Further tags

Μας πήρανε χαμπάρι οι ανεπιθύμητοι, ήρθαν και αυτοί (μπουλουκηδόν συνήθως) και χάσαμε την ησυχία μας.

Μόλις στρώσαμε να φάμε χτύπησε το κουδούνι. Ήταν οι από κάτω που ήθελαν να δούνε, λέει, τί κάνουμε. Δεν μπορούσα να μην ανοίξω γιατί πριν από λίγο τους είχα ζητήσει ένα ματσάκι μαϊντανό. Τι να κάνω, τους είπα από ευγένεια να κάτσουν κι αυτοί για φαγητό και βεβαίως έκατσαν χωρίς αναστολές. Πάει το ρομαντικό δείπνο με τον Αντώνη... ο οποίος όλη την ώρα μουρμούραγε με τη μπουκιά στο στόμα και κοιτούσε μόνο το πιάτο του:
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι...
Ευτυχώς (;) οι γύφτοι δεν τον ακούσανε να το λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό cocooning, όπου cocoon = το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, της κάμπιας κλπ.

Κάνω κοκούνινγκ σημαίνει αποκηρύσσω για ένα διάστημα φίλους, παρέες, μπαράκια κλπ και κλείνομαι μέσα στο προστατευτικό περίβλημα του σπιτιού μου όπου έχω προηγουμένως αποθηκεύσει:

  1. ποσότητα έτοιμων φαγητών, παγωτού και σοκολάτας ικανή να αντιμετωπίσει την επαύριο πυρηνικού ολοκαυτώματος.
  2. ένα καπνοχώραφο τσιγάρα, ή/και μια φυτεία - αναλόγως
  3. τα 'Φιλαράκια' - την πλήρη σειρά DVD 1994-2004, δηλ. 238 επεισόδια (πιστέψτε με, το έχω ψάξει).

Για το διάστημα που διαρκεί το κοκούνινγκ απλώς σέρνομαι από το κρεβάτι στο ψυγείο και από το ψυγείο στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση και τούμπαλιν. Δεν απαντώ στο τηλέφωνο και φυσικά δεν βγαίνω έξω - δεν έχω λόγο να πάω καν στο περίπτερο ή στην Έβγα διότι αυτά τα έχω προβλέψει.

Όταν κοκούνινγκ κάνει ένας άντρας μόνος του, κάπου στο μείγμα μπαίνει και PC ή παιχνιδομηχανή π.χ. τρεις σαιζόν Championship Manager απνευστί. Όταν κοκούνινγκ κάνει μια γυναίκα μόνη της, γίνονται απαραίτητα διάφορα χουχουλιάρικααντικείμενα, μάσκες προσώπου κλπ. Κοκούνινγκ μπορεί να κάνει κι ένα ζευγάρι, αλλά η ισορροπία είναι ασταθής και δεν διαρκεί πολύ. Μετά το αναπόφευκτο σεξ του πρώτου 24ωρου, η γυναίκα θέλει να χουχουλιάσει, ο άντρας θελει να πάει στο κομπιούτερ, καβγαδίζουν και τελικά λένε 'δεν πάμε και μια βόλτα να δούμε και κάναν άνθρωπο'. Κοκούνινγκ με πάνω από δυο άτομα π.χ. ένα ζευγάρι κι ένας φίλος/-η ή δυο ζευγάρια, καταγράφεται μεν, αλλά συνήθως μετεξελίσσεται σε πάρτι με ούζα.

Ιδανική διάρκεια για κοκούνινγκ είναι ένα Παρασκευο-σαββατο-κύριακο. Μπορεί να τραβήξει μέχρι τετραήμερο, άντε πενθήμερο, αν βολέψουν οι αργίες. Ο,τιδήποτε πάνω από πενθήμερο είναι ανησυχητικό και ελέγχεται ως σύμπτωμα κατατονικής κατάθλιψης.

Κοινωνικά, το κοκούνινγκ ανθεί σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας καθώς είναι ένας καλός τρόπος περιορισμού των εξόδων. Είναι επίσης εύσχημος τρόπος αποφυγής της ταλαιπωρίας που συνδέεται με τις εξόδους του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου κλπ.

- Λέμε να πάμε Σέλι το Σαββατοκύριακο, είσαι;
- Μπα, για κοκούνινγκ με βλέπω ... οι καιροί γαρ χαλεποί ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέχομαι τις αρνητικές συνέπειες (κούραση, απογοήτευση κτλ.) μιας κατάστασης.

  1. Δεν ξαναγίνομαι administrator, να τρώω όλο το σκατό.
    (από το τραγουδάκι «Δεν ξαναγίνομαι administrator» του Anomaloss, που κυκλοφορεί στο ίντερνετ)

  2. - Τέλος οι μαλακίες... Τόσα χρόνια έφαγα το σκατό, αλλά επιτέλους έγινα φιλόλογος!
    - Μπράβο μαλάκα, θα χεστείς στο τάλιρο τώρα...

  3. (από εδώ)
    «Μπούχτισα στη μιζέρια και τη γκρίνια εδώ πέρα. Βαρέθηκα να κάνω το μαλάκα, να διοχετεύω την ενέργεια μου σε άκυρες φαντασιώσεις και να τρώω καθημερινά όλο αυτό το σκατό στη μάπα. Να πρέπει να γλείψω, να τσακωθώ, να λαδώσω και να μαχαιρώσω πισώπλατα για να κάνω τη δουλειά μου με άθλιες προϋποθέσεις και εξευτελιστικές αμοιβές.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται από γυναίκες, κοριτσάκια και αδελφές. Σημαίνει βρίσκομαι μέσα σε κάτι μαλακό και ζεστό (μην πάει ο νους σας στο πονηρό, είναι υγρό αυτό το τελευταίο), στεγνό, μπορεί να είναι ρούχο, μαξιλάρι, πάπλωμα, κλπ. Γενικά είμαι προστατευμένη από κάθε κακό και νιώθω πάαρα πολύ άνετα. Ωσεκτουτού δεν χρειάζομαι κανέναν. Συνοδεύεται από το τραγούδι εκείνο που έλεγε: I don't want anybody else, when I think about you I touch myself.

επίθετο: χουχουλιάρικο

Καλά, ε; Αυτό που πήρες είναι πολύ χουχουλιάρικο! Θα το φοράς στο σπίτι όλη μέρα και θα χουχουλιάζεις...

το χουχούλιασμα σε ένα ιδανικό κόσμο (από xalikoutis, 10/10/08)Blondie - I touch myself... ;) (από Cunning Linguist, 28/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεβρακώνομαι: εκτίθεμαι ανεπανόρθωτα.

- Εσύ καλά την έχεις, δεν μιλάς ποτέ για την πάρτη σου και όλα OK. Εγώ ο μαλάκας ξεβρακώνομαι με τη μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει ότι θέλω απεγνωσμένα να πάω στην τουαλέτα και να κάνω το χοντρό μου. Μεταφορικά σημαίνει ότι έχω ανησυχία, ανυπομονησία, βιασύνη, αγωνία για κάτι.

Συνώνυμα: κωλοπιλάλα, κωλοσφιξούρα.

  1. - Ωχ μαλάκα μ' έχει πιάσει κόψιμο και δεν κρατιέμαι! Σταμάτα όπου βρεις να πάω στα χωράφια και να ρίξω ένα ποιμενικό!

  2. - Με ρώταγε ο Τάσος πότε θα συναντηθούμε, να του δείξεις και πώς δουλεύει το Cubase...
    - Μπα, τι λες, τόσα χρόνια μας γράφει και τώρα που έχει ανάγκη τον έπιασε κόψιμο να μας δει;

Ενώ άλλοτε εκτρέπεται σε πιο χεβιμέταλ καταστάσεις. (από Khan, 29/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει διάφορες αρνητικές σημασίες όπως: είμαι κουρασμένος, βρίσκομαι σε χαώδη κατάσταση, είμαι λιώμα, είμαι κομμάτια, δεν την παλεύω.

  1. - Από τις έξι το πρωί είμαι στο πόδι κι έχω βαρέσει διάλυση...

  2. - Πήγα προχθές στο σπίτι του Τάσου και μιλάμε ήταν σαν βομβαρδισμένο! Μέχρι και τα άδεια κουτάκια μπύρας που πίναμε πριν ένα μήνα βρήκα!
    - Έχει βαρέσει διάλυση ο τύπος, έτσι;

  3. - Έλα, πάμε για ένα ποτάκι ακόμα!
    - Άσε με ρε μαλάκα, από το πρωί πίνουμε, έχω βαρέσει διάλυση! Πάω σπίτι να πιω το γαλατάκι μου και να την πέσω για ύπνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για να σχολιάσει μια δύσκολη κατάσταση. Πολλές φορές χρησιμοποιείται μόνο του για να σχολιάσει τα προλεγόμενα, οπότε είναι συνώνυμο με το κρίμα...

  1. - Καλά ρε γκαντέμη, ακόμα δεν πρόλαβες να τσιλιμπουρδήσεις και σε πήρε γραμμή η γκόμενά σου; Τι πίκρα είναι αυτή!...

  2. - Έχω μείνει άφραγκος, οι μαλάκες καθυστερούν να με πληρώσουν κι εγώ πρέπει να πληρώσω ένα σωρό λογαριασμούς...
    - Πίκρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική αργκό. Η τακτική του να στήνεσαι κοντά στην αντίπαλη εστία εκτός φάσης περιμένοντας πάσα, ώστε, ελλείψει αντίπαλων αμυντικών, να βάλεις εύκολο γκολ.

Αυτό φυσικά, στο κανονικό ποδόσφαιρο, οδηγεί συνήθως σε οφσάιτ, οπότε και αποφεύγεται. Στις σχολικές αυλές και στις αλάνες ωστόσο τέτοιες παραβάσεις είναι ψιλά γράμματα.

Ρηματικός τύπος: στήνω περίπτερο

- Γκόοοοοοοοοοοοοοολ!...
- ...
- Έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν!
- Εντάξει ρε Μάκη, περίπτερο ξέρω κι' εγώ.
- Έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν!
- Θα σκάσεις;!
- Έεξι-μηδέεέν, έεξι-μηδέεέν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά το μέρος της αμοιβής μίας πόρνης που είναι δεσμευμένο από τον προαγωγό. Επειδή εδώ υπάρχει μία εγγενής αδικία και αδυναμία του συστήματος, καθ' ότι άλλος τον τρώει και άλλος εισπράττει, είθισται η έκφραση να χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία καταχρηστική οικονομική υποχρέωση προς τρίτους, ενώ πολλές φορές απουσιάζει η αμιγώς οικονομική διάσταση του όρου και η έμφαση στην αδικία που υφίσταται το υποκείμενο ως μη όφειλε.

1
- Μηνά, ήρθε το εκκαθαριστικό της εφορίας και μας ζητάνε λέει άλλα 836 ευρώ.
- Ω ρε πούστη μου, τι νταβατζηλίκι είναι αυτό. Από εκατό μεριές μας τα παίρνουν και πάλι χρωστάμε.

2
Τι νταβατζηλίκι είναι αυτό με τη βενζίνη ρε παιδάκι μου... Ανεβαίνει το πετρέλαιο, ανεβαίνει η βενζίνη. Κατεβαίνει το πετρέλαιο, ακούνητη η βενζίνη. Ρε δε γαμιόμαστε λέω εγώ... θα το πουλήσω και θα πηγαίνω με το λεωφορείο.

Got a better definition? Add it!

Published