Further tags

Για παντρεμένους ή γενικότερα έχοντες έτερον ήμισυ: το κράξιμο ή και η χειροδικία που μπορεί να προκληθεί από την ελεύθερη εκδήλωση θαυμασμού ή ενδιαφέροντος για άλλη γυναίκα.

- Πω ρε πούστη μου, τι μωρό είναι αυτό!!
- Α ρε Μάκη, άμα σε άκουγε η Πόπη από κάπου, είχε να πέσει παντόφλα...
- Έλα μωρέ, μεταξύ μας είμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω-κάτω.

Μεθύσανε και ρημάξανε το μαγαζί. Τα έκαναν όλα γυαλιά-καρφιά!

(από tryager, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω-κάτω, συνώνυμο του γυαλιά-καρφιά.

- Μπήκανε μέσα οι μπράβοι και τα κάνανε λαμπόγιαλο!

Ξεκαρδιστικό απόσπασμα από το επεισόδιο "Σεισμοί, λοιμοί και... Κατακουζηνοί" από την ελληνική σειρά "Κων/νου κι Ελένης" (από elias-jelay, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποχή απο την αυτοϊκανοποίηση για μεγάλο χρονικό διάστημα.

- Είμαι άπαιχτος στο Seattle απο την Τρίτη και μου είναι συνέχεια τσατάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται ΓουΤουΠου. Ακρωνύμια των λέξεων Για Τον Πούτσο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αθλιότητα διαφόρων συμπεριφορών και χαρακτήρων.

- Κοίτα πως οδηγεί ρε!
- Τελείως Γ.Τ.Π

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή σκέτο "σακούλααααα!"

Ισοδύναμο της έκφρασης: θα ξεράσω. Λέγεται όταν ακούμε κάτι που μας χαλάει, όπως π.χ. ένα κρύο ανέκδοτο.

Κάνοντας ζάπινγκ πέφτετε σε «κοινωνική εκπομπή» της μεσημεριανής ζώνης. Πατώντας το κουμπί για να αλλάξετε κανάλι το γρηγορώτερο, λέτε: «Θα ξεράσω!» ή «σακούλα καμαρώτε!» ή σκέτο «σακούλαααα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.

- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;

- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Εξαπάτηση, δολιοφθορά σε βάρος τρίτου. Συν. ~πουστιά (χρησιμοποιείται και ως ρήμα λεζάρω).

  2. Δύσκολη κατάσταση. Συν. ~ζόρι.

  1. Ο δικός σου πήγε εκεί για να πάρει πιο φτηνά το αμάξι, αλλά του πέξανε χοντρή λέζα και του δώσανε ένα χιλιοτρακαρισμένο.

  2. Άσε, είναι άρρωστη η μάνα του και τραβάει μεγάλη λέζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος προσπαθεί να αποφύγει μια κλανιά, που όμως δεν τα καταφέρνει και τελικά από την προσπάθεια και κλάνει και του φεύγει και σκατό μαζί.

Ρε συ, μια ώρα σφιγγόμουν χθές και τελικά ενέδωσα. Το θέμα είναι όμως ότι όχι μόνο έκλασα, αλλά λερώθηκα και από πάνω. Δηλαδή χέκλασα ρε φίλε!!

Got a better definition? Add it!

Published

Την πάτησα, με ξεγέλασαν. Μερικές φορές το χρησιμοποιούμε όταν μας πασάρουν χάλια φαγητό.

- Πώς σου φάνηκε το φαΐ ρε Λάκη;
- Ασ' τα, γάμησέ τα, φάγαμε μια φόλα!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified