Further tags

Σχετικά νέας κοπής και καλούα μαγκίτικο, πλην αλλ' όμως πολυφορεμένο, τελικά, υποκοριστικό του «εύκολο», που σημαίνει τόσο πιο εύκολο που και ποιος δεν μπορεί να το κάνει...

Για τη νέα γλωσσολογία του πράγματος: η λέξη μου κάνει λίγο γκέι και πάντως θηλυκής εμπνεύσεως.

Απ' ό,τι είδα στον γούγλη, είναι για κάποιον λόγο πολύ προσφιλής λέξη στα σάιτ με συνταγές μαγειρικής.

  1. Χριστουγεννιάτικο ευκολάκι
    Χρόνια πολλά! Ξεμπέρδεψα αργά με τα μελομακάρονα (σλουρπ!) οπότε είπα να κάνω κάτι γρήγορο στο νύχι. Είναι εύκολο οπότε σας το παρουσιάζω χωρίς πολλά λόγια! Να περάσετε τέλεια ό,τι κι αν κάνετε. Φιλιά!

  2. Κέικ Φουντούκι ευκολάκι
    Φ Α Ν Τ Α Σ Τ Ι Κ Ο ! ! ! Αν δεν το φτιάξατε ακόμη τι περιμένετε;;;;

  3. ένα ευκολάκι για βράδυ, γιατί σας παίδεψα τελευταίως...
    «Τι τρέχει μα δε μπορεί να περπατήσει;»
    Προσοχή ... μέχρι τις 11:00 το βράδυ δε θα μπορώ να βοηθήσω. Παίξτε λίγο μόνοι σας και θα' ρθω γρήγορα.ΕΕΕΕΕΕ !!!

  4. ΚΟΥΪΖ - Ποιος πρώην βουλευτής στην Ήπειρο ετοιμάζεται για Περιφερειάρχης; Για σήμερα σας έχουμε ένα κουιζ που μοιάζει... ευκολάκι! Πρώην βουλευτής στην Ήπειρο, αυτο-προορίζει τον εαυτό του για υποψήφιο Περιφερειάρχη στην περιοχή και ξεκίνησε τον αγώνα του, διαλαλώντας την πρόθεσή του στα... χωριά!

  5. Ο «Μπάτμαν» ξεκαθάρισε πως στόχος της «γαλανόλευκης» είναι να τερματίσει όσο το δυνατόν πιο ψηλά, ενώ σε ό, τι αφορά τους «πράσινους», τόνισε πως από μικρός ήταν Παναθηναϊκός, οπότε η απόφαση να φορέσει ξανά τη φανέλα με το τριφύλλι ήταν... ευκολάκι.

  6. Μετά τα ευκολάκια και κάτι πιο περίπλοκο, καλά μην φανταστείτε. Δεν είναι και διάστημα. ... Σκέφτηκα να σας μιλήσω για το ... πως μπορείτε να φτιάξετε κορνέ μιας χρήσης από λαδάκολλα μόνοι σας στο σπίτι.

  7. Makis Kalogiras ran 5 kilometers in 23 mins. Ευκολάκι!!!

  8. και από μας εδώ (λήμμα κάνω κάποιον μάγκα):
    Εξυπηρετώ κάποιον φίλο / γνωστό σε κάτι που καίγεται και για μένα είναι ευκολάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Υπερβολικά, πάρα πολύ.

Πωπω, πρέπει να κάνω την εργασία της Βιολογίας και βαριέμαι άθλια...

Got a better definition? Add it!

Published

Χειριστής Ελαστικής Λέμβου

- Τί ειδικότητα σου ήρθε ρε σκαπανέα; - ΧΕΛίστας μου ήρθε. - Θα σε φάει η αρμύρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό ιστορικό πρόσωπο ο Κεράσης, συγγενής του μπαρμπα-Τζάμπα, απόθανε κι αυτός ο καημένος και πήγε σε τόπο χλοερό. Κληροδότησε όμως τη σλανγκόσφαιρα με τούτη 'δω την έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται σε παρόμοιες περιστάσεις με εκείνη του προγόνου του, όταν δηλαδή θέλουμε να δικαιολογήσουμε τη μη παροχή ή διακοπή παντός είδους κεράσματος (εξ ου και το όνομα), τράκας και δεν συμμαζεύεται.

- Ρε φίλος, πέτα ένα Μάλμπουρο γιατί ξέμεινα..
- Ο Κεράσης πέθανε, σόρυ μαν..

Got a better definition? Add it!

Published

Συνήθως πάει μαζί με το «πολύ», δηλαδή «απλώνω πολύ τραχανά», και δηλώνει ότι έχω ανοίξει πολλές δουλειές ταυτόχρονα ή έχω ξεκινήσει πολλά καινούρια πράγματα.

Άπλωσες πολύ τραχανά και δεν τα προλαβαίνεις, βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published

Αποχαύνωση, τεμπελιά, τέρμα χαλάρωση, μαστουροκατάσταση, χύμα στο κύμα, ρέκλα, ενδεχομένως υπό συνθήκες και μουργέλα.
Ρήμα: μαλαγρώνω.

Η μαλάγρα είναι ένα φυτό σαν το φλόμο, που χρησιμοποιείται για να θολώνει τα νερά και να ζαλίζει τα ψάρια, ώστε να πιάνονται εύκολα.

Τη λέξη την έχω ακούσει μόνο από δυο άτομα πριν κάτι χιλιάδες (κοντά δεκαπέντε, είκοσι) χρόνια, κάνοντας διακοπές σε ένα χωριό του Πηλίου. Τα άτομα προφανώς ήταν μαλαγρωμένα κάργα. Πίνανε διαρκώς μπάφοθς, χυμένοι στο κύμα, και κάθε δέκα λεπτά περίπου κάποιος έλεγε νωχελικά: «Μαλάάάγρα» ή «Μαλάγρωσα» ή «Μαλαγρώσαμε».

Την είχα χρόνια ξεχασμένη και τη ξαναθυμήθηκα προσφάτως με τυχαία αφορμή. Δεν ξέρω πόσο δόκιμη είναι, ούτε είμαι σίγουρη τι ακριβώς-ακριβώς σημαίνει (συνειρμικά συμπεράσματα βγάζω), αλλά τέλος πάντων δεν την έβγαλα από το μυαλό μου (δεν ξέρω αν την έβγαλαν από το μπαφιασμένο τους μυαλό οι δυο μαλαγρωμένοι).

Όποιος ξέρει περισσότερα, ας τα πει.

Με έχει πιάσει μια μαλάγρα απίστευτη.

η συνταγή!!! (από gaidouragathos, 22/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ειρωνικά όταν κάνεις κάτι που είναι συνήθως οφθαλμοφανές και σε ρωτάνε τι κάνεις.

- Τι κάνεις γονατιστός στο πάτωμα, Γιάννη;
- Απλώνω τραχανά... Τι κάνω ρε Μαρία; Μου έπεσε ο αναπτήρας και ψάχνω να τον βρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος είναι πάρα πολύ μπερδεμένος και σε σύγχυση, σαν να έχει συμβεί τρικυμία μέσα στο μυαλό του.

Ποια ανάπτυξη να έρθει; Εδώ η κυβέρνηση έχει πάθει τρικυμία στο κρανίο!

σκίτσο από το βιβλίο του Τάκη Καλονάρου "Η ευτυχία του να είσαι Έλληνας" (από xalikoutis, 23/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική version του της πουτάνας που χρησιμοποιείται κατά κόρον από μη Κρήτες και τείνει να αυτονομηθεί εκ της Νήσου.

Αλιεύματα εκ του διαδικτύου:

- ΕΠΑΕ ΤΣΙ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΘΑ ΓΕΝΕΙ!!!

- Εδώ γίνεται τσι πουτάνας και μυρωδιά δεν πείραμε

- Τσι πουτάνας θα γίνει εκείνη τη μέρα ααχαχαχαχαχαχαχαχαχ (Mes;)

- !shocked! !shocked! !shocked! abraam: ελα ελααααα, θα γινει τσι πουτ@νας! /jumper/. Τίγρης: ωπα-ωπα .....εγινε τσι πουτανας ;sohappy; ;sohappy; ;sohappy;.

(από MXΣ, 08/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος του παντελονιού όπου μπαίνει το πόδι. Κοινώς, κάθε παντελόνι έχει δύο μπατζάκια. Απ' την άλλη, ο πληθυντικός «τα μπατζάκια», ακριβώς επειδή περιβάλλουν τα πόδια μας, χρησιμοποιούνται σε διάφορες περιπτώσεις για να δηλώσουν ότι χρειάζεται να τρέξουμε, ότι είμαστε εκτεθειμένοι κτλ.

Τα μπατζάκια χρησιμοποιούνται ως συνθετική λέξη σε φράσεις όπως:
«Πήραν φωτιά τα μπατζάκια μας»: την έχουμε άσχημα.
«Του τρέχουν τα λεφτά από τα μπατζάκια»: είναι τόσο πλούσιος που του περισσεύουν χρήματα.

(από HardcoreGR, 07/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified