Further tags

Ο πολύ ανδροπρεπής, ο άντρακλας. Ή τουλάστιχον αυτός που προβάλλει ένα συγκεκριμένο εμφανισιακό στυλ που εξαίρει χαρακτηριστικά ανδροπρέπειας.

Σχηματίζεται με την βοήθεια της γαλλοπρεπούς κατάληξης -ουά (κατά το γαλλικό -ois), η οποία ψιλοπαίζει στην ελληνική αργκό, βλ. λ.χ. το ξενερουά, ίσως και το σελεμουά. Πολύ πιο συνηθισμένη είναι η γαλλοπρεπής κατάληξη , που μας δίνει το συνώνυμο αντρικέ. Κττμγ εδώ η γαλλοπρεπής κατάληξη λειτουργεί κάπως υπονομευτικά. Εφόσον τα γαλλικά (όπως άλλωστε και το πιάνο) θεωρούνται γενικά ως ένα στοιχείο κουλτούρας και εκλέπτυνσης, η τοποθέτηση γαλλοπρεπούς κατάληξης μπορεί και να σημαίνει είτε ότι η αντρίλα είναι επιτηδευμένη και τεχνητή, είτε ότι διαμεσολαβείται από ένα θηλυκό ή λεπταλέο βλέμμα. Υφαρπάζεται, επομένως, ο μασίφ χαρακτήρας της αντρίλας. Από την άλλη βέβαια, η χρήση γαλλικών τύπων, ειδικά καταλήξεων, είναι παλιό φαινόμενο στην ελληνική αργκό.

Τρίβιο: Αποτελεί αγαπημένη λέξη στην ιδιόλεκτο του κομμωτή Τρύφωνα Σαμαρά, για να δηλώνει στυλ μαλλιών, ή γενικότερα εμφανισιακό στυλ με το οποίο καλείται να ταιριάξει ένα στυλ κόμμωσης.

  1. βρισκω τρομερα σεξυ αυτον που κανει το δημαρχο της σπιναλογκας....μου βγαζει αυτο το αντρουα αλλα το σικατο αντρουα...οχι τη βαρβατιλα....αυτη την ευγενεια ταυτοχρονα.τη γνωση που θες να θαυμαζεις...νομιζω πως αν ημουν γυναικα εκεινης της εποχης ακριβως με εναν τετοιον θα ημουν ερωτευμενη.... (Εδὠ).

  2. Τρύφωνας Σαμαράς: α) «Ο αδελφός μου είναι πολύ αντρουά, δεν έχει σχέση με μένα». (Εδώ).

β) «Μου πάει το αντρουά ,δεν μου αρέσει το τσαχπίνικο» .. (Εδώ).

γ) «Η φούστα στον Τζιμπρίλ Σισέ δεν έδειχνε άσχημα, γιατί ο Σισέ είναι αντρουά. Έχει να κάνει με το πώς το υποστηρίζει ο άλλος». (Εδώ).

  1. Φαίη Σκορδά: «Ο Καραφώτης ταιριάζει στην Μελέτη γιατί είναι πιο αντρουά!» (Εδώ).

  2. - Τσίπρας: Θα κάνω τα πάντα για να παραμείνει η Ελλάδα στο Ευρώ!
    - Τι αντρουά ρε παιδί μου ο Αλέξης! Μέχρι το φεγγάρι ακούστηκε το χέρι που χτύπησε στο τραπέζι! (Εδώ).

  3. (κάποια εκεί στην χα πρέπει να του πει [σ.ς.: του Ηλία Κασιδιάρη] ότι δεν είναι κ πολύ αντρουά ατάκες αυτές κ ότι πρέπει να σταματήσουν τις αντρίλες εκεί στ' αποδυτήρια γιατί θα του μείνει κάνα κουσούρι). (Τζήζαντας στο χρησοί αβγύ).

Όταν είσαι αντρουά, όπως ο Τζιμπρίλ Σισέ, μπορείς και να υποστηρίξεις μια φούστα άμα λάχει... (από Khan, 17/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε λιγότερο στον ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας Οδυσσέα Ανδρούτσο και περισσότερο στις ανδροπρεπείς λεσβίες, σε αυτό, δηλαδή, που στα Χανοχώρια ονομάζουμε butch, ήτοι τον ένα πόλο όσων λεσβιακών σχέσεων έχουν και καλούα butch & femme χαρακτηριστικά.

Υποτίθεται λαδή ότι σε κάποιες λεσβιακές σχέσεις (ασφαλώς όχι σε όλες) η μία γυναίκα αναλαμβάνει τα παραδοσιακώς αντρικά χαρακτηριστικά (butch, αγγλιστί), ενώ η άλλη τα παραδοσιακώς γυναικεία χαρακτηριστικά (femme). O όρος butch πιθανώς προέρχεται από το αγγλικό butcher= χασάπης, χρησιμοποιήθηκε σε κάποια περίοδο για να δηλώσει το σκληρό αντράκι, χαμίνι, τον ζόρικο τυπά, πρβλ. Butch Cassidy, ενώ από την δεκαετία του 1940 απέκτησε στα αγγλικά την σημασία της ανδροπρεπούς λεσβίας. Ο όρος femme προέρχεται από την γνωστή γαλλική λέξη για την γυναίκα, αλλά κυρίως στα αγγλικά έχει συσχετιστεί με τον όρο butch ως έτερος πόλος του.

Περιττό να είπωμε ότι παρόμοιοι όροι εκλαμβάνουν τις λεσβιακές σχέσεις με όρους φις - πρίζα, και έτσι τις αποστερούν από την ιδιάζουσα γοητεία τους που έγκειται ακριβώς είτε στην εναλλαγή των ρόλων είτε στην εν γένει απροσδιοριστία τους. Πρόκειται δηλαδή για έναν φαλλογοκεντρικό τρόπο να εκληφθούν οι λεσβιακές σχέσεις, που ακριβώς λόγω του ότι αναπαράγει τα πατριαρχικά και στρέιτ στερεότυπα σε σχέσεις που επιχειρούν να τα υπερβούν, επιβιώνει συντηρητικώς στην γλώσσα, και δη την αργκοτική (που συχνά είναι συντηρητικότατη παρά την εντύπωση για το αντίθετο). Στα ελληνικά δεν έχουμε έναν αδιαφιλονίκητο τεχνικό όρο, όπως το αγγλικό butch. Πιο κοντά σε τεχνικό όρο φαίνεται να είναι το νταλίκα (το οποίο πανηγυρίζεται και από τις ίδιες τις λεσβίες), ενώ κάποιες πιο ασθενείς μεταφορές περιλαμβάνουν τα νταλικέρης, φορτηγατζής, σουγκλάκος κ.ά., που ακριβώς λόγω του ότι αποτελούν ασθενείς μεταφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για στρέιτ γυναίκες που αντροφέρνουν διεκδικώντας παράλληλα το να είναι γκόμενες σε στρέιτ αντρικά μάτια. Επίσης, συνώνυμα είναι τα αρσενικιά και αρσενίκω, ενώ τα δίπολα λέσβω / λεσβόγκα- λεσβάκι και σβόγκα- σβάκι (με σλανγκική αποκοπή) ενδέχεται να περιγράψουν butch- femme κατηγοριοποιήσεις. Το αντρούτσος είναι λιγότερο τεχνικό και συνηθισμένο από το νταλίκα, ωστόσο λέγεται και μάλιστα αποδίδει πλήρως την θεωρούμενη ανδροπρέπεια της τζιβιτζιλούς με μάλλον σκωπτική διάθεση, ενώ, αντιθέτως, το αντράκι διαθέτει μάλλον θετικό πρὀσημο, όπως παρατηρείται εδώ.

Πάντως, ακόμη κι αν για λόγους κορεκτίλας πετάξουμε τον όρο αντρούτσος από την πόρτα, μπορούμε να τον επαναφέρουμε από το παράθυρο χωρίς να θιγούν οι κορεκτιλάτες ευαισθησίες, και αυτό τουλάστιχον με δύο τρόπους:

  1. Η γυναίκα- αντρούτσος μπορεί να επανεκδραματίσει μια παλιότερη τραυματική στρέιτ σχέση που είχε η ερωμένη της, τώρα όμως ως θετική εμπειρία. Ήτοι το θυματοποιημένο πλην τίμιο σβάκι ενδέχεται να έχει μπλοκαριστεί από το να κάνει σχέση με άντρα, λόγω της βάναυσης συμπεριφοράς προηγουμένων εραστών- θυτών της (ενίοτε ακόμη κι από το οικογενειακό περιβάλλον της!). Ο αντρούτσος θα αγρεύσει τις ερωμένες της μεταξύ παρόμοιων ευαίσθητων would-be σβακίων, υποδεικνύοντας είτε και με λόγια, είτε μόνο αντιστικτικώς μέσω της άψογης συμπεριφοράς της, ότι «όλοι οι άντρες είναι γουρούνια» και το μη χοίρον βέλτιστον, «πούτσος καλός μόνο πλαστικός» και τα ρέστα δονητάρια.

Γιατί «μες στο τεράστιο σώμα της είχε μια αθώα καρδιά» ο αντρούτσος μας. Αυτό που την χαρακτηρίζει είναι ο σεξουαλικός αλτρουισμός, δηλαδή και η διάθεση και το know-how για να διαβεί ατραπούς ηδονjής πρώτα και κατεξοχήν το σβάκι, και δευτερογενώς η ίδια. Το οποίο έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την μπρουτάλ εγωιστική συμπεριφορά των αρσενικών, με τους οποίους ο αντρούτσος μόνο εμφανισιακά (και όχι ορμονικά) ομοιάζει. Ενώ δηλαδή η γυναίκα αντρούτσος θα έχει κάποια παραδοσιακώς αρσενικά χαρακτηριστικά, όπως το να είναι ιππότης, να είναι προστατευτική, να δίνει σημασία στην ερωμένη, να την «τρώει με τα μάτια», να επιμένει να γνωρίσει το σβάκι καινούργιους τόπους και εμπειρίες σε όλο το φάσμα της ζωής, δρώντας ως Πυγμαλίων, αυτό που την διαφοροποιεί από τον άντρα εραστή είναι ακριβώς το επίμαχο σημείο, το κρεβάτι, όπου ο αντρούτσος, θα απαρνηθεί την ιδιοτέλεια, θα κάνει προκαταρκτικά όσο μια ταινία Αγγελόπουλου (με καθαρό χρόνο και όχι συμπεριλαμβάνοντας τις πίπες), δεν θα κοιμηθεί μετά κ.τ.ό., ενώ πέρα από την διάθεση, θα έχει και την τεχνογνωσία για να ευχαριστήσει καυλύτερα την σύντροφὀ της. Ο σύνολος συνδυασμός ανδροπρέπειας και ευαισθησίας θα κάνει το σβάκι να αναγνωρίσει ότι «ένας άλλος εραστής είναι δυνατός και τον θέλουμε» και μέσω αυτής της αισίας επανεκδραμάτισης θα λυθούν ίσως τα όποια τραύματα είχε από προηγούμενες σχέσεις με άντρες.

  1. Ο αντρούτσος- butch μπορεί να περιγράφει όχι μια φις - πρίζα πάγια δομή μιας σχέσης, αλλά έναν περιστατικό ρόλο που μια λεσβία αναλαμβάνει στο πλαίσιο ενός role-playing (που λέμε και στα Τζιβιτζιλοχώρια). Πρόκειται δηλαδή περισσότερο για ένα στερεότυπο εμφάνισης, που η λεσβία ιδιοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται παγίως μαζί του στο κρεβάτι ή στην υπόλοιπη συμπεριφορά. Ως εμφάνιση το butch αντρουτσοειδές στυλ είναι αρκετά συχνό.

Ένας αναγεννησιακός αντρούτσος είναι μηλαρού με τραγιάσκα (δόκιμη ή και μεταφορική), έχει προγούλι- διπλοσάγονο, και ντύσιμο αγγλάρα Tomboy από το Manchester, κατεβάζει μπυρόνια και περιπτερόμπυρα, είναι δε πάντα σε ετοιμότητα να παίξει ξύλο ένεκα η αγαπημένη της. Επίσης, διακρίνεται για μια συμπεριφορά αγοριού- εφήβου παρωχημένων δεκαετιών, λ.χ. δίνει ρέστα στο ποδοσφαιράκι και δη το κοκορέτσι. Βοηθάνε και οι μικροαστικές ή καυλύτερα οι προλεταριακές πολιτικές τοποθετήσεις.

Κυκλοφορεί, όμως, και σε διανοουμενέ στυλάκι με κοντοκουρεμένο αγορίστικο μαλλί, κομψό κυριλέησον ντύσιμο και ατάκες- ψαγμενιές λατέρνατιβ υπερκουλτουρίασης.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η και καλούα αντρική επιμονή του αντρούτσου να κάνουν συνέχεια σεξ, επειδή δεν αντέχει να την βλέπει και καυλώνει, και η χρήση προσποιητά χυδαίων εκφράσεων γύρω από το σεχ, που όμως σε κάποια περίφτωση δεν αίρουν τον σεξουαλικό αλτρουισμό της. Αντιστοίχως, το σβάκι επιδεικνύει συμπεριφορά τρομερής προσκόλλησης στον αντρούτσο της, και ακόμα κι όταν αυτή είναι καταπιεστική και την κακομεταχειρίζεται (για χάρη του παιγνίου ρόλων), το σβάκι την υποστηρίζει έναντι των επικριτικών ματιών τρίτων, επιδεικνύοντας μια για τους έξω παράλογα ηρωική επιμονή, όπως υποτίθεται ότι δείχνουν οι πουτάνες για τον νταβατζή τους, ή κάποιες στερημένες γυναίκες για αυτόν που τους πήρε την παρθενιά και ταλιμπάν.

  1. Ουουουυυυ τι να σου πω κούκλες είναι.....
    φυσικά αυτές οι θεές που βλέπεις σε τσόντες μόνο λεσβίες δεν είναι, αν δεις καθαρόαιμη λεσβία θα καταλάβεις τι εννοώ. Φορτηγατζής ένα πράμα, πολύ κοντό μαλλί, χοντρές κλπ κλπ. Και ούτε να δουν άντρα...
    Φαντάσου το αντίστοιχο της κραγμένης σε γυναίκα όμως, δηλαδή αντρούτσος. (Εδώ).

  2. Η άλλη ήταν εντελώς str8 πριν από αυτή τη σχέση όμως άμα τη δεις είναι ένας αντρούτσος με τα όλα του και αν εξαιρέσεις το μίσος της για τις λεσβίες κατά τα άλλα δεν είχε πρόβλημα π.χ. να φιλιέται δημοσίως. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανώμαλος, αυτός που έχει παρεκκλίσεις.

  1. Απίστευτος πλέιερ, ελέγχει τον μισό νομό. Σκοτεινούλης, επίσης, Ανωμαλάκιας. Απαγορευμένα πάρτι, σαδομαζό, τέτοιες φάσεις. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024, σ. 82).
  2. Λίγο ανωμαλάκηδες. Λίγο ημιεπαγγελματίες φαφλατάδες. Και γενικά. Λίγο λίγοι· Αλλά στην τελική με γεια σας με χαράς σας. Ρε γαμημένοι. Δεν πειράζει, μπράβο σας. (Εδώ).
  3. Ο ανωμαλάκιας ό διπολικά διαταραγμένος Βασιλακόπουλος πρέπει νά έχει γραφείο τελετών αυτός ή ή γυναικα του ή άλλο στενό συγγενικό του πρόσωπο,αλλιώς δέν εξηγείται ή εμμονή του γιά τόν θάνατο.”θεωρούμε ότι 40 νεκροί είναι οκ”.Κανονικά δέν χαίρεται κανείς όταν πεθαίνει άνθρωπος. Εκτός άν πρόκειται γιά πολύ μισητό πρόσωπο όπως τόν γουρλομάτη,οπότε δικαιολογείται ή φράση “κακό ψόφο νά ‘χει”. (Μακελειό).
  4. Δε το'πιασα.Τι υπονοείς με τις παραπάνω φωτογραφίες;Ότι το μέρος το'καναν μπουρδέλο ή ότι κάποιος ανωμαλάκιας αρέσκεται να..."παίζει" με τα προφυλακτικά;Με δαυτές ζητάς κιόλας την επέμβαση εισαγγελέα; Πες μου,διότι κτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο,για να καταλάβω γρυ.. (Athens Indymedia).
  5. Ένας ανωμαλακιας εδώ μέσα θέλει να φιλάει πόρνες..... Ρε μπαγασες μπας και τις πάτε και για κάνα φαγητό μετά ?? (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Μαμαδογιαγιαδίστικος χαρακτηρισμός του επιδειξία. Παλαιάς κοπής βεβαίως βεβαίως, σήμερα είναι πλέον σε αχρηστία.

  2. Επίσης μαμαδογιαγιαδίστικος χαρακτηρισμός για τους ομοφυλόφιλους. Χρησιμοποιείται ακόμα από ομοφοβικούς και ταλιμπάν όλων των θρησκευτικών αποχρώσεων.

Πέον να σημειωθεί ότι τόοοτε δεν είχε και τόσο αρνητική χροιά όσο σήμερα, ήταν μάλλον μία (ψευδο)επιστημονική προσέγγιση βασισμένη στις αντιλήψεις της εποχής. Αρκεί να θυμηθούμε ότι γιατροί και επιστήμονες θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία «ασθένεια» κι έψαχναν τρόπους θεραπείας, από ψυχανάλυση μέχρι ηλεκτροσόκ.

  1. Να πας να μου πάρεις δύο αβγά και 100γρ καφέ. Κάτσε να σου δώσω την αυγοθήκη να σου βάλει μέσα τα αβγά. Και πρόσεξε μην τα σπάσεις. Και να του πεις «είπε η γιαγιά μου τα αβγά να είναι φρέσκα» και τον καφέ να σου τον κόψει εκείνη την ώρα, να μην σου δώσει απ' αυτούς που έχει έτοιμους σε σακουλάκι, να του πεις «η γιαγιά μου μού είπε να είναι φρε-σκο-κομ-μέ-νος», το θυμάσαι; έτσι να του πεις! και να μετρήσεις τα ρέστα -μη σε κοροϊδέψει- δύο δραχμές να σου δώσει πίσω και ένα πενηνταράκι. Και να μην πας να κόψεις δρόμο από το πάρκο, μπορεί να είναι κανένας ανώμαλος και να σου δείξει το τσουτσούνι του. Από τον δρόμο να πας, από την μέση του δρόμου, να σε βλέπω απ το παράθυρο.

  2. - Κάτσε να δούμε αυτό το έργο, για να καταλάβεις, αυτή η ξανθιά, όταν ήταν μικρή την βίασαν και μετά έγινε ανώμαλη και αγαπάει αυτήν, που είναι αρραβωνιασμένη με ...
    - Τι ανώμαλη ρε θειά! λεσβία είναι!
    - Οχι-όχι! είναι καλό κορίτσι, αν δεν την βίαζε εκείνο το κάθαρμα δεν θα γινόταν ανώμαλη.
    - Χαϊντάααα!

Ε μα πχια! (από Khan, 09/05/13)(από Khan, 07/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα της οποίας τα θέλγητρα παραπέμπουν στην γνωστή ιέρεια του έρωτα και η οποία διανθίζει την κατά τα άλλα βαρετή αναπαραγωγική διαδικασία με διάφορες τεχνικές, αξεσουάρ και ειδικά εφέ.

Στον δρόμο που χάραξε η Τσιτσιολίνα.

Η Αυτής Εξοχότης Cicciοlina (από allivegp, 30/11/09)Δρόμος στα Μελίσσια (από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαίες φυλές, συγγενείς των Βησιγότθων και των Οστρογότθων αντίστοιχα, που αποσχίστηκαν από τις φυλές τους λόγω της αδιαφορίας τους για τα τσεκούρια και τους πολέμους και της παράφορης εμμονής τους για τα βυζιά και τους γοφούς (κώλους-μπούτια τα πάντα όλα) αντίστοιχα.

Έπειτα από την απόσχισή τους, καταλαβαίνετε ότι, λόγω της πολυγαμικότατης ζωής τους, αφιερώθηκαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη στο αχαλίνωτο πήδημα και σαν φυλή αναμίχθηκε και χάθηκε. Τα γονίδιά τους όμως τα κληρονομήσαμε όλοι και σώζονται μέχρι σήμερα.

Για αυτό και χαρακτηρίζουμε σήμερα σαν Οστρογόφο κάποιον που αδιαφορεί γενικά για το μπούστο και τρελαίνεται με τις απανταχού μπουτοκωλάρες και, ανάλογα, Βυζιγότθο αυτόν που ξεφεύγει με τη θέα των βυζιών και συνήθως δεν μπορεί να κοιτάξει ποτέ μια βυζαρού στα μάτια όταν του μιλάει.

  1. - Τι θα έλεγες για μια ισπανική αγόραρέ μου;
    - Μπα είμαι ξερός Οστρογόφος, οπότε σκύψε και αρχίζω τη λίπανση.

  2. - Γεια τι κάνεις Μπάμπη;
    - Εεε, γνωριζόμαστε;
    - Ε, που να με θυμάσαι φατσικά, προχθές που μου μίλαγες για την ορειβασία μόνο τα βυζιά μου κοίταζες..
    - Σόρρυ, αλλά μπέρδευα τα όρη!

Δες και κωλάκιας, βυζάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια λέξη που βγαίνει από το γυναικείο μαστό (βυζί) και από τη λαγνεία.

Ο βυζολάγνος είναι αυτός που το πρώτο πράγμα που κοιτάει στη γυναίκα είναι τα βυζιά, δώσ' του βυζί και πάρ' του την ψυχή.

-Ρε μαλάκα γνώρισα μια χτες με κάτι βυζάρες... άσε!
-Πω πω, μην με φτιάχνεις τώρα, αφού ξέρεις ότι είμαι βυζολάγνος!

(από joe909, 09/12/11)(από Khan, 28/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατ' εξοχήν μουνάκιας, ο άντρας που δείχνει τη λατρεία και την αφοσίωσή του στο μουνί με το να το προσκυνάει (με την καυλή έννοια), να το γλείφει και να το περιποιείται με μεράκι.

Στις θετικές συνδηλώσεις το ότι ευχαριστιέται με το που ευχαριστιέται η γυναίκα και το ότι έχει έναν ενθουσιασμό για το μουνί. Γιατί γλειφομούνι μπορεί να κάνουνε πολλοί, αλλά δεν είναι όλοι γλειφομουνάκηδες. Για το τελευταίο χρειάζεται ενθουσιασμός, know how και διάδραση με την παρτενέρ. Ο γλειφομουνάκιας τρόπον τινά κληρονομεί γλωσσικώς τα ιδιώματα του β΄ συστατικού του, του μουνάκια. Για να το θέσω καντιανά τε και cunt-ιανά (καλό, ε;), ο γλειφο-μουνάκιας είναι ο άντρας που θα αντιμετωπίσει το μουνί πάντοτε ως σκοπό και ουδέποτε ως μέσο, λ.χ. ως μέσο για να πηδηχτεί τε και επιδειχτεί, εκτονωθεί, νιώσει άντρας κ.τ.λ. Ο γλειφο-μουνάκιας είναι πέραν ακόμη και του σεξουαλικού αλτρουισμού, καθότι η ηδονή του ταυτίζεται με το μουνί και την ηδονή του μουνιού ως αυτοσκοπό. Από τον μουνάκια έχει πάρει επίσης την εκλέπτυνση, καθώς, το λέει κι η λέξη, έχει εκλεπτυσμένο ουρανίσκο, και την επισφαλή ισορροπία συνδυασμού ευαισθησίας και ανδρισμού.

Στα caveat το να μη μετατραπεί το πάθος σε μουνοδουλίαση, καθώς γενικά στις αντρικές παρέες του γλειφο-μουνάκια θα αιωρείται πάντα η υποψία μήπως εντέλει αυτός έχει διαβεί τον μουνορουβίκωνα κι έχει ήδη καταστεί μουνοείλωτας, εξάλλου ο γλειφομουνάκιας δεν προσαρμόζεται ακριβώς στο σεξιστικά προσδιορισμένο ανδρικό ιδεώδες του μπήχτη/ γαμίκου κ.τ.ό., δίχως όμως και να αποκλείεται να συνδυάζει τα χαρακτηριστικά αυτά.

  1. Δεν ξέρω τι έχω πάθει τελευταία. Μου φαίνεται πως έχω σεληνιαστεί! Όσο μπόι μου λείπει τόση καύλα περισσεύει... Σιχάθηκα την κωλοπολιτική. Ακούω «αυτοδιοικητικά» και βγάζω φλύκταινες. Δεν αντέχω άλλο τα μπιμπερά και τα κωλόπανα! Και προπαντώς βαρέθηκα τη γυναίκα μου! Θέλω να πετάξω τα δασκαλίστικα σακάκια και να χωθώ βαθιά στη λάσπη. Γουστάρω με τρέλα να γίνω ελεεινός γλειφομουνάκιας! [...] Προχθές καμάκωσα μια τύπισσα άπαιχτη. Κλασική περίπτωση ανεμώνας. Μουνάρα όσο τη βλέπεις, χωρίς να την έχεις. Κι άμα πας να την πιάσεις γίνεται μπουχός. Εγώ, όμως, την κρεβάτωσα! Μεγάλη μου μαγκιά! [...] Κατά της μία το πρωί, κει που την είχα ξεθεώσει στ’ αεροπλανικά, έπαθε υπογλυκαιμία και με ρώτησα τι γλυκά έχω σπίτι. [...] Γμτ μου, τι φταίω που η μανούλα μου μ’ έκανε φαρμακοτσούτσουνο κι όχι γλυκοτσούτσουνο; (Απ' το κρυφό ημερολόγιο του Δείμου).
  2. INE KATI ALLO NA LES TIS EGLIPSA TO MUNAKI KE MU ARESE TRELATHIKA KE KATI ALO NA LES OLES AFTES TIS MALAKIES PU IPE. EGO IME DILOMENOS GLIFOMUNAKIAS KE TO MONO PU ME ENDIAFERI INE NA PERNAO KALA ME TA MUNAKIA STI GLOSA MU KE AN TIHI KATI PARAPANO KALOS NA TIHI, MUNAKIDES EHO GLIPSI TO MUNAKI TIS Α. KE TIS K. ALLA KE TIS S. PIO PALIA KE TO KORITSI KAVLONI KE HINI MIA HARA. (Από σάη για ενήλικες).
  3. Συνεργασία με ΠΑΣΟΚ δεν είναι μια... «νέα Βάρκιζα»! Τεταμένη ήταν η κατάσταση κατά τη διήμερη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με το κρισιμότατο θέμα των συμμαχιών του κόμματος.
    Σχόλιο: καλα χαλασμενα φαρμακα εχει παρει αυτος και ολο το συναφι των 300 γελοιων? τυμβορυχοι ειναι? τι εχει να μας πει για την αποκατασταση της εθνικης αντιστασης? τι εχει να μας πει για τους παλαιολογους? τι εχει να μας πει για τους 300 του λεωνιδα? (αν του επιτρεψει ο γλυφομουνακιας ο αδωνις). (Από το ksipnistere).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως ανήκον στο ιδίωμα της BDSM κοινότητας (σαδομαζοχιστές- bondage), αποτελεί μια προσπάθεια να μεταφερθεί στα ελληνικά ο αγγλικάνικος όρος switch

Το άτομο που αντλεί ικανοποίηση και απόλαυση αλλάζοντας κατά το δοκούν ρόλους από υποτακτικό σε κυριαρχικό και αντίστροφα. Αποσαφήνιση: Γίνεται αναφορά σε εναλλαγή ρόλων και όχι προσανατολισμού διότι είναι μάλλον αδύνατο να μιλήσει κάποιος με βεβαιότητα για συγκεκριμένο προσανατολισμό στην περίπτωση των switch. Παραταύτα, εντός της BDSM-ικής κουλτούρας η έννοια switch προσλαμβάνεται ως αυτόνομη ιδιότητα (status) με τις δικές της διακριτές ιδιαιτερότητες και λειτουργίες.

Εδώ

Switch: ον του οποίου η επιθυμία και δυνατότητα για ερωτική επικυριαρχία εναλλάσσεται με την επιθυμία και δυνατότητα για ερωτική υποταγή, ανάλογα με την ερωτική ισχύ του καθενός που το προσεγγίζει ερωτικά. Λειτουργεί ενεργειακά ως διακόπτης, συχνά χωρίς έλεγχο ή συναίσθηση του γεγονότος. Κάποιες φορές νιώθει ενοχές για τη λειτουργία του αυτή, κυρίως λόγω της προκατάληψης που υπάρχει εναντίον των switch, σχετικά με την αυθεντικότητά τους.

εδώ

Απόσπασμα ιστορίας: Σε λίγο ήσουν κιόλας εκεί... χύθηκα στην αγκαλιά σου με το που σε είδα. Χαιδεύω το πρόσωπό σου, κοιτάζω τα μάτια σου που τόσο μου έχουν λείψει και σε φιλάω. Ενα φιλί βαθύ και γεμάτο. Όπως μόνο εμείς ξέρουμε. Δεν αργούμε να φτάσουμε σπίτι. Ανοίγω τον υπολογιστη για να βάλω μουσική και σε ακολουθώ στο μπάνιο. Αλλάζεις κι εγώ όπως είμαι ντυμένη κάθομαι πάνω στη λεκάνη. "κάτσε μωρό μου, θέλω να κατουρίσω","ε κατούρα!" σου απαντάω με χαμόγελο κατεβάζοντάς σου το εσώρουχο. [...] Σχόλιο: Το να μιλήσω εγώ είναι μάλλον περιττό, αφού κατέθεσαν την άποψή τους οι ανωμαλότεροι των ανωμάλων του φόρουμ! Μας ιντριγκάρισες και έχουμε ένα σωρό απορίες! Υπάρχει διακόπτης στη συγκεκριμένη ιστορία; Θέλεις όντως να κρύψεις το σημάδι; Γιατί διαβάζοντάς σε, κάτι μου λέει πως θα το κυκλοφορείς "παρασημότερο" και από το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Αγίου Μάρκου του Μεγαλομάρτυρος; Κυρίως όμως και πρώτα απ' όλα: γιατί, ρε πουλάκι, μου μας κατακαυλώνεις πρωί πρωί;;;;; ;)

Got a better definition? Add it!

Published

Ενεργοπαθητικός είναι ένα άτομο που του αρέσει τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό σεξ και μπορεί να εναλλάσσεται μεταξύ των δύο σε σεξουαλικές καταστάσεις. Ο όρος flip-flop ή flip fuck συνήθως περιγράφει την εναλλαγή από ενεργητικός σε παθητικός κατά τη διάρκεια μιας σεξουαλικής συνεύρεσης μεταξύ δύο ανδρών.

Από εδώ: ενεργοπαθητικός, παίρνω και τους δύο ρόλους, φετίχ τα γυναικεία εσώρουχα ατριχος..

Η ενεργοπαθητικότητα είναι μια έννοια του τρόπου ζωής. Η ενεργοπαθητικότητα, ωστόσο, δεν περιορίζεται στις απλές πράξεις της πρωκτικής, στοματικής ή κολπικής διείσδυσης, αλλά περιλαμβάνει επίσης τον διαχωρισμό των καθηκόντων και των ευθυνών στη σχέση.

Σύμφωνα με ορισμένους, το να ζεις έναν ενεργοπαθητικό τρόπο ζωής συνεπάγεται κάποιο άνοιγμα σε νέα πράγματα και αντίθεση στις ταμπέλες, τα στερεότυπα και τις γενικεύσεις. Επομένως, αυτή η έννοια διαφέρει από τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις όπου η σεξουαλική συμβατότητα δεν ξεκινά με το να μαντέψουμε ποιος θα καταλήξει ως ενεργητικός ή παθητικός. Σε αυτοπεριγραφές ανδρών που αναζητούν σεξ με άλλους άντρες, μπορεί να αναφέρουν τον εαυτό τους ως versatile ενεργητικό ή versatile παθητικό, εκτός από τη χρήση άλλων όρων.

Got a better definition? Add it!

Published