Όταν κάτι είναι πάρα πολύ ωραίο και ξεχωρίζει.
Έχεις πάει Αμοργό; Είναι όλα τα λεφτά!
Όταν κάτι είναι πάρα πολύ ωραίο και ξεχωρίζει.
Έχεις πάει Αμοργό; Είναι όλα τα λεφτά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Η έλλειψη στύσης.
- Έπαθε αφλογιστία ο καημένος και δεν έγινε τίποτα.
%
Βλέπε και ντεκαυλέ.
Got a better definition? Add it!
Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, χοροπηδάει στο στήθος μου, έχω ταχυκαρδία.
Τις τελευταίες μέρες φουρτουράω (ή η καρδιά μου φουρτουράει). Πρέπει να πάω να κοιταχτώ.
Got a better definition? Add it!
Μόνος, μοναχούλης.
Γιατί μ' έχετε ρε στην ξωπαρεού; Μάνα δε με γέννησε κι εμένα;
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για τον πολύτεκνο μα φτωχό άνθρωπο, που δεν συλλογίζεται πώς θ' αναθρέψει τα παιδιά του, αλλά κατά τα άλλα... ξέρει να τα κάνει.
- Ο Αποστόλης θ' αποκτήσει λέει το πέμπτο.
- Βρε δεν κοιτάει τα χάλια του πρώτα. Πώς θα τα ζήσει τόσα παιδιά; Αλλά τί περιμένεις; Καν ψωμί δεν είχαμε, πούτσα ώς το γόνατο.
Got a better definition? Add it!
Το ψώνιο. Το να την έχει δει κάποιος.
- Καλά είμαι φοβερός!
- Το καλάμι το πάρκαρες απ' έξω;
Got a better definition? Add it!
Το χώσιμο. Να κάνεις τη δουλειά του άλλου όταν αυτός δεν μπορεί.
Πωπω, εκεί που μείναμε 3 άτομα στο λόχο, παίρνει ο ένας ελεύθερος υπηρεσίας και θα κάνουμε το νούμερό του σκάτζα.
Got a better definition? Add it!
Το πεζοδρόμιο ή ο δρόμος απ' όπου περνάνε πολλές καλοντυμένες γκόμενες και πιπίνια.
-Αφού είδες ότι άργησα, γιατί με περιμενες όρθιος και δεν μπήκες στην καφετέρια;
-Ε, σκέφτηκα να μπω, αλλά είπα να δω λίγο πασαρέλα. Έχει κάνα ΙΕΚ εδώ τριγύρω;
Got a better definition? Add it!
Άλλα λέει ο ένας και άλλα καταλαβαίνει ο άλλος, είτε γιατί είναι βλάκας είτε γιατί είναι αφηρημένος.
Μάνα:
- Κοίτα! Μαύρισε ο ουρανός. Έρχεται μπόρα.
Κόρη:
- Εντάξει ρε μάνα. Τό 'σπασα το ποτήρι. Τί να κάνουμε τώρα;
Μάνα ή τρίτος συνομιλητής:
- Άιντέεε! τρία πουλάκια κάθονται...
Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, πούτσο κλαίγανε, τον, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, καλά κρασιά!
Got a better definition? Add it!