Further tags

Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η πολύ χοντρή γυναίκα, κυρίως η πολύ βυζαρού.

  2. Η γυναίκα που μοιάζει με αγελάδα, άλλως η κλαραμπέλ.

  3. Η μαύρη και κρεμαστή πλαστική 25άλιτρη νταμιτζάνα την οποία γεμίζουμε νερό και κρεμάμε σε ένα γερό κλαδί που λιάζει, ώστε να έχουμε ζεστό νερό στο ελεύθερο κάμπι (το μαύρο χρώμα απορροφά το φως του ήλιου και έτσι το νερό ζεσταίνεται, να μην πω καίει τρελά).

  1. Ρε πστ!, δεν το πιστεύωω, ΠΑΛΙ ξέχασες να φέρεις την αγελάδα; ΠΑΛΙ πρέπει να τρέχουμε σε αυτό το φριχτό ταβερνάκι να πλενόμαστε;

Got a better definition? Add it!

Published

Το εξαιρετικό στο είδος του, το άξιο θαυμασμού, το όμορφο, το καλό και ποιοτικό. Χρησιμοποιείται για καταστάσεις, αντικείμενα, αλλά και εκδήλωση θαυμασμού προς το αντίθετο φύλο. Λέξη μπαλαντέρ που ταιριάζει σε σωρεία καταστάσεων.

Προσωπική μου άποψη είναι ότι σχετίζεται άμεσα με το Α' των παλαιάς σχολής βαθμολογιών, και το ΑΑΑ' των καρπουζιών που συνηθίζεται να πωλούνται από την καρότσα αγροτικού, σε πλατώματα εθνικών οδών.

Μερικοί νεαρότεροι γλωσσοπλάστες επιμένουν να το θεωρούν συνώνυμο με το εντελώς άσχετο εργαλείο αλφάδι το οποίο χρησιμοποιούν ως εναλλακτική λέξη με την ίδια σημασία.

  1. - Το ποτό είναι νέφτι τελείως, θα πεθάνουμε απόψε...
    - Τι λες ρε; Το δικό μου είναι άλφα.

  2. - Τον κώλο πως τον βλέπεις απέναντι;
    - Άλφα...

(από GATZMAN, 25/09/10)(από GATZMAN, 25/09/10)(από GATZMAN, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφορά αυτή λοιπόν χρησιμοποιείται για τους μουνόδουλους, τα όντα που όταν δουν οτιδήποτε θηλυκό γίνονται μπουχοί και το παίρνουν από πίσω. Περιγράφει γλαφυρά την δύναμη της γυναίκας και την επιρροή της πάνω στο ανδρικό φύλο.

Εγώ πάντως το εκλαμβάνω ως εξής: ο άντρας για να ρίξει σεχ θα κάνει ότι πιο μαλακισμένο θέλημα του ζητηθεί από το εν λόγω θηλυκό.

— Πάει και ο Σάκης, τον είδες; Όλα τα ψώνια τις πληρώνει.
— Μουνόδουλος τέζα. Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Galadriel, 14/09/12)

Βλ. επίσης και το μουνί σέρνει καράβι και το αιδοίο σύρει πλοίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων προέρχεται από εδώ, από εκεί κι από αλλού.

ἁβροβάτης: λουγκρίτσα με κουνιστό βάδισμα [> αβρός (τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ)]
ἁβροβόστρυχος: λουγκρίτσα με κοριτσίστικα κοτσιδάκια κοτσίδες (> αβρός (τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα))
ἀγγεῖον: μουνί
ἄμβων: Το μουνόχειλο [> ανά + βαίνω]
ἄντρον: η σπηλιά, το μουνί
ανασεισίφαλλος: η φραπεδιάρα (> ανασείω + φαλλός)
ἀνασύρτολις: η Άντα που κάνει τα πάντα ἀπεψωλημένος: ο αισχρός, ο ξεψωλιάρης. ἀπόψυγμα: σκατό [> αποψύχω (αφήνω κάτι να κρυώσει] ἀποψωλέω: επιδεικνύω την βάλανο την ψωλής μου όπου βρω, λατινιστί: praeputium retrahere alicui [> ψωλή]
ἄροτος: το γαμήσι [> όργωμα]
ἄτρητον: το ξεσκισμένο μουνί [α- επιτακτικό + τρωτόν]

βδέω: κλάνω [> βρωμάω]
βληχώ: το μουνάκι [ > βληχή (αρνάκι μαλλιαρό)]
βορβορόπη: Βρωμομούνα ή βρωμόκωλη (> βόρβορος + οπή) βουβονιῶ: καβλώνω[> βόμβων (πρήξιμο)]
βρῦσσος: μουνί-αχινός [> βρύσσος (αχινός)]
βυττός: μουνί-βαρέλι [> βυττός (βαρέλι)]

γεῖτον: μουνί-μαχαλάς
γίγαρτον: κλειτορίδα [> γίγαρτον (κουκούτσι σταφυλιού)]
γλωττοδεψέω: το γλειφομούνι [> γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
γογγύλη: το καλοσχηματισμένο βυζί [> ολοστρόγγυλη]
γυναικοπίπης: ο μπανιστιρτζής [> γυναίκα + οπιπτεύω]

δέλτα: το μουνί, λόγω σχήματος και γονιμότητας.
δελφύς: το μουνί [> βολβός, αγριοκρεμμύδο]
δίδυμος: το αρχίδι [> δις]
διθυραμβοχάνα: το ραψωδικό μουνί-βόρβορος
δορίαλλος: το μουνί
δέλτα: το μουνί
δρομάς: τροτέζα [> δρόμος]

ἑδρόστροφος: πούστης που σου τουρλώνει τον κώλο του [> έδρα + στρέφω]
εἰλίπους: γκομενα που λικνίζει τους γλουτούς της.
ἐκμιαίνω: χύνω [> εκ + μίασμα]
ὲπανθούσα: το ανθηρόμουνο
ὲπιδερμίς: το μουνί
ἐσχάρα: το μουνί [> από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
εὔπυγος: γκόμενα με κώλο αναφοράς [> ευ + πυγή]
εὔστρα: το μουνί [εύστρα = σφαγείο όπου καψαλίζουν τα ζώα]

ἡδονοθήκη: το μουνί

θύρα: το μουνί

ἴακχος: το βακχικό ή τραγουδιστό μουνί
ἱπποπόρνος: Πληθωρική πουτάνα, έφιππη πουτάνα
ἰσθμός: το μουνί που σέρνει καράβι

κασσωρίς: πουτανίτσα [> κάσις (αδελφός, εταίρος)]
κῆπος: το μουνί[ > κήπος (μεταφορικά μουνί)]
κίνουρης: αυτός που περπατά κραδαίνοντας την ψωλή του σαν γύφτικο σκεπάρνι [> κινέω + ουρά]
κόκκος: η κλειτορίδα
κοσμάριον: το μουνί-στολίδι [κοσμάριον = στολίδι]
κτένιον: το μουνί-εδώ-ο-κόσμος-χάνεται
κύντερος: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
κυσαρόν: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κῦσθος: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κυσολαμπίς: το φωτεινό μουνί [> κυσανῶ (γαμώ)]
κύων: η ψωλή [ > κύω (γεννώ)]

λαικαστής: ο έκφυλος [ > λαι (επιτατ.) + πασχητιάω (επιζητώ μίξη παρά φύση)]
λέχριος [ > λέχριος (λεχρίτης)]
λεωφόρος: η πουτάνα
ληκώ: Η ψωλή λοπάς: το μουνί [> λοπάς (πιάτο)]
λόχμη: το τριχωτό μουνί [> λόχμη (θάμνος)]

μανιόκηπος: γκόμενα νυμφομάνα [ > μανία + κήπος (μουνί)]
μέλαθρον: το μουνί
μῖνθος: το σκατό (> μίνθος (ανθρώπινο περίττωμα)
μύζουρις: η τσιμπουκλού[> μυζάω + ουρά (πέος)]
μυλλός: το μουνί [> μύλλος (χείλος)]
μυρρῖνον: το τριχωτό μουνί [> μύρρα (μυρτιά)]
μυρτοχειλίδες: το μουνί μου μοχχοβολάει
μῦσχος: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]
μυσχάνη: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]

ὄλεθρος: το μουνί

πανδοσία: Η Άντα που κάνει τα πάντα [> παν + δίδω]
πασιπόρνη: πόρνη που παίρνει τους πάντες
πελλάνα: το μουνί [> πέλλα (δέρμα κατεργσμένο)]
περιβασώ: η γυναίκα που καβαλάει τον άνδρα κατά το φίκι-φίκι [> περί + βαίνω]
πίττα: το μουνί με απ' όλα [> πίττα (κολλώδης ουσία, ρετσίνα)]
πιθηκαλώπηξ: ο μπαγαπόντης [> πίθηκος = αλώπηξ]
πλύμα: η ξεπλένω πουτάνα της εσχάτης υποστάθμης [πλύμα (ξέπλυμα)]
πορνοκόπος: ο μπουρδελιάρης
πορνομανής: ο μπουρδελιάρης
πόσθων: ο πουτσαράς [ > πόσθη (πούτσος)]
πτυχή: το μουνί
πτωχελένη: το φτωχομπινεδιάρικο πουταναριό πυγιστής: ο κωλομπαράς [> πυγή]
πύλη: το μουνί της κολάσεως

ῥαφανιδόω: χώνω ραπανάκια στον κώλο κάποιου. Αρχαία τιμωρία για την μοιχεία [ > ῥάφανος (ραπανάκι)]
ῥωποπερπερήθρας: ο φλύαρος, ξερόλας [> ρώπος (φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]

σλακανδρος: το μουνί
σαυλοπρωκτιάω: περπατάω κουνώντας τον κώλο μου.
σαῦλος: ο κουνιστός, η κουνίστρα.
σκύλλη: πουταναριό, σκυλί.
σποδηριλαύρα: σκατοφάγος [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
σῦκον: το προσφιλές σε όλους μουνί.

τέτανος: η ψωλή η καυλωμένη τιτίς: το μουνί (κυριολεκτικά, το πουλάκι που κελαηδά)

χαλκιδῖτις: η πολύ φτηνή πουτάνα, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
χοιροπωλεώ: γουρουνιάρα καριόλα [> χοίρος]

- ΕΥΜΕΝΙΟΣ: Αφού γλωττόδεψε την εύπηγο πλην βορβορόπη Λάουρα, η κασσωρίς Λίλιαν μου ξηγήθηκε πιθηκαλώπηκομυζουριά ! Έφτυνα αποψύγματα !

- ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Τουλάστιχον εμείς οι λαικαστοί αβροβάτες πλένουμε την ληκώ τα δίδυμά μας πριν! Λέμε τώρα...

« Ω πασιπόρνη και κάπραινα και σαπρά...» (Έρμιππος, απόσπασμα)

«Ειπέ μοι, ω πόσθων εις τον σαυτού πατέρ’ άδεις;» (Αριστοφάνης, Ειρήνη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αφορά στον πολιτικό προσανατολισμό τινός, αλλά στην εκ γενετής προδιάθεση των γεννητικών του οργάνων του να τείνουν προς τα αριστερά ή δεξιά του παντελονιού.

Πρόκειται για κλασική ερώτηση που κάποτε έθεταν στους πελάτες τους οι τελούντες πλέον υπό εξαφάνιση ράφτες.

- Από τα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν οι Φραγκοράφτες που έραβαν τις «ευρωπαϊκές» ενδυμασίες. Οι Φραγκοράφτες αντικατέστησαν σιγά-σιγά τους αμπατζάδες και από τις αρχές του 20ου αιώνα κυριάρχησαν εντελώς στην παραγωγή των ενδυμάτων. Φραγκοφορέθηκα, έλεγαν στην Μικρά Ασία, ντύθηκα Ευρωπαϊκά. Φραγκιά έλεγαν την Γαλλία και γενικά την δυτική Ευρώπη. Ο φραγκοράφτης έφτιαχνε ανδρικές φορεσιές. Έπαιρνε με τη μεζούρα τα μέτρα του πελάτη. Μετρούσε: στήθος, πλάτη, μάκρος, μανίκια, καβάλο. Ρώταγε «είσαι δεξιός ή αριστερός;» Έβαζε σημάδια πάνω στο ύφασμα και το έκοβε...
(εδώ)

- Δεν ξέρω αν είμαι αριστερός ή δεξιός. Νομίζω πως δεν χωράω πουθενά, αλλά καλού-κακού θα ρωτήσω το ράφτη μου.
(εκεί)

- Πιστεύω ότι «δεξιά κι αριστερά» υπάρχει σήμερα μόνο στα…ανδρικά παντελόνια..που γίνονται με παραγγελία στο ράφτη. Κι αν λάβουμε υπόψιν ότι στην πλειοψηφία οι άνδρες αγοράζουν έτοιμα τα παντελόνια τους αντιλαμβάνεστε το αποτέλεσμα…
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οργιαστική κραυγή που εκστομίζει κάποιος όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το υποκείμενο ή αντικείμενο του πόθου και της εμμονής του

Τι κοινό έχουν η καψούρα για ένα Λίλιαν, το κόλλημα με την μπάλα, το πάθος για τα αυτοκίνητα ή τις μηχανές η ακατάσχετη λημματοδοσία, ο κάθε φανατισμός (πολιτική , θρησκεία, οικολογία) και η ανορθολογική επιθυμία να αγοράσεις εδώ και τώρα το τελευταίο iPod; Σε κάθε περίπτωση, ο εγκέφαλος υφίσταται μια μεθυστική χημική καταιγίδα νευροδιαβιβαστών όπως η ντοπαμίνη και ορμονών όπως η ωτυτοκίνη (στις γυναίκες) και η βασοπρεσίνη (στους άνδρες).

Με άλλα λόγια, οι αντιδράσεις του οργανισμού κυριολεκτικά προσομοιάζουν αρρώστια!

Δυστυχώς ή ευτυχώς κάθε τέτοια αρρώστια είναι παροδική γιατί, στην αντίθετη περίπτωση όπως επισημαίνει σχετικό άρθρο η ανθρωπότητα θα είχε σταματήσει στο Μεσαίωνα και οι Γιαλόμες θα εργάζονταν επί 24ώρου βάσεως, για να θεραπεύσουν τις πνευματικές μας βλάβες.

«Θρύλε είσαι αρρώστια μου μεγάλη, είσαι ζάλη στο μυαλό» (αλιεύτηκε στα διαδίχτυα)

Ιστορία μου αμαρτία μου λάθος μου μεγάλο είσαι αρρώστια μου μες στα στήθια μου και πώς να σε βγάλω (Μουσική: Γιώργος Μανίσαλης, Στίχοι: Κώστας Ψυχογιός)

Ένα ομαδικό πίπωμα, ήταν απόλυτη αρρώστια 5 απίστευτες μουνάρες γονατιστές να κάνουν πίπες με όλη τους τη τέχνη σε 9 ψωλές και να τρίβουν τα μουνάκια τους! Ρεβεγιόν με παρτούζα στην Πάτρα
(αμαν αυτές οι Πατρινές!)

Σήμερα λοιπόν στην πόλη του Newcastle, είχε γαμώ τις λιακάδες, έπαιζε και η Newcastle United και γινόταν πανικός στο κέντρο. Βγήκα λοιπόν για καφέ. Ααααχ αρρώστια. Μπήκε η Ανοιξη και οι Αγγλίδες απο ξέκωλες λόγω της φυλής τους τώρα κυκλοφορούν με minimum ένδυση. Πολύ χαλαρωτικό το view, ειδικά μετά από μια κουραστική εβδομάδα.
(Το παλλικάρι αυτό παθαίνει αρρώστια με ... αγγλίδες! Ας του δώσει κάποις μια να συνέλθει!)

(από Galadriel, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται όταν είσαι αραχτός, σε κανα καφενείο, ή σε παραλία, ή σε μπαράκι, και βλέπουν τα μάτια σου κάτι που σε ξελιγώνει αλλά δεν τό' χεις, δεν τό'χεις... Περιορίζεσαι λοιπόν στο να μονολογήσεις ή να πεις στον διπλανό σου ή (αν έχεις το απαιτούμενο θάρρος / θράσος) προς το αντικείμενο του πόθου: «Αυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις;», με συνώνυμα τα έεετσι!, σωραίος, κλπ, με συμπλήρωμα το «Ω ρε μάνα μου» ή το «τσ-ξςςςς!...» και με βαθύτερη έννοια το «'Ε ρε και νά 'χα τη χάρη σου μπαγάσα... (Θα ήμουν ο πιο γαμάω απ' όλους σας, κλπκλπ)».

Έκφραση βαυκαλισμού ή μεμψιμοιρίας ή μαγκιάς. Εξαιρετικά διαδεδομένη.

  1. Περνά το πλοίο της γραμμής έξω από ένα νησί. Οι επιβάτες χαζεύουν το τοπίο και κολλάνε σε μια σπιταρώνα χτισμένη πάνω στην θάλασσα με δέκα στρέμματα γύρω της δικά της.
    - Αααυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις; Αυτά είναι. Να τό' χα εγώ αυτό και σού 'λεγα μετά αν θα ταξίδευα με το πλοίο της γραμμής...

  2. Γέρος στο καφενείο. Περνάει η Λίλιαν απ' έξω.
    - Αααχ... Αυτά είναι μάνα μου, αυτά είναι. Συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά...
    - Ουναμουχαθείς, σκατόγερε!

Got a better definition? Add it!

Published

Η κατακλείδα για ότι σου τη σπάει, σε χαλάει, δηλαδή για τα πάντα ΟΛΑ. Το κερασάκι που ξεχειλίζει το ποτήρι όλων αυτών που αν δεν υπήρχαν, ο κόζμος θα ήταν -με τα χίλια- καλύτερος.
Προς το παρόν πάντως, χιλιάδες είναι τα παραδείγματα μ' αυτές τις μάστιγες. Στα σόσιαλ μύδια γίνεται απίστευτη χρήση, δεν έχω δει μεγαλύτερο κόλλημα απ' αυτό. Τόσο που άρχισε η κριτική απ' τα μέσα:

  • Και καλά "μάστιγες" στο twitter - αυτή η μάστιγα. (εδώ)
  • Η φραση "αυτη η μαστιγα" εχει καταντησει μαστιγα οντως εδω μεσα. ευκολακι αλλα κουρασε και ξεφτυλιστηκε πια. βρειτε αλλο moto. (εδώ)

Προέρχεται από το Αττίλας, «Η μάστιγα του θεού».

-Τι θα ψηφίσεις αύριο;
-ΣΥΡΙΖΑ φυσικά.
-Που μένεις;
-Ζυρίχη.
Αυτή η μάστιγα.
#ekloges2015_round2

-"κ"κ"Εσωτερικατζήδες. Αυτή η μάστιγα ... ΕΔΩ
-Πεφτασυννεφάκηδες ... αυτή η μάστιγα #newgovGR
-Συριζαίοι να αποθεώνουν τον Καμμένο, αυτή η μάστιγα. #GreekElections
-ΣΥΡΙΖΑία πρωτόζωα. Αυτή η μάστιγα.
-Κρετινισμός και φαντασιώσεις σεισάχθειας. Αυτή η μάστιγα...
-Πασοκοι.. Αυτή η μάστιγα. Πάλι κυβέρνηση βγάλανε..#ekloges2015_round2
-"Προφητείες Λεβέντη" *Αυτή η μάστιγα*
-Σελφι στικς στο παραβάν. Αυτή η μάστιγα #GreekElections
-Αναποφάσιστα γίδια, *αυτή η μάστιγα*
-φασιστες στη βουλή *αυτη η μάστιγα* #GreekElections
-Απόστρατοι υποψήφιοι βουλευτές, *αυτή η μάστιγα...*
-Αριστερές κυβερνήσεις με φασίστες πολίτες, *αυτή η μάστιγα.*
-Αριστεροι με δεξιες τσεπες, *αυτη η μαστιγα.*
-Κομματόσκυλα - *αυτή η μάστιγα.*
-Σημαιοφόροι έξω από εκλογικά. *Αυτή η μάστιγα!*
-Τι να ψηφισω... *Αυτη η μαστιγα!*
-Να έχεις ψηφίσει και να συνεχίζεις να είσαι στους αναποφάσιστους, *αυτή η μάστιγα...*
Εγκυρες δημοσκοπήσεις. Αυτή η μάστιγα!!!ΕΔΩ
-Πλούσιος και αριστερός.... *Αυτή η μάστιγα..*
-έλληνες του εξωτερικού *αυτή η μάστιγα*
-Reunion σε παιδότοπο *αυτή η μάστιγα*.. #οπονοςτηςμανας
-Χοντρες χορευταρουδες, *αυτη η μαστιγα*
-Να θες να γουρουνιασεις και να μην υπαρχει τιποτα της προκοπης *αυτη η μαστιγα*
FΒ αυτή η μάστιγαεδώ
-Φεισμπουκο-ακαουντ στο τουιτερ! *Αυτή η μάστιγα..*
-μαγκακια στο τουιτερ κότες στη ζωη *αυτη η μάστιγα*
-Κοινωνικά δίκτυα, *αυτή η μάστιγα.*
-"Ασχολούμαι συνέχεια με το κινητό μου", *αυτή η μάστιγα*
-Χάκινγκ, *αυτή η μάστιγα.*
-Απίστευτο – Περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν απο selfies παρά από καρχαρίες: Selfies, *αυτή η μάστιγα.*

-Να σε αγαπάνε και να θελουν να σε αλλαξουν αυτη η μάστιγα...: «Κ συ κατα βάθος εισαι φιλελέ ως το μεδούλι, απλά η αριστεροσύνη "γράφει" καλύτερα..» (εδώ)

-Να ξυπνάς και να μην βρίσκεσαι στην αγκαλιά του. Αυτή η μάστιγα.
-Ρομαντικα τουι.. αυτη η μαστιγα
-ερωτες στα χρονια των σοσιαλ μηντια αυτη η μαστιγα
-«Αφήστε με να ολοκληρώσω». Αυτή η μάστιγα.
-Μεγαλοπιασμένες βλάχες χειρότερες και απο νεοπλουτους.. αυτη η μαστιγα ...
-Ρακέτα-Ρακέτα, αυτή η μάστιγα! ΕΔΩ
-Πατάτες τηγανητές αυτή η μάστιγα!
-φταρνισμα, αυτη η μαστιγα..
-Επιπεφυκίτιδα. Αυτή η μάστιγα.
-Νεκρός κτηνοτρόφος από κεραυνό. αυτη η αρχαια μαστιγα
-Η γελοία ψεύτο δυναμη του πελάτη. αυτη η ελληνική μάστιγα
-Κλαρινογαμπροί στο χώρο εργασίας αυτή η μάστιγα

-Χίπστερς, αυτή η μάστιγα... #bitch_party
-Gothoμεταλάδες... *αυτή η μάστιγα*...
-Μεταλλάς με αμάνικο, χωρίς σουτιέν. *Αυτή η μάστιγα.*
-Φουσκωτοί και κοντοί *αυτή η μάστιγα*
-Γκρούπις Λαυρέντη, *αυτή η γελοία μάστιγα*
-οι μαλακίες για τους σελέμπριτις *αυτή η μάστιγα*
-Μαλλί στραβελλάκη *αυτή η μάστιγα* #enikos #live
- Ελληνες δημοσιογράφοι, πολιτικοί και τραγουδιστάδες, *αυτή η μάστιγα*. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγείς είναι φτάσουν 90 χρονώ

Η «Κάπως δύσκολη» καθημερινότητα, αυτή η μάστιγα

-μαζάνθρωποι αυτή η μάστιγα
-Βάλε πλάτη να βάλουμε κώλο να μας βάλουν χέρι αυτή η μάστιγα
-Μνησικακία. Αυτή η μάστιγα
-Επιλεκτική ερμηνεία, αυτή η μάστιγα...
-Ενθουσιώδεις αθρώποι, αυτή η μάστιγα
-Γυναίκες αρπακτικά. Αυτή η μάστιγα.
-Πουτανάκι να παλεύει να παρκάρει με το τζίπ του θείου αυτή η μάστιγα
-αβυζες σερβιτορες.... αυτη η μαστιγα....
-Πεοζητιανες. Αυτη η μαστιγα. ΕΔΩ

-"Άντρες" που έρχονται γυμναστήριο με καυτό σορτσ ... αυτή η μάστιγα ... για μαστίγωμα! Α κ κλωτσιές...
-Αντρες που ασχολουνται με ζωδια. Αυτη η μαστιγα!
-Αντρες που κανουν χειροτερα και απο γκομενες με περιοδο, αυτη η μάστιγα
-Άντρες που ανεβάζουν περισσότερες σελφι από γυναίκα. Αυτή η εμετική μάστιγα.
-Άντρες που πίνουν γλυκά κρασιά και περιμένουν να βγάλουν γκομενα, αυτή η μάστιγα
-Ομοφοβικά σκουπίδια, αυτή η μάστιγα ...

-Κακή εώς καμία ορθογραφία αυτή η μάστιγα.
-ΟκτώΜβριος. Αυτή η μάστιγα.


Σημειώσεις:
1.Ο Khanος χρησιμοποίησε την έκφραση εδώ κι εκεί.

2.Ακούς Χαλικού;

  • -Απο που είσαι;
    -Απο Κρήτη.
    -Αχ μίλα μου λίγο κρητικά.
    Αυτή η μάστιγα.

  • Κρήτη αυτή η μάστιγα!

  • Αριστερή που μιλά με κρητικό (νεο) φιλελεύθερο, ανφόλο για να μην τα πάρω χειρότερα. Κρητικοί, αυτή η μάστιγα.

Πηγή τουίτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ σωστό, πολύ καλής ποιότητας, λα κρεμ ντε λα κρεμ. Επίσης, ωραία κατάσταση.

- Πώς το βλέπεις το γκομενάκι;
- Αφρός... σού 'κατσε δικέ μου, για ξεχειμώνιασμα ό,τι πρέπει...

(από nick, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified