Φεύγω, την κάνω. Από το παίρνω τον πούλο.
Εγώ την πουλεύω, γιατί είχα πει στην Τόνια πως θα πάω να δω τους γονείς μου και αν με δει εδώ, θα γκρινιάζει μέχρι αύριο.
Φεύγω, την κάνω. Από το παίρνω τον πούλο.
Εγώ την πουλεύω, γιατί είχα πει στην Τόνια πως θα πάω να δω τους γονείς μου και αν με δει εδώ, θα γκρινιάζει μέχρι αύριο.
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.
Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.
Got a better definition? Add it!
Συγκινούμαι βαθιά.
- Αχ Μπάμπη, θυμήθηκα χθες τον σκύλο που είχαμε στο χωριό και με πήραν τα σορόπια, μεγάλη γυναίκα...
- Πάλι μπάμιες;
βλ. και ζουμιά 1.
Got a better definition? Add it!
Κοινώς ο λογαριασμός / το κόστος.
(palavomares.blogspot.com)
Και τότε σκάει η λυπητερή. Τα παγωτά κοστίζουν 400δρχ. έκαστο...
(www.goalnet.gr)
...δεν ξέρουμε τι έκανε όταν άκουσε πριν από λίγο τη λυπητερή: Πρόστιμο 250.000 δολάρια για...
Δες και βασίλης.
Got a better definition? Add it!
Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Got a better definition? Add it!
Βλ. και τζιτζιλόνι
Got a better definition? Add it!
Η κατάσταση απόλυτης μέθης.
- Πώς πήγε το ραντεβού χθες ρε;
- Άσε ρε, ήπια κάτι ληγμένες ρετσίνες πριν βγω και έγινα ντέφι πριν την ώρα μου...
Got a better definition? Add it!
Η ερωτική πράξη. Το λες όταν δεν θέλεις κάποιος να καταλάβει τι λες, παρόλο που είναι μπροστά.
Προφανώς ξεκίνησε από κάποιον υδραυλικό που, όταν αργούσε να πάει σπίτι του γιατί ξενοπηδούσε, έλεγε στη γυναίκα του:
- Είχα μπλέξει σε μια οικοδομή και σωλήνωνα όλο το απόγευμα.
Η γυναίκα του φυσικά δεν ρωτούσε τίποτ' άλλο, γιατί πίστευε ότι καταλάβαινε τι έκανε ο άντρας της: υδραυλικές εργασίες...
Πού χάθηκες χτες, ρε; Σωλήνωνες πάλι;
Got a better definition? Add it!
Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.
Η σερβιτόρα παραπάτησε και μου 'φερε το δίσκο στο κεφάλι και μ' έκανε μουνί καπέλο! Η καριόλα...!
Δες και καπέλο.
Got a better definition? Add it!