Further tags

Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).

- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!

κούρβα τα πίτσκατα (από Fotis Nitsiopoulos, 27/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eυκαιρία, πολύ φθηνά.

— Με γεια το μηχανάκι. Το πήρες ακριβά;
— Μπά! Το πούλαγε ένας που είχε ανάγκη και το πήρα κοψοχρονιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παριστάνω τον άσχετο, κάνω την πάπια.

- Βοήθησε την κατάσταση, κάνε κάτι, εδώ καιγόμαστε και εσύ σφυρίζεις αδιάφορα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω-κάτω, γυαλιά-καρφιά.

Μπουκάρανε οι μπράβοι μέσα στο μαγαζί και τα κάνανε λίμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκδηλος, σεσημασμένος.

-Μου δώσανε κλήση, πριν τελειώσει ο χρόνος της κάρτας.
-Καραμπινάτη αδικία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίνω πίπα.

- Πώς πήγε χθες; Γάμησες;
- Όχι την κέρασα, όμως, μια πίπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάνω τη χάρη σε κάποιον.
  2. Κάνω αντί για άλλον κάποια πράξη.

- Άντε ρε Νίκο... κάνε την καλή αν μπορείς και πήγαινε να φέρεις λίγο νερό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της πουτάνας το κάγκελο!

Τάδε έφη, Κωνσταντίνος Καντακουζηνός από το σήριαλ «Κωνσταντίνου και Ελένης».

- Δηλαδή... έγινε της εκδιδομένης επί χρήμασι το σιδηρούν κιγκλίδωμα;
- Τι είναι αυτό πάλι;
- Της πουτάνας το κάγκελο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βαριέμαι υπερβολικά σαν τα σκυλιά.

- Καλά εσύ δεν κάνεις όλη μέρα και τίποτα... κάθεσαι και τεμπελοσκυλάς!

Got a better definition? Add it!

Published

Γαμάω ή γαμιέμαι σαν τα ζώα - σκυλιά.

Αναφέρεται σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, πολλές φορές με αρνητικό - περιπαιχτικό ύφος.

Επίσης και: σκυλογαμάω - σκυλογαμιέμαι.

1
- Αυτή μόνο να σκυλοπηδιέται ξέρει.

2
- Στην προηγούμενη σχέση που είχα... δεν κάναμε και τίποτε άλλο. Σκυλοπηδιόμασταν όλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified