Further tags

Εργασία τόσο φορτική, βαρετή, ψυχοφθόρα, χρονοβόρα κτλ που σου αναπτύσσει κακοήθεις όγκους.

- 12 ώρες έκανα να την τελειώσω την κωλο-εργασία. Καρκίνος σκέτος σου λέω. Ελπίζω να το περάσω το μάθημα μην τραβιέμαι και του χρόνου πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω χαμπάρι / γραμμή. Αντιλαμβάνομαι.

- Μα καλά είσαι τελείως βλάκας;! Πώς γίνεται να μην πάρεις πρέφα ότι σε βλέπει η μάνα σου ενώ τον παίζεις;!
- Είχα ταυτιστεί με τον πρωταγωνιστή ρε φίλε και απορροφήθηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μέθη. Γίνομαι λιάρδα, δηλαδή μεθώ.

— Βγήκατε χτες; — Αν βγήκαμε λέει. Άσ' τα, αρχίσαμε και τα σφηνάκια, λιάρδα γίναμε όλοι. Ούτε να περπατήσουμε δεν μπορούσαμε.

Το μωρό ειναι λιάρδα, πίτα, ντίρλα, σσσκατά, κομμάτια, άσ\' τα να πάνε... (από vikar, 22/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτεύομαι.

- Έχεις δει καθόλου τον Μήτσο; - Όχι, από τότε που τα 'φτιαξε με την Κατερίνα έχει χαθεί. - Έλα ρε, είναι σοβαρό δηλαδή; - Ναι, την έχει δαγκώσει την λαμαρίνα, μας βλέπω να 'χουμε αρραβώνες σύντομα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.

- Άδειος είναι ο δρόμος ρε, σανίδωσε το! –Σανιδωμένο το 'χω αλλά δεν πάει άλλο, 900άρι Fiat είναι, τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπερδεγουέη / μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι: Μπερδεμένη κατάσταση, που δε βγαίνει άκρη.

- Ε πώς να γράψω καλά ρε μάνα μ' αυτήν την καθηγήτρια. Κάθε φορά που βγαίνω απ' την τάξη μετά το μάθημά της είμαι και πιο μπερδεγουέη!
- Τι μπαγουδέη παιδάκι μου μου λες... κάτσε διάβασε λέω 'γω!

Δες και μπερδεψοκατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορα και πρόχειρα, όπως κι όπως, πατ κιουτ.

Αν απενεργοποιούσαν και τις νάρκες έτσι τσάτρα πάτρα, την είχαμε κάτσει τη βάρκα!

Κάνω κότσο το μαλλί μου, και μαθαίνω στο παιδί μου, να μισεί τον Φρανκ Σινάτρα, να την βγάζει τσάτρα-πάτρα, οο. (από Khan, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει μια πονηρή πράξη που κάνει κάποιος και ιδιαίτερα την σεξουαλική.

Της αρέσει το σουλουμουτούκουμ τσιτσιρί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουκούλωμα. Όταν μασάμε τα λόγια μας για ένα γεγονός/πρόσωπο/κατάσταση, «το κάνουμε γαργάρα».

- Τα 200 ευρώ που σου είχα δανείσει δεν τα θυμάσαι όμως, ε μαλακάκο; Τα κάναμε γαργάρα τα 200...

τσακο ρε μαγκα οκτακοκια και καντινα γαργαρα τη δουλεια (από notheitis, 05/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified