Όταν κάτι πήγε πολύ στραβά, όταν κάτι γαμήθηκε τελείως.
- Πω ρε μαλάκα, με απέλυσαν, μου πήδηξαν την γκόμενα, μου έκαναν έξωση, άσε, γαμήθηκε το σύμπαν!
Όταν κάτι πήγε πολύ στραβά, όταν κάτι γαμήθηκε τελείως.
- Πω ρε μαλάκα, με απέλυσαν, μου πήδηξαν την γκόμενα, μου έκαναν έξωση, άσε, γαμήθηκε το σύμπαν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1.- Θα νικήσουμε αύριο τη Μονακό στο ποδόσφαιρο; - Στεγνά!
Got a better definition? Add it!
Στην έκφραση χωρίς σάλιο ή τους γαμήσαμε ή τους πήραμε χωρίς σάλιο: τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε, τους εξευτελίσαμε.
-Πόσο πήγαμε με τη Χ ομάδα;
-Πέντε μπαλάκια ρίξαμε!
-Πω πω φίλε, χωρίς σάλιο!
Got a better definition? Add it!
Στη γλώσσα των κόμικς χικ αποδίδεται το ηχητικό εφέ του λόξυγγα, συνήθως όταν είναι απο μεθύσι.
Από εκεί έχει διαθοθεί στον γραπτό λόγο γενικότερα, ειδικά στο ίντερνετ.
(στο τσατ)
-pou hsoun re? giati arghses na syndetheis?
-eixame paei gia clubbing.. hpiame TA xydia.. xik!
-lol
Got a better definition? Add it!
(μεταφορικά) Επιπλήττω σφοδρά κάποιον, τον βάζω στη θέση του.
Επίσης: χεστήκαμε (αγρίως ή πολύ άσχημα) με κάποιον = βριστήκαμε αμοιβαία, τα σπάσαμε, μαλώσαμε, παρεξηγηθήκαμε.
Τον πήρα τηλέφωνο και τον ξέχεσα άγρια γι'αυτό που έκανε!
Got a better definition? Add it!
Δυσκόλεψαν οι συνθήκες, αντιμετωπίζουμε προβλήματα, πιεζόμαστε πολύ, εργαζάμαστε πυρετωδώς, τρομάζουμε. Βάζω στη θέση του κάποιον.
Στη φράση «Να σφίξουν λίγο οι κώλοι»: για να σοβαρευτούμε λίγο, να σταματήσει ο χαβαλές, να δουλέψουμε.
Συνώνυμο: πάθαμε κωλοσφίξιμο.
(Μπορεί να συνοδεύεται και από μία χαρακτηριστική χειρονομία ανοιγοκλεισίματος των δακτύλων του δείκτη και του αντίχειρα)
Βλέπε και τα κεφάλια μέσα.
Got a better definition? Add it!
Όταν χέζουμε δυσκοίλια και τα σκατά, εκτός του ότι βγαίνουν με το ζόρι ένα-ένα, έχουν και περίπου το σχήμα της χάντρας.
Γυναίκα προβλέπω να μετράω χάντρες όλη νύχτα. Τι έβαλες το μεσημέρι στο φαΐ, που να πάρει;
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Όταν χέζουμε ευκοίλια και στη λεκάνη σχηματίζονται σχέδια παρόμοια με αυτά της βεντάλιας, λόγω της ρευστότητας του σκατού.
-Άσε χτες με πείραξε ο γύρος και έριξα πολλές βεντάλιες!
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Εγκωμιάζω, παρακαλώ ή καλοπιάνω κάποιον χυδαία και υπερβολικά για κολακεία προκειμένου να μου κάνει κάποια χάρη ή για να αποκτήσω ή να ξανακερδίσω τη φιλία ή την ευμένειά του, γλείφω, λιβανίζω.
αντικείμενο: κωλογλείψιμο
Ο Χ κωλογλείφει την προϊσταμένη για να προτείνει αυτόν για τη θέση που άδειασε!
Σε άλλες γλώσσες: to kiss ass, to suck up (αγγλικά), arschkriechen, einschleimen (γερμανικά)
Got a better definition? Add it!
Εμφατικό και κατά πλεονασμό του χέζω, επιπλήττω σφοδρότατα, προσβάλλω, στηλιτεύω.
Πήγα από την υπηρεσία του και τον σκατόχεσα!
Got a better definition? Add it!