Further tags

Έτσι αποκαλείται από παλιούς (και νεότερους) μαγαζάτορες το ρολό (στόρι) μεταλλικού φύλου κυματοειδούς λαμαρίνας, που φράζει τη βιτρίνα καταστήματος, προκειμένου να ασφαλίζεται κατά τις ώρες μη λειτουργίας.

Στα παλιά μαγαζιά αποτελούσε σχεδόν τον αποκλειστικό τρόπο ασφάλισής τους.

Επίσης παλαιότερα το ανεβοκατέβασμά τους γίνονταν με το χέρι και με τη βοήθεια μιας μεταλλικής ράβδου με γάντζο στην άκρη της, ενώ σήμερα, όπου υπάρχουν, γίνεται συνήθως με ηλεκτροκινητήρα. Στη μέση υπάρχει μεταλλικός κρίκος για να περνάει στο τέλος και η κλειδαριά ασφαλείας.

Ο όρος σήμερα χρησιμοποιείται για κάθε είδους περιστρεφόμενο συρόμενο ή πτυσσόμενο προστατευτικό κάλυμμα βιτρίνας καταστήματος.

Από το τουρκικό kepenk, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

- Άντε Κώστα πέρασε η ώρα, να κατεβάσουμε τα κεπέγκια και να πάμε σπίτια μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε συνήθως το πολύχρωμο, το εμπριμέ ύφασμα.

Από το τούρκικο alaca, που σημαίνει πολύχρωμο, παρδαλό.

- Πήγα κι αγόρασα έναν αλατζά, για να ράψω φουστάνι.

(από iwn, 23/10/10)Μπάμπης Αλατζάς (από GATZMAN, 23/10/10)Νίκος Πουλαντζάς, τάραξε τους κύκλους τις μόδας (από Vrastaman, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα ήδη υπάρχει, με μάλλον ελλιπή ορισμό, ενώ και αυτός που δίνει ο τριαντάφυλλος, εκτός από τηλεγραφικότατος, δε μου κάθεται καλά. Μπάμπη δεν έχω, δε μ' αρέσει ο ντίσνεϋ.

Φευγιό, λοιπόν, κυριολεκτικά σημαίνει την πράξη του να φεύγεις (που στα νέα ελληνικά δε νομίζω να είναι ακριβώς η φυγή, έχει άλλη απόχρωση), και χρησιμοποιείται κυρίως πριν αυτή αρχίσει να συντελείται, ή στην αρχή της. Βλέπε την πρώτη ομάδα παραδειγμάτων.

Στην ορισμένη στο σλανγκ έννοια, τώρα, φευγιό και φεύγα δηλώνει άτομο που είναι αλλού, που δεν επικοινωνεί με αυτόν τον κόσμο, είτε λόγω ουσιών είτε λόγω χρόνιας φυγής από την πραγματικότητα. Φευγιό είναι κάποιος με τον οποίο δεν μπορείς να συνεννοηθείς, άλλα του λες κι άλλα καταλαβαίνει, μαζί μιλάμε χώρια καταλαβαινόμαστε, ποιος έριξε το μπέναλντυ και μού 'κλεισε το σπίτι.

Συγγενής έννοια που προέρχεται μάλλον από αυτήν την χρήση έχει να κάνει με τον κόσμο της δημιουργίας και της τέχνης, απ' όπου ξαναγειώνεται και επανέρχεται ως χαρακτηρισμός απλών καθημερινών πραγμάτωνε.

Φευγιό, λοιπόν, είναι κάτι που είναι μπροστά, που έχει φύγει πολλά τακ ή κάτι που προσιδιάζει σε κάποιον που έχει κόψει. Είναι δυνητικά αρνητικός και θετικός χαρακτηρισμός δηλαδή, και η ερμηνεία εξαρτάται απ' τα συμφραζόμενα, και χαρακτηρίζει δημιούργημα είναι νόος παράφρονος (παρ. 2.α), είτε νόος που δεν παίζει στο ίδιο γήπεδο με τους υπόλοιπους (παρ. 2.α και β).

Αξιοσημείωτη είναι η συστηματική χρήση εννοιών που αποδίδουν κίνηση στο χώρο για τέτοιου τύπου χαρακτηρισμούς.

  1. α.) - Μαλάκες, είμαι για φευγιό, έχω κλάσει.

β.) - Τον έχουν για φευγιό τον τύπο, αφού σκάει έντεκα παρά στο γραφείο κι ολημερίς το ξύνανε, το βράδυ το ματώναν.

γ.) (χτυπάει τηλέφωνο, τους προλαβαίνει στην πόρτα)
- Έλα, στο φευγιό είμαστε, σε δέκα φτάσαμε.

  1. α.) - Είδες τον Αντίχριστο του Τρίερ; Την έχει ακούσει απ' τις φοβίες ο τύπος.
    - Φευγιό τίνγκα ρε συ. Και η αφιέρωση στον Ταρκό στο τέλος...κουκουρούκου εντελώς ο τύπος.

β.) - Γουστάρω τέζα theorema egregium.
- Μαζί σου με τα χίλια. Φευγιό μέγα. Κάτι ήξερε και ο Γκάου όταν το βάφτιζε.

Ίσως η πιο λολαδερή σκηνή του αρρωστουργήματος "Αντίχριστος"  (από Khan, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλύφανο ή αλεζουάρ (και αμερικλανιστί reamer)

Εργαλείο που σαν σκοπό έχει την λείανση μιας οπής που έχει τρυπηθεί με κοινό τρυπάνι.

Πρώτα πχ. ανοίγουμε μια τρύπα με τρυπάνι Φ 8,8 μμ και με το γλύφανο το πάμε 9 μμ ακριβώς.

Έτσι και το σκατό παραλληλίζεται με το τρυπάνι και η ψωλάρα ή ο σχοινοκαθαριστήρας παραλληλίζεται με το γλύφανο.

Χώσε μωρό μου το γλύφανό σου μέσα, τώρα που έχω χέσει και είμαι ανοιχτός (λέει ο πουστράκος στον βεληγκέκα του)

(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξουθενώθηκα, ψόφησα, ταλαιπωρήθηκα.

Προκύπτει από το εύγευστο έδεσμα ιμάμ μπαϊλντί που κατά κυριολεξία σημαίνει «ο ιμάμης λιποθύμησε». Η ονομασία του φαγητού προέρχεται από τον θρύλο ότι μόλις κάποιος gourmet ιμάμης το γεύτηκε, λιποθύμησε («μπαΐλντισε») από ικανοποίηση. Το όνομα του εν λόγω φαγητού έχει δανειστεί και σύγχρονο μουσικό λαϊκό ελληνικό συγκρότημα. Bayildi είναι ο αόριστος του ρήματος bayilmak που στα τουρκικά σημαίνει λιποθυμώ

Για τους λάτρεις του, βλ. τη συνταγή εδω.

- Μιλούσε συνέχεια , μας μπαΐλντισε με τη φλυαρία του.

(από iwn, 23/10/10)(από Vrastaman, 24/10/10)(από iwn, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυαλιά, η τζαμαρία, επειδή θυμίζουν γυάλινη προθήκη.

Πάσα: Jeanoir.

- Ώπα γιατρέ μου, μην με ασπάζεσαι, γιατί θα τσουγκρίσουμε τις βιτρίνες μας.

Το παιδί με τις βιτρίνες, πέθανε πριν δύο μήνες  (από GATZMAN, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά, το μεγάλο χαρτονένιο κουτί.

Εδώ, το καινούργιο διαρκές αγαθό, όχι μεταχείρα και σε καμία περίπτωση φθαρμένο ή σαπάκι.

Μόλις δηλαδή βγήκε και καλάουα από την κούτα του και συναρμολογήθηκε.

Κυρίως χρησιμοποιείται για μηχανάκια.

  1. Φιλε μην τα λες σε εμενα αυτα
    εδω τα περισσοτερα λεφτα που εδωσα στην ζωη μου ηταν 4.000 ευρω για την μπεμβε.
    Εσυ ποσο ειπαμε πειρες το ντενεκε σου ;;;

:2funny::2funny::2funny:

o ΝΤΕΝΕΚΕΣ ειναι ΚΟΥΤΑ φιλε...
οχι αρχαιολογια του 1821.

ειχες και εσυ στα νιατα σου το 1916 ΚΟΥΤΑ μηχανακι, και νομιζω πως ξερεις τη διαφορά..εδώθε

  1. Καταρχάς πόσα χρήματα διαθέτεις.........γιατί στην κατηγορία μοτάρντ κούτα υπολόγιζε κοντά στα 6-7 χιλιάρικα. Τι θες να κάνεις με αύτο το μηχανάκι, την χρήση που το παίρνεις δηλ. γιατί μία λες για sm μία για enduro, καμία σχέση το ένα με το άλλο.....
    να μειώσεις λίγο τις επιλογές γιατί έτσι χύμα στο κύμα δεν θα κατασταλαξεις ποτέ....εκείθε

Μπεβερλυ 300 ΚΟΥΤΑ  (από perkins, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ορθό πέος, η ψωλή (που βέβαια πάει καμαρωτό - καμαρωτό κι άκαμπτο όπως ένας τσολιάς).

Εξ ού και τα εξαιρετικά από άλλους φίλους αποθησαυρισμένα και αλλού παρατιθέμενα:

  1. Τσολιάς στ' αρχίδια μας γι' αυτόν που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν και θέλει να μας κάνει κουμάντο:
    - Ίσα ρε!! που θα μας πεις τι και πώς. Τσολιά στ' αρχίδια μας σε βάλαμε;

  2. Η ειρωνική προσφώνηση σε φίλους άνδρες:
    - Καλώς τον τσολιά!! Πού γύρναγες; ... που είναι παρόμοιο του: Καλώς τ' αρχίδια μας

  3. Το προπορευόμενο πούλι στο πλακωτό στο τάβλι (αφού κι η τεντωμένη ψωλή είναι αυτή που... προπορεύεται οπτικά ολόκληρου του σώματος).
    - Γαμώ την καταδίκη μου!! Μου πλάκωσε πάλι τον τσολιά!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κοινές σηκωμάρες, καθώς το εν στύσει πέος δημιουργεί εξωτερική εμφάνιση στο εσώρουχο παρόμοια με εκείνη ενός αντίσκηνου.

Λέγεται επίσης τέντα και κατάρτι. Αγγλιστί, pitch a tent.

- Μου έγινε αντίσκηνο όταν την είδα μ' εκείνο το μίνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κακής ποιότητας σκόνες- συμπληρώματα διατροφής, που έχουν μεγαλύτερο ποσοστό υδατανθράκων και μικρότερο ποσοστό πρωτεΐνης από ό,τι αναγράφουν. Κατ' επέκταση, πάντως, λέγονται και όλες οι σκόνες.

Πάσα: Jeanoir.

  1. Μην την εμπιστεύεσαι αυτήν την μάρκα, πουλάει αλεύρια.

  2. Την Δευτέρα που πληρώνομαι από την δουλειά, θα πάω να αγοράσω κάτι αλεύρια για να τουμπανιάσω.

(από Vrastaman, 27/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified