμερική και στην αυστραλία. Νταξ, δεν είμαστε αντιαυστραλοί, είμαστε όμως, λέει, αντιαμερικάνοι).

Και τα καυτά ελληνικά καβλοκαιράκια, ο γκρηκ λόβερ τις έχει καλοπηδήξει ουκ ολίγες φορές τις εγγόνες των παρολίγον κατακτητών. Για να μην πούμε τι λένε ότι συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της κατοχής (της μαμάς σου το μουνί το γαμούν οι γερμανοί, που λέει κι ο λαός).

Αλλά αυτά είναι ανθρώπινα και συγχωρούνται. Και είναι στερεότυπα στα οποία δεν πρέπει να κολλάμε. Γιατί τα στερεότυπα δεν μας αφήνουν να διακρίνουμε ούτε τα καλά του «κακού», ούτε τις δικές μας αδυναμίες...

Σημ.: δεν λέμε όμως την γαλλίδα «γαλλιά», ούτε την αγγλίδα «αγγλιά», ούτε την ελβετίδα «ελβετιά» κοκ. Επίσης δεν χρησιμοποιείται κάτι αντίστοιχο για τους άντρες.

  1. Ωχ δεν τον μπορώ αυτόν τον μεταφραστή, όλο κάτι γερμανιές κοτσάρει και τα κείμενά του είναι ακατανόητα.

  2. — Το νοίκιασες το εξοχικό σου στη Μάνη;
    — Ναι, σε μία γερμανιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε προδικασμένες, σίγουρες αποτυχίες.

Εχω ξεμείνει απο βενζίνη, οι κουφάλες οι τελωνειακοί έχουν απεργία, και θέλω να πάω Θεσσαλονίκη αύριο, πώς θα τα καταφέρω; Το γαμήσαμε και ψόφησε , φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο από τα σχόλια στον ορισμό προεόρτια.

Είναι η σκληρή τρίχα που παρουσιάζεται στα κορίτσια μετά από χρόνια ταλαιπωρία του δέρματός τους με το ξύρισμα και τα διάφορα αποτριχωτικά συστήματα -όπως κερί και διάφορα τοξικά σπρέι κλπ κλπ- στην προσπάθειά τους να κρύψουν τις αντρικές ορμόνες που είναι λιγουλάκι παραπάνω στο κορμί τους από το κανονικό
και που αποδεικνύει ότι είναι πιο θερμές από κάποιες άλλες.

Αν κάποια μέρα ξεχαστούν να κάνουν την αποτρίχωση, αρχίζουν τα προβλήματα, σκίζονται καλσόν, ΑΓΡΙΕΥΟΝΤΑΙ με την όψη τους τα αγοράκια, δέχονται άσχημες κριτικές κλπ κλπ.

- Πρόσεχε την αυτήν ρε Μήτσουλα.. - Γιατί τι έχει ρε;;
- Λυκότριχα ρε φίλε, άσ' τα, την είδα μια φορά αξύριστη και αγρίεψα!

(από ο αυτοκτονημενος, 27/02/10)(από ο αυτοκτονημενος, 27/02/10)(από Vrastaman, 27/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified