Further tags

  1. Ως γαλατάδικο αποκαλείται το πολύ πρωϊνό (ξημερώματα ή/και πριν φέξει ακόμα) δρομολόγιο αεροπορικών και ακτοπλοϊκών γραμμών, το οποίο κατά κανόνα αφορά προορισμούς εντός των συνόρων μίας χώρας. Η εξήγηση της μεταφοράς είναι απλή: Όπως τα παλαιά εκείνα χρόνια ο γαλατάς ξεκίναγε το δρομολόγιο του στα μαύρα σκοτάδια για να αφήσει τη μπουκάλα στο κατώφλι των καταναλωτών-συνδρομητών, έτσι και τα εν λόγω μεταφορικά μέσα ξεκινούν νωρίς προκειμένου οι επιβάτες να είναι στη σωστή ώρα στον προορισμό τους για να πάρουν πρωϊνό. Λέμε τώρα...

  2. Επίσης, αναφορικά με την ώρα που ξεκινάνε, ως γαλατάδικα αποκαλούνται και οι πολύ πρωϊνές ενημερωτικές εκπομπές της τηλεόρασης -ο συντάκτης του παρόντος λήμματος επιφυλάσσεται ως προς την αντίστοιχη ονομασία των ραδιοφωνικών εκπομπών, αν και φαίνεται εκ πρώτης όψεως λογικό να τις πιάνει κι αυτές. Ο συνειρμός με το ωράριο του γαλατά είναι, για μία ακόμη φορά, προφανής.

Υ.Γ. (1) Επίσης, δεν έχει εξακριβωθεί αν η ίδια ονομασία αφορά και τα πολύ πρωϊνά δρομολόγια αστικών και υπεραστικών λεωφορείων αν και για μία ακόμη φορά φαίνεται λογικό να πιάνει και αυτά. Όποιος έχει υπόψη του κάποια ένδειξη για τη στήριξη αυτού του συλλογισμού, ας κάνει τη καλή να την αναφέρει στα σχόλια.

  1. Βασικά από που προέκυψε το «γαλατάδικα»; Γνωρίζεις κάτι για τις ώρες;(btw: «γαλατάδικα» έχει επικρατήσει να λέμε τα πολύ πρωινά δρομολόγια)Μα είναι φυσικό να έχουν αλλάξει τα δρομολόγια τους, 2 χρόνια μετά. Το παράδοξο θα ήταν να επιμένουν επί 2 χρόνια στο ίδιο πλάνο... (Εδώ)

  2. -Ο αεροσταθμός είχε αρχίσει να γεμίζει από κόσμο που έπαιρνε τα γαλατάδικα (πρώτες πρωινές πτήσεις). Έχοντας φτάσει αρκετά νωρίς, αποφασίσαμε να μπούμε σε λίστα αναμονής για νωρίτερη πτήση από την καθορισμένη που είχαμε κλείσει το εισιτήριο. Εύσημα στους Ιρανούς για την ευελιξία τους!! (Πιο'δω)

  3. Λοιπόν, επειδή έχει τύχει να δω ουκ ολίγες φορές τα «γαλατάδικα», όπως έχουν αυτοχαρακτηριστεί, έχω καταλήξει ότι ναι μεν η ΝΕΤ διαθέτει ίσως το πιο αξιόλογο δίδυμο, αλλά αναμφίβολα το καλύτερο πρωϊνό είναι αυτό του MEGA. (Εκεί)

  4. -Η αποστολή του ALPHA μαζεύει από το τραπέζι του μεσημβρινού κολατσιού κασέτες, κινητά και λοιπά απαραίτητα σύνεργα και ετοιμάζεται για αναχώρηση. Η αποστολή του STAR έχει ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής. «Τι θες να κάνουν παρασκευιάτικα; Βλέπεις, αύριο δεν έχουμε και «γαλατάδικα» (σ.σ.: πρωινές ενημερωτικές εκπομπές) για να βγάλουν κανένα ζωντανό» αστειεύεται ο Κώστας, τεχνικός του MEGA, που περιμένει κι αυτός το σφύριγμα για το ξεκίνημα της επιστροφής στην Αθήνα... (Παρακεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο από τη γόβα στιλέτο και τη σκύλα (γυναίκα). Χαρακτηρισμός μοιραίας (Σ.τ.Σ. για ποιους;) μπουζουκογκόμενας με όλα τα γνωστά αξεσουάρ, βασικότερο εκ των οποίων η γόβα στιλέτο.

- Πήγες τελικά χτες στον Πετρέλη;
- Πήγα, και είχα και καλή παρέα.
- Ξέρω, ξέρω. Πάλι με κείνη τη γόβα σκυλέτο τη Σουζάννα θα ήσουνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

παπαροτούλι)

Η εσωτερική επένδυση του ανδρικού μαγιού (που μίσεψε) ή αθλητικού σορτσακίου, συνήθως καμωμένη από κάποιο συνθετικό πολυμερές και διάτρητο υλικό, προκειμένου να μην αιωρούνται ή να μην τσουγκρίζουν μεταξύ τους τα καμπανέλια, που όμως αποτελεί τον κύριο λόγο δημιουργίας τοπικών εκζεμάτων (μαζί με την απλυσσά)…

Αν το υλικό είναι καλύτερης ποιότητας (δηλ. στη σπάνια περίπτωση που δεν εισάγεται από κάποια μακρινή Λαϊκή Δημοκρατία), υποτίθεται ότι διευκολύνει την ομαλή εφίδρωση, ώστε να μην ζέχνουν τραγίλα τα αχνίζοντα γκογκόβια, π.χ. ιδίως μετά από ένα κοπιώδες μάτς ποδοσφαίρου το θέρος (εμένα μου λές;)

Εκ του ισπανικού ταυτοσήμου: Huevera (<huevo = αβγό, τομπολίνι).

Ρε συ τι περπατάς έτσι σαν καουμπόης; — Ναι ρε καλά σου λέει, τώρα ξεπέζεψες απ’ τη Ντόλη;
— Τους έφαγες όλους τους Ινδιάνους ρε;
Άει γαμηθείτε μαλάκες, όρεξη έχετε! Μ’ έκοψε το ρημάδι το λάστιχο της αρχιδιέρας…

Σκληρή αρχιδιέρα για μποξέρ (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)Κλαπαρχιδιέρα (από Stravon, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μελωδός. Όχι ο Ρωμανός (μουάχαχα), αλλά το κρεμαστάρι αυτό που είναι πολύ ζεν και πολύ φενγκ σούι και που αποτελείται από γυαλάκια, κεραμικάκια, πετρούλες, βοτσαλάκια, σωληνάκια, μπαμπού κι άλλα υλικά περασμένα σαν χάντρες, που δημιουργούν μελωδιούλες ακαθόριστες και χαλαρωτικές όταν τα φυσά ο μπάτης και χτυπιούνται ελαφρά μεταξύ τους.

Η αλήθεια είναι δύο: πρώτον ότι πράγματι κάνουν πολύ ωραίο ήχο αυτά. Δεύτερον ότι εκτός από «γκλινγκλιν» αγνοούσα ότι έχουν και επίσημη ονομασία, το μελωδός δηλαδή. Τρίτον το είδα σε υπότιτλο στην τηλεόραση και ήμουν έτοιμη να αρχίσω πάλι τα καντήλια -όπως τότε που, από υποτίτλους στο κανάλι της Βουλής με τους (επισήμως) 1300 αδρανείς υπαλλήλους, είχα πληροφορηθεί ότι οι Βάνδαλοι, λέει, κατέστρεψαν το Παρίσι μετά την Γαλλική Επανάσταση (και πίσω απ' όλο αυτό ήταν απλώς η γαλλική λέξη vandalismes = βανδαλισμοί), αλλά είπα κάτσε ρε συ, πολύ τραβηγμένο, για να δω μπας και. Και να που. Μελωδός λοιπόν το γκλιν γκλιν. Όνομα και πράμα.

Έπαθα μόρφωση λοιπόν, κι είπα να σας τη μεταφέρω.

- Μωρό, είδες πουθενά τα 145 ευρώ που είχα αφήσει πάνω στο ψυγείο για να πληρώσω τη ΔΕΗ;
- Αχ αγάπη μουουου, νόμιζα ότι τα είχες αφήσει για μένα αυτάααα, και πήγα και αγόρασα αυτό το γκλιν γκλιιιιιιν... Το είχαν μισοτιμής, δεν είναι ωραίοοοο;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά το άφιλτρο τσιγάρο καθόσον το φίλτρο παρομοιάζεται με υπόδημα.

Λέξη που χρησιμοποιούσαν τα κουτσαβάκια αλλά και οι γαρδέληδες κάμποσες δεκαετίες αργότερα.

Ρε Νιόνιο, δώ' μου ρε ένα ξυπόλητο.
— Ρε πούστη μας έχεις γαμήσει στην τράκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «μισά» πακέτα που κυκλοφορούσαν πολύ παλιότερα και είχαν δέκα τσιγάρα αντί για είκοσι.

Τα τελευταία χρόνια ξανακυκλοφόρησαν σε λίγα κομμάτια κάποιες μάρκες όπως τα Origin του Καρέλια (το 2002) και τελικά απαγορεύτηκε η πώλησή τους υπ' αυτήν τη μορφή.

Κάποιοι τα λέγανε και φοιτητικά.

— Φίλε, πάμε στο Ελλάς για κάνα μπυρόνι;
— Δεν παίζει μία.
— Έλα ρε, τα βάζω 'γω κι έχω και για ανήλικο...

θεριακλου (από perkins, 01/06/10)Baby Herman (από poniroskylo, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα πλαίσια της καφενειακής σλανγκ που αναφέρομαι στους τελευταίους ορισμούς (ξυπόλυτο, ανήλικο), προσθέτω πάραυτα και το ιδρωμένη.

Η πάρα πολύ κρύα μπύρα του μαγκίτη που, όταν βγει από το ψυγείο, υγροποιούνται πάνω στο μπουκάλι της οι περιβαλλοντικοί υδρατμοί με αποτέλεσμα να «ιδρώνει».

Για δε τον βαθμό της θερμοκρασίας του μπυρονίου, η εφίδρωσή αποτελεί εξαίρετη ένδειξη. Τυχαίο; Δε νομίζω!

Ρε συ Τακούλη, τσάκω μια ιδρωμένη.

Βλέπε και τσαφωμένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφενείου συνέχεια και... υποβρύχιο. Αποτελείται από μια κουταλιά του γλυκού βανίλια βυθισμένη σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό.

Τα «παλιά τα χρόνια» έπαιζε πολύ και στα καφενεία και ως τρατάρισμα στα σπίτια. Τίμιο αντιυπογλυκαιμικό χωρίς λιπαρά.

Υπάρχει επίσης και αυτό το υποβρύχιο που υπάγεται στα ξίδια.

Έλα παιδιιιιιιί, έναν γλυκύ βραστό και ένα υποβρύχιο για τη μανδάμ.

Υποβρύχιο ουρανός (από perkins, 02/06/10)White submarine (από poniroskylo, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατακάθι του Πατρινού (κυρίως) Ελληνικού καφέ.

- Άντε ρε μεγάλε, σήκω.
- Μισό, έχω ακόμα μια τζούρα καφέ.
- Θα πιεις και τα σαρίδια;

σταρίδια μου. (από perkins, 02/06/10)σα(υ)ρίδια (από perkins, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified