Further tags

Όταν αισθάνεσαι ένα συνδυασμό σκοτεινού συναισθήματος κι απόγνωσης. Σε σημείο που να μη μπορείς να κάνεις τίποτα ώστε να το αλλάξεις / διορθώσεις. Όση προσπάθεια και να κάνεις, πάλι «ζόφος» θα 'ναι.

Επίσης, η κατάσταση που συναντάς σε μαζικούς χώρους, π.χ. στο Πανεπιστήμιο, η οποία ναι μεν είναι αφόρητη κι απάλευτη, αλλά και πάλι δεν κάνεις τίποτα, παραμένεις εκεί προσκολλημένος.

Ο τύπος που βαριέται αφόρητα... που στέκεται εκεί στο σημείο μηδέν χωρίς να σαλεύει. Ο τύπος που είναι σε φάση μη κατανόησης του τί συμβαίνει γύρω του.

Προσοχή! Όχι για καταστάσεις μεταφυσικές, που έτσι κι αλλιώς ψιλοχρησιμοποιείται, αλλά για τη καθημερινότητά μας.

Χρησιμοποιείται με το ρήμα: «κάνω».

Είσαι ζόφος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος ξύλου που δεν ανήκει σε καμία κατηγορία ή πολεμική τέχνη και δεν έχει κανόνες και αντιαθλητικά χτυπήματα.

Περιλαμβάνει από καρπαζιές, σφαλιάρες, μπουκέτα και φάπες μέχρι βρώμικα κλωτσομπουνίδια, καρεκλιές, κουτουλιές και ρουθουνιές (το χώσιμο του δείκτη και του μέσου στα ρουθούνια του αντίπαλου και το τράβηγμα της μύτης προς τα πάνω).

Εξ ορισμού είναι πολύ αντρικό ξύλο και γι' αυτό τσαντιές, νυχιές και μαλλιοτραβήγματα αποφεύγονται.

Και μου φέρνουν το λογαριασμό και τους λέω οτι δεν είχα μία, και μ' αρχίζουν σ' ένα ταβερνόξυλο που θα το θυμάμαι όλη μου τη ζωή. Το βλέπεις αυτό; Από αμόνι έγινε!

(από tribeklis, 18/01/11)ξύλο μετά μακαρονάδας... (από MXΣ, 08/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δυσάρεστη γεύση και αίσθηση γενικότερα στο στόμα, συνήθως μετά το πρωινό ξύπνημα.

- Φτιάξε ένα καφέ γρήγορα, γιατί χθες το βράδυ δεν έπλυνα τα δόντια μου και το στόμα μου από τα τζατζίκια είναι τσαρούχι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από μια παροιμία των Μάγιας, «τρεις το πούτσο κλαίγανε», που αναφέρεται σε τρεις γκόμενες του μακαρίτη! Σημαίνει στεναχώρια χωρίς ουσία, αφού δεν αλλάζει με κάποιο τρόπο. Και τελικά κάτι ανούσιο, ανάξιο λόγου.

- Να πάμε να διαμαρτυρηθούμε.
- Τώρα μάλιστα, τον πούτσο κλαίγανε...

θα καώ στο εξώτερο πυρ μ\'αυτά τα μύδια!! (από BuBis, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκαίνομαι χαζεύοντας κάποιον / κάτι.

  1. Το ζαχαρώνω αυτό το Volvo καιρό τώρα.

  2. (τραβεστί, τραγούδι, άσημος)
    - Πάψε να με ζαχαρώνεις, δεν μου κάνεις γι' αδερφή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το «παρτούζα».

  1. (www.angelfire.com) «40άρα θέλει πάρτυ με ούζα στον κώλο της...»

  2. - Τι θα κάνουμε απόψε Χαράλαμπε;
    - Δεν λες στην αδερφή σου να περάσει για τίποτα πάρτυ με ούζα;
    - Άααα, δεν πίνω απόψε! (άσχετη)

Πάρτυ με ούζα (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάμπα -- η απόκτηση αντικειμένου χωρίς αντάλλαγμα.

  1. - Βάλε voip να κάνεις τηλέφωνα (στο) τσαμπέ.

  2. - Πώς είναι δυνατόν ρε φίλε να τη βγάλει ένας άνθρωπος τσαμπέ στο κωλόμπαρο;
    - Αααα, μόνο αν η πουτάνα είναι η μάνα σου...

Μην σε καταλάβουν μόνο ότι ταξιδεύεις τσάμπα. (από Galadriel, 16/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρήση του λήμματος ως λιπαντικού.

  1. Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.

  2. - Χωρίς σάλιο θα σε πάρω πούστη... θά 'ναι σαν να σε περνάει τρένο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπιλιάρδο, το συνεχόμενο βάλσιμο πολλών μπιλιών.

- Χλαατς... πάρε και την κίτρινη...
- Έχεις γαμηθεί στο τζόγο ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάλλον βίαιη πράξη που χαρακτηρίζεται από combo κλωτσιδίων μετά μπουνιδίων. Γενικά, βρώμικο ξύλο.

-Και του βρίζω τη μάνα, και μ' αρχίζει στα κλωτσομπουνίδια. Μου πιάνεις λίγο την πάπια...;

Μπουνίδι (από Hank, 01/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified