Είδος ζεστού τονωτικού ροφήματος με προέλευση το χωριό Αγιάσος της Λέσβου του οποίου η συνταγή περιλαμβάνει διάφορα μπαχαρικά (όπως κανέλλα κλπ), αλλά παραμένει κρυφή.
- Στρατέλ'... πιάσε από ένα καϊνάρι στα παιδιά...
Είδος ζεστού τονωτικού ροφήματος με προέλευση το χωριό Αγιάσος της Λέσβου του οποίου η συνταγή περιλαμβάνει διάφορα μπαχαρικά (όπως κανέλλα κλπ), αλλά παραμένει κρυφή.
- Στρατέλ'... πιάσε από ένα καϊνάρι στα παιδιά...
Got a better definition? Add it!
Εκτός από τη γνωστή έννοια, στην Κρήτη σημαίνει και στάχτη (από ξύλο) και χρησιμοποιείται στη ζύμη για τα κουλουράκια ώστε να γίνονται πιο αφράτα και κρατσανιστά. Τώρα γιατί το λένε έτσι, αφήνω τη φαντασία σας ελεύθερη. Εγώ νομίζω πως, για κάποιο λόγο, στο συλλογικό φαντασιακό των Κρητών το γκρίζο χρώμα της στάχτης παραπέμπει στα γκρίζα μαλλιά των γέρων που συνήθως είναι άλουστοι. Ίσως ο Χαλ να ξέρει να μας πει κάτι συγκεκριμένο.
- Στα κουλουράκια η μάνα μου βάζει πάντα αλουσιά, γι' αυτό γίνονται έτσι νόστιμα.
- Αλουσιά;;; Μπλιάξ!!!! Τι είν' αυτή η αηδία;
- Ηρέμησε ρε πούστη, στάχτη είναι.
- Καλά, άσε, δεν θα πάρω.
- Είσαι και πολύ μαλάκας, μη σώσεις να δοκιμάσεις. Λες και σου είπα ότι βάζει σκατά μέσα.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.
-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.
-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.
Got a better definition? Add it!
Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.
Στίχοι Τζίμη Πανούση:
«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»
Got a better definition? Add it!
Μπάφος κορωνίδα της κατηγορίας που οι χασίστες και φουντικοί ονομάζουν «διφυλλάκια».
Αποτελείται από 2 τσιγαρόχαρτα, το ένα κάθετα κολλημένο στην άκρη του άλλου δίνοντας την εικόνα του Τ (και όχι του σταυρού που θα ήταν και λάθος κατασκευαστικά) και με την δέουσα (δις) βεβαίως... γόμωση.
- Φτιάσε ένα ταφάκι ρε για καπάκι...
- Ωραία ιδέα... και δεν το φτιάχνεις;
Got a better definition? Add it!
Το πολύ καλής ποιότητας χόρτο, από την Κρήτη. Το ουσιαστικό (χόρτο ή μπάφος) παραλείπεται, όχι μόνο για slangικούς λόγους, αλλά για να μην καταλάβει ο κόσμος για τι πράγμα μιλάνε.
- Παίζει καθόλου κρητικό;
- Μπα, δυστυχώς όχι. Μόνο αλβανικό της κακιάς ώρας.
Got a better definition? Add it!
Λέξη της κρητικής για τα άνοστα, ανούσια και μη χορταστικά φαγητά.
Μήπως από το σαχλός;
Αν ήξερε η μάνα μου ότι τώρα τρώω σούσι, θα έσκαγε που μου αρέσουν αυτά τα σουχλοφάητα, έτσι τα λέει.
Got a better definition? Add it!
Συνθηματικό για το μαύρο ελληνικής προέλευσης, και συνακολούθως ΑΑ ποιότητας - το αντίθετο της μπουρούχας.
Ο διαχωρισμός οφείλεται αφενός στην τραγικά λανθασμένη άποψη πως ο,τιδήποτε ελληνικό είναι εξ ορισμού καλύτερο, αφετέρου στη δυστυχώς σωστή άποψη ότι το μαύρο το οποίο εισάγεται (και στην Ελλάδα το εισαγόμενο είναι 90% από Βαλκάνια, κυρίως Αλβανία) είναι προΐόν μαζικής και σχεδόν βιομηχανικής παραγωγής, με όλα τα φυτοφάρμακα και την τσαπατσοδουλειά που αυτό συνεπάγεται, και αφετρίτου στο ότι, ως φυσικό προϊόν και σαν το καλό κρασί, το καλό μαύρο δε νοείται να είναι αγνώστου προελεύσεως.
(Πάω νύχτα στο περίπτερο ν' αγοράσω καπνό και χαρτάκια. Παρακείμενος αργόσχολος, με το που βλέπει τα Rizla, επεμβαίνει και κλείνει μάτι.)
- Κοπελιά, θέλεις τίποτα μαζί μ' αυτό; Έχω πράμα που σαλεύει!
- Ε... εγώ δεν... τι;
-Έλληνα έχω!
- Άντε να το σκάσουμε, παιδιά, είναι και ονομασία προελεύσεως ελεγχόμενη! Μυλοπόταμος!
(παφ)
- Τι... τι... τι Μυλοπόταμος και κουραφέξαλα, ρε; Έλληνας είναι αυτός; Αυτό κάνει μπαμ από χιλιόμετρα ότι είναι μπουρούχα Αλβανίας. Θα βρωμίσουμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραλλαγή του υποβρυχίου, όπου αντιστρέφονται οι όροι και το ποτήρι πληρούται βότκας με προσθήκη ζύθου (ή άλλου παιδικού ροφήματος) σε σφηνάκι.
Το παρόν ποτό, αρχικώς κυκλοφορούσε ως ρωσικό υποβρύχιο, πλην όμως μετονομάστηκε σε Κουρσκ ως ελαχιστος φόρος τιμής στην ρωσική ναυτοσύνη και στα ρωσικά USB συκώτια μετά την τραγωδία του ομώνυμου ρωσσικού πυρηνικού υποβρυχίου τον Αύγουστο του 2000.
Το υποβρύχιο Κουρσκ βυθίστικε αύτανδρο στα νερά του Αρκτικού Ωκεανού στις 12 Αυγούστου 2000.
Η κατάληξη των καταναλώνωντων
- Άσε, κέρασε χθές ο Παρχαρίδης 6 γύρες Κουρσκ και γίναμε σανίδια!
Got a better definition? Add it!
Πληθυντικός του ντεπόν.
- Έλα, μάνα, πάρε μου και ντεπά τώρα που θα έρχεσαι γιατί πάει να σπάσει το κεφάλι μου...
Got a better definition? Add it!