Ο βαθύς ύπνος.
Χτες πίναμε όλη μέρα και μετά έριξα κάτι σαπιοπούλες...
Ο βαθύς ύπνος.
Χτες πίναμε όλη μέρα και μετά έριξα κάτι σαπιοπούλες...
Got a better definition? Add it!
Πιάνομαι κορόιδο, ξεγελιέμαι. Το παθαίνει το ψάρι όταν του κάνουν πλάκα ή τον κοροϊδεύουν.
- Τα’μαθες; Θα πάρουμε τον Ρονάλντο, το ανακοίνωσε ο πρόεδρος ότι συμφώνησαν! - Απίστευτο! Θα πάω να πάρω διαρκείας! - Μην ψαρώνεις ρε βλάκα, ό,τι και να σου πούμε το πιστεύεις!
Χρησιμοποιείται και με ενεργητική σημασία και σημαίνει ότι πιάνω κάποιον κορόιδο ή τον κάνω να φοβηθεί.
- Τους ψάρωσα τους νέους σήμερα και μου βαρούσαν προσοχές!
Βλέπε και μασάω, τσιμπάω. Δες και ψαρώνω στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Οι χαλαρές και συνήθως άνευ ιδιαίτερου νοήματος και βαρύτητας συζητήσεις που γίνονται σε κατάσταση λιωσίματος με την παρουσία φραπεδιάς. Οι συζητήσεις που γίνονται για να λέγεται κάτι και την άλλη μέρα θα έχουμε ξεχάσει πως έγιναν.
- Έλα, πάμε για καφέ. - Δεν θέλω γιατί αν πάμε θα κάτσουμε πάλι τρεις ώρες να βαριόμαστε, να καπνίζουμε και κάνουμε φραπεδοκουβέντες! Προτιμώ να κάτσω να διαβάσω κανένα βιβλίο. - Ξενέρωτε!
Got a better definition? Add it!
Περιγράφει τη συνάθροιση παρέας, συνήθως σε παραλιακό ταβερνάκι, ουζερί ή και σε σπίτι, για την κατανάλωση ούζου με τη συνοδεία μεζέ, συνήθως ψαρικών. Αντίστοιχα υπάρχει και η κρασοκατάσταση και η μπυροκατάσταση.
-Θα έρθεις την Κυριακή ε; -Πού να έρθω; -Έχουμε κανονίσει ουζοκατάσταση σε ένα ταβερνάκι στο Πόρτο Ράφτη, θα είμαστε μεγάλη παρέα. Έλα θα΄ναι ωραία.
Got a better definition? Add it!
Τελικά. (μικρή παραλλαγή: ντιπ-για-απο-ντιπ.)
- Είσαι ντιπ-για-απο-ντιπ κουδούνας ή μαλάκας;
Got a better definition? Add it!
Ειρωνικά, το αποτέλεσμα υπεραισιόδοξης προσπάθειας.
Συνώνυμο: φεύγει ο πόντος.
-Πάμε έξω ρε πούστη, σε προκαλώ!
-Σιγά μη σκίσεις κάνα καλτσόν!
Got a better definition? Add it!
Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.
Συνώνυμα:
- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...
%
Got a better definition? Add it!
Ψυχοπνευματική κατάσταση που χαρακτηρίζει τον Έλληνα και έχει να κάνει με απλά οργανωτικά θέματα καθώς επίσης και με θέματα αλληλοσεβασμού.
Του έχω πεί χίλιες φορές να μήν παρκάρει μπροστα από το γκαράζ μου αλλα ο αρχιδισμός του δεν έχει όρια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.
-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γενικός όρος που αναφέρεται σε πρόχειρη δουλειά. Συνήθως συνδέεται με απόπειρα εξαπάτησης ή με δουλειά που κανονικά έπρεπε να γίνει με λεπτομέρεια και προσοχή αλλά λόγω βαρεμάρας έγινε στα γρήγορα.
Το πήγα στο συνεργείο και μου 'καναν γομαροδουλειά.
Από το γομάρι.
Got a better definition? Add it!