Αρχίζω και θυμώνω, τα «παίρνω στο κρανίο», «μου ανάβουν τα λαμπάκια».
Με βλέπεις; Αρχίζω κι ανεβάζω θερμοκρασία μ' αυτά που λες.
Μια λέξη να πεις ακόμα και θα γίνει χαμός.
Αρχίζω και θυμώνω, τα «παίρνω στο κρανίο», «μου ανάβουν τα λαμπάκια».
Με βλέπεις; Αρχίζω κι ανεβάζω θερμοκρασία μ' αυτά που λες.
Μια λέξη να πεις ακόμα και θα γίνει χαμός.
Got a better definition? Add it!
Είναι μια κατάσταση κατα την οποία ένα άτομο θέλει να πει κάτι σε ένα άλλο και το δεύτερο άτομο είτε δεν τον προσέχει επειδή είναι στον κόσμο του είτε δεν του δίνει σημασία γιατι μιλάει με κάποιον άλλο... Το δεύτερο άτομο μπορεί να το κάνει αυτό ασυνείδητα ή επίτηδες γιατι στη δεύτερη περίπτωση αποτελεί γείωση...
3 άτομα:
Χ- Άσε ρε χθες τράκαρα με μια μάντρα... βγήκε απο ΣΤΟΠ η *****
Υ-...
Ζ- Άστο σε έχει συνδέσει με Κάιρο.
Got a better definition? Add it!
Νευριάζω πολύ.
Δεν είχε έτοιμο αυτό που τού ζήτησα και πήρα ανάποδες!
Got a better definition? Add it!
Ο κολλητός μου, πολύ φίλος.
Ρήμα: τακιμιάζω.
Ζήτα ό,τι θες απ' τον Ανέστη, τακίμια είμαστε, δικός μου άνθρωπος, όχι δεν θα πει.
Καλό παιδί ο Στελάρας, είχε υπηρετήσει με τον ξάδερφο μου, είπαμε ιστορίες, ήπιαμε και δέκα μπύρες, τακιμιάσαμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν πραγματικά δεν έχεις καθόλου διάθεση.
(Νίκος) - Πώς τα πας ρε φίλε;
(Γιώργος) - Άσε ρε Νίκο, δεν την παλεύω κάστανο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δυσκολία, δύσκολη καταστάση.
Μόλις τελείωσα το στρατιωτικό, άρχισαν τα γαμήσια. Δεν μπορούσα να βρω δουλειά και δεν είχα μία. Μέχρι τότε, καλά την έβγαζα.
Got a better definition? Add it!
Στα Αλεξανδρουπολίτικα, σημαίνει την κοπάνα από το σχολείο, αδικαιολόγητη ολιγόωρη απουσία από το μάθημα, με κύρια αιτία τον καφέ στο «Παράφωνο», γνωστό τόπο συνάντησης των σχολικών μαζών.
- Ρε συ, κάνουμε κατσάκι στα θρησκευτικά να πάμε για φραπεδούμπα;
- Πάμε Παράφωνο;
Got a better definition? Add it!
Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.
Το έριξε στο σορολόπ.
Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).
Δες και σορολόπ!
Got a better definition? Add it!
Τα φαντασμένα κουνήματα, οι ξιπασιές, οι ψευτοπερηφάνειες (λέγονται και σουσουμίσματα).
Σουσούμης (ο): κουνιστός.
Σουσουμίζομαι: κουνιέμαι, περπατώ κορδωμένος για να επιδειχθώ.
Σουσουμίζω: κινώ, αναταράζω, κουνώ τα δέντρα για να πέσουν οι καρποί.
Με τέτοια σουσούμια πώς να μην την προσέξει κανείς;
Got a better definition? Add it!
Σουρτούκης (ο), θηλ. σουρτούκα: αυτός που βγαίνει συνεχώς βόλτα. Συνώνυμο: σουρτουκλεμές.
Συνώνυμο της σουρτούκας: σοκακτσού.
Σουρτουκιάζω: βγαίνω συνεχώς βόλτα, γυρίζω άσκοπα στους δρόμους, περιπλανώμαι.
Συνώνυμα: σουρτούκι (το), σουρτουκλεμές (ο)
Σουρτουκιάζει όλη μέρα, ο σουρτούκης.
Got a better definition? Add it!