Εργασία τόσο φορτική, βαρετή, ψυχοφθόρα, χρονοβόρα κτλ που σου αναπτύσσει κακοήθεις όγκους.
- 12 ώρες έκανα να την τελειώσω την κωλο-εργασία. Καρκίνος σκέτος σου λέω. Ελπίζω να το περάσω το μάθημα μην τραβιέμαι και του χρόνου πάλι!
Εργασία τόσο φορτική, βαρετή, ψυχοφθόρα, χρονοβόρα κτλ που σου αναπτύσσει κακοήθεις όγκους.
- 12 ώρες έκανα να την τελειώσω την κωλο-εργασία. Καρκίνος σκέτος σου λέω. Ελπίζω να το περάσω το μάθημα μην τραβιέμαι και του χρόνου πάλι!
Got a better definition? Add it!
Παίρνω χαμπάρι / γραμμή. Αντιλαμβάνομαι.
- Μα καλά είσαι τελείως βλάκας;! Πώς γίνεται να μην πάρεις πρέφα ότι σε βλέπει η μάνα σου ενώ τον παίζεις;!
- Είχα ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή ρε φίλε και απορροφήθηκα...
Got a better definition? Add it!
Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.
— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.
Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκλάβα, γκολ, γιάμπαλο, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κάκα, κλασμένος, κόκαλο, κομμάτια, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιώμα, μανουάλι, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούρνα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.
Got a better definition? Add it!
Ερωτεύομαι.
- Έχεις δει καθόλου τον Μήτσο; - Όχι, από τότε που τα 'φτιαξε με την Κατερίνα έχει χαθεί. - Έλα ρε, είναι σοβαρό δηλαδή; - Ναι, την έχει δαγκώσει την λαμαρίνα, μας βλέπω να 'χουμε αρραβώνες σύντομα.
Got a better definition? Add it!
Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.
- Άδειος είναι ο δρόμος ρε, σανίδωσε το! –Σανιδωμένο το 'χω αλλά δεν πάει άλλο, 900άρι Fiat είναι, τι περιμένεις;
Βλ. και φουλάρω, φέτα, τελικιάζω, πιάνω τελικές, κομμάτια, πηγαίνω, τέζα
Got a better definition? Add it!
Μπερδεγουέη / μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι: Μπερδεμένη κατάσταση, που δε βγαίνει άκρη.
- Ε πώς να γράψω καλά ρε μάνα μ' αυτήν την καθηγήτρια. Κάθε φορά που βγαίνω απ' την τάξη μετά το μάθημά της είμαι και πιο μπερδεγουέη!
- Τι μπαγουδέη παιδάκι μου μου λες... κάτσε διάβασε λέω 'γω!
Δες και μπερδεψοκατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Γρήγορα και πρόχειρα, όπως κι όπως, πατ κιουτ.
Αν απενεργοποιούσαν και τις νάρκες έτσι τσάτρα πάτρα, την είχαμε κάτσει τη βάρκα!
Got a better definition? Add it!
Γνωστή και σαν μουνοθύελλα και θεομουνία...
Καλά, χθες το βράδυ χτυπήσαμε βόλτα με το Βαγγέλη σε ένα άπαιχτο μαγαζί... σκέτη μουνοπλαγιά σου λέω!!!
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δηλώνει μια πονηρή πράξη που κάνει κάποιος και ιδιαίτερα την σεξουαλική.
Της αρέσει το σουλουμουτούκουμ τσιτσιρί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κουκούλωμα. Όταν μασάμε τα λόγια μας για ένα γεγονός/πρόσωπο/κατάσταση, «το κάνουμε γαργάρα».
- Τα 200 ευρώ που σου είχα δανείσει δεν τα θυμάσαι όμως, ε μαλακάκο; Τα κάναμε γαργάρα τα 200...
Got a better definition? Add it!