Further tags

Ουρώ ενώ έχω στύση, συνήθως τις πρωϊνές ώρες και μέχρι τα 40 συνήθως το πολύ.

- Ο Μήτσουρας από μικρός έτρεχε στο μπάνιο για να ουρήσει πρωί πρωί και τελικά πάντα καυλουρούσε γιατί ήταν στα ντουζένια του, 16 χρονών παιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρώτη λέξη που μάθαμε όλοι στον στρατό. Ενδεικτικές χρήσεις στα παραδείγματα

  1. - Την παλεύεις φιλαράκι;
    - ΔΕΝ την παλεύω. (Το ΔΕΝ ειναι μόνιμο συνοδευτικό σε αυτή την απάντηση.)

  2. Απάλευτη η φάση.

  3. Ο Απάλευτος.

  4. Μετά την σκοπιά δεν την πάλεψα.

  5. - Παλεύεται το φαγητό;
    - Ε, την ψιλοπαλεύει.

Για να την παλέψεις θες ειδική δίαιτα. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή παραλλαγή του, συνήθης εις την Κρήτη: με πάει κοπίδι

(λείπει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομα ή καταστάσεις που είναι ανυπόφορες.

  1. Αυτή η δουλειά είναι απάλευτη...

  2. Τι είναι αυτά που λες ρε; Είσαι απάλευτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από τον (ένδοξο) νεο-ελληνικό στρατό και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον υπερβολικό φόρτο εργασίας - δραστηριοτήτων (στην περίπτωση του στρατού, των υπηρεσιών).

- Πώς πάνε ρε οι υπηρεσίες;
- Άσε, με πάει αίμα (ή με έχει πάει αίμα, δηλαδή έχω συνέχεια υπηρεσία)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένη έκφραση προερχόμενη από τη γνωστή τεκίλα Jose Cuervo και το χώσιμο με την έννοια της αγγαρείας, έννοια και την οποία εξάλλου εμπεριέχει. Η χρήση της συναντάται συχνά στους στρατιωτικούς κύκλους.

- Άντε ρε Γιάννη! Τι κάθεσαι όλη μέρα στο θάλαμο; Τον άρρωστο παριστάνεις;
- Ίσα ρε ψάρακα! Έχεις όρεξη να φάμε κανά χοσέ κουέρβο μεσημεριάτικο; Άραξε στα κυβικά σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Γλαφυρή φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον μεταφορικό ευνουχισμό ενός ανδρός, τη μετατροπή του σε ένα άβουλο ον που άγεται και φέρεται υπό τις διαταγές ή επιθυμίες της γυναίκας του και την εν γένει παθητική του στάση έναντι αυτής. Το θύμα αν δεν είναι ήδη, μετατρέπεται σταδιακά σε μπουχεσολεβιέ.

- Λοιπόν Μπάμπη το βράδυ έχω κλείσει με τα παιδιά άλφα τράπεζα πίστεως Γονίδη. Πες και στον Πέτρο να έρθει.
- Χα χα χα! Ρε σιγά μην έρθει! Αφού τον έχει βάλει στο βρακί της η άλλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.

-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.

Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική ορολογία, η καθυστέρηση της αλλαγής εν ώρα υπηρεσίας και γενικότερα το «χώσιμο» από άλλο φαντάρο. Το μπιφτέκι είναι μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά των σειρών μεταξύ των φαντάρων.

- Πάλι μπιφτέκι κέρασε ο 299, που μας το παίζει και λέουρας το πατόψαρο. Αντί για 3 ήρθε 3 και 20, αλλά θα τον φτιάξω εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσμενη και αναπάντεχη αναποδιά. Συνώνυμα: ήττα, νίλα, πακέτο, κάζο.

Συνήθως ακολουθείται από το ρήμα τρώω σε αντίστοιχο χρόνο, ενδεχομένως και όχι.

  1. - Τ’ άκουσες, ε; Θα κάτσουμε ως τις 8 στο γραφείο.
    - Ψωλιά που φάγαμε και σήμερα..

  2. Τί ψωλιά ήταν κι αυτή!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified