Further tags

Ευμέγεθες και πολυτελές ΣΟΥΒ (SUV, στα ελληνικά τζιπ) μεγάλου κυβισμού, που πίνει τον κώλο του σε βενζίνη (μπεκρής) και δυσκολεύεται να στρίψει στα στενά δρομάκια της Αθήνας, με αποτέλεσμα να γαμάει την ψυχολογία όσων περιμένουν από πίσω.

Συνώνυμο: τζιπούρα (αυτονομημένο εκ του γνωστού βραχέος ανεκδότου).

Χρειάζεται προσοχή όταν, ως αγανακτισμένοι οδηγοί, εκτοξεύουμε μπινελίκια κατά του οδηγού προπορευομένης νταλίκας. Τέτοιου είδους ενεργοβόρα και κραυγαλέα μέχρι σημείου χυδαιότητας οχήματα, αποτελούν αγαπημένα toys μπράβων, ναρκεμπόρων, νονών και άλλων γαμιάδων, που δεν το 'χουν σε τίποτα να κατέβουν και να σου ρίξουν μερικές φιλικές μπάτσες (στην καλύτερη περίπτωση), έτσι για να τους θυμάσαι. Αν την νταλίκα οδηγεί γυναίκα, βρίζουμε ελεύθερα.

  1. Πού πας μωρή σάπια με την νταλίκα, αφού δεν το 'χεις με το άθλημα, κάτσε σπίτι πλύνε κάνα πιάτο.

  2. Πού να στρίψει ρε ο μαλάκας με τη νταλίκα, ούτε του αγίου πούτσου ανήμερα. Καβάλα πεζοδρόμιο κι έφυγες.

βλ. και μαούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Τι είναι ένα 4 επί 4 στο βυθό;
- Μια τζιπούρα.

- Πώς λέγεται το ψάρι με 4 τροχούς;
- Τζιπούρα.

Τέτοιου είδους σύντομα ανεκδοτάκια-ερωταπαντήσεις (ανήκοντα σε έναν τύπο που μεσουράνησε για κάποιο διάστημα πριν καμιά δεκαετία, βλ. π.χ. καρχαρίνι) δημιούργησαν το μύθο της τζιπούρας.

Η τζιπούρα άρεσε κι επομένως αυτονομήθηκε από το ανεκδοτάκι, αντικαθιστώντας σε αρκετές περιπτώσεις το πολυχρησιμοποιημένο τζιπάρα (κοίτα μια τζιπάρα!).

Εικάζουμε οτι πρωτοχρησιμοποιήθηκε με διάθεση σκωπτική από μη κατόχους τετρακίνητου, αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, οι κάτοχοι τζιπούρας (τζιπάτοι) πανηγύρισαν το χαρακτηρισμό και τον έκαναν παντιέρα τους, ακυρώνοντας έμπρακτα το όποιο αρχικό μειωτικό περιεχόμενό του.

Συγκεκριμένα τώρα, η τζιπούρα δεν είναι ένα οποιοδήποτε τετρακίνητο (π.χ. Lada Niva), αλλά το ευμέγεθες και πολυτελές τζιπ, με κινητήρα αρκετών χιλιάδων κυβικόπουλων (από τρίλιτρο βασικά και άνω), που ακτινοβολεί χλιδή και πιστοποιεί την οικονομική επιφάνεια του κατόχου, που ακούμπησε στο δρόμο λεφτά που σήμερα αγοράζουν άνετα πεντάρι στα Πατήσια.

Υπάρχει μια τεράστια φιλολογία περί τζιπάτων, για τη σχέση τους με το αντικείμενο του πόθου τους, την επιδειξιομανία τους και χλιδαμπουριά τους, τον κωλοπαιδισμό τους, τις μυκονιάτικες και αραχωβίτικες «αποδράσεις» τους, όλα χρονολογούμενα απ' τη χρυσή εποχή του κωστοπουλισμού / λαμογίστικου νεοπλουτισμού-οικονομισμού / ύστερου παπανδρεϊσμού και πρώιμου σημιτισμού, εκεί στις αρχές των ενενήντα. Αντιστεκόμεθα στον πειρασμό να επεκταθούμε, υπάρχει άλλωστε το οικείο λήμμα για όποιον επιθυμεί να συνεισφέρει στη σχετική φαινομενολογία.

Πριν σκάσουν μύτη στα καθ' ημάς τα θηριώδη Hummer (απ' τα οποία μόνο το πολυβόλο λείπει για να πας να πολεμήσεις στο Ιράκ) η υπέρτατη τζιπούρα ήταν το πορσικό Καγιέν, το οποίο πλέον απαντά συχνά ως Κουγιέν, εκ της σύνδεσής του με τον γνωστό πιθηκότροπο ποινικολόγο.

  1. Ειναι πολυ σπαστικο οταν γυριζεις απο την εκδρομη να εισαι σε μια καθαροαιμη τζιπουρα που ειτε μουγκρίζει ανυποφορα μετα τις 1000 στροφες (grand vitara- εχω και γω και θελω να το πουλησω) ειται κουνιέται σα βάρκα( LC, Pajero κλπ δυναμεις) ωστε να σε πιανει ναυτια αν δεν θες να σε περνανε τα 206 στο δρομο.
    (φόρουμ 4 τροχοί)

  2. ΤΣΟΥΠ… ρίχνουμε τα τέλη κυκλοφορίας για να τονωθεί η αγορά… και ως γνωστόν ο έλληνας με το πάθος και το φετίχ με τις ΤΖΙΠΟΥΡΕΣ πάει και αγοράζει το κάρο.
    (μουρμουρ.γρ)

  3. χθες σταματησε μια τζιπουρα και μου λεει ενας πολλα βαρυς αντρας απο μεσα....
    θηλυκια ειναι;
    Ναι
    Μου τη δινεις για ζευγαρωμα; (σκυλο-φόρουμ)

  4. και ξαφνικά στρίβει ένα τζιπ με φόρα από το φανάρι και φρενάρει απότομα στην πλατεία. Τζιπ. Τι τζιπ! Τζιπούρα!! Τανκς που θαρρείς γαμούσε κι έδερνε το οδόστρωμα. Και κατεβαίνει κύριος κοντός, χοντρός, με γυαλί με χρυσό σκελετό που άστραφτε και βρόνταγε και μπλούζα με άλογο τεράστιο σαν χλαπάτσα στο στήθος.
    (προταγκον.γρ)

  5. Ο,τι λογο εχει ο αυτοκινητιστης πολης να κυκλοφορει με την 4x4 τζιπουρα εχει και ο μηχανοβιος να κυκλοφορει με την γουρουνα
    (νοιζ.γρ)

Hint: οδηγεί τζιπούρα Κουγιέν (από Vrastaman, 10/04/11)Hint: οδηγεί τζιπούρα Κουγιέν (από Vrastaman, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρή ποσότητα ή δόση πρέζας ή κόκας, αρκετή για να σε σιάξει. Εναλλακτικά ψάκι, ποδανιστί, ξαφίκι.

Εκ του αγγλικανικού fix.

- Σε διαθεσιμότητα για δύο φιξάκια ο Αστυφύλακας ... της Αμέσου Δράσεως, να κατέχει μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών
(εδώ)

- Ναι, η ζωή χρειάζεται αναισθητικά... Ας αποποινικοποιήσουμε και τα φιξάκια της ηρωίνης και τις μυτιές της κοκαΐνης... Τουλάχιστον αυτά δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία όσων δε τα χρησιμοποιούν...
(εκεί)

- Από χθες ψάχνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πως βρέθηκε ένα φιξάκι ηρωίνης πεταμένο στη μέση του διαδρόμου του σωφρονιστικού καταστήματος ...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ερζάτς μουνόχειλα ενός γκέουλα, ή η ταλαιπωρημένη εναλλακτική δίοδος μιας κατόχου A-level.

Σιχαμένη λέξη, αλλά κάποιος έπρεπε να την αναρτήσει.

- Αυτό πού ήθελα από εκείνον ήταν να με γαμήσει, χωρίς να με ρωτήσει αν θέλω, εγώ μόνο να στηθώ καλά, την τρύπα μου να φυσάει ο κρύος και υγρός αέρας που μπαίνει από το σπασμένο τζάμι, να χαϊδεύει καυλωμένος ο χειμώνας τα κωλόχειλα μου, πρόστυχα εκτεθειμένα, από κάτω οι περαστικοί βιάζονται...
(Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, εδώ)

- Δεν άντεξε όμως… ένας πίδακας από καυτή λάβα έκαψε τα πρησμένα μου κωλόχειλα… τα υγρά του έκαψαν την πλάτη μου κι έφτασαν μέχρι το σβέρκο μου.
(εκεί)

- τριγμὸς μαντρούχια πλακωμὸς φλισκούνια πετσετάκια
χυσόχαρτα κωλόχειλα καὶ ψωλοραβασάκια
κωλοτσιμποῦκι τραγανὸ κι ἄγαρμπο μυξομποῦκι
τῆς γάμησαν τὸ λάρυγγα μὲ τόρνο καὶ καβοῦκι
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.

Εκ του αγγλικανικού hit.

- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)

- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)

- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυάλινη συνήθως νερόπιπα που χρησιμοποιείται για τη πόση ναρκωτικών ουσιών, π.χ. κανναβινοειδών, κρακ, σάλβια, κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης και ταλιμπάν.

Δανεικό κι αγύριστο από το Ταϊλανδικό baung.

- Είναι ένα είδος ναργιλέ, για να καπνίζουν μαριχουάνα και διάφορα τέτοια. Αναρωτιέμαι αν έχει κάποια ονομασία ή το ονομάζουν «μπονγκ».
- Το έψαξα σε ένα σάιτ για το κάπνισμα. Τα λένε μπονγκ.
(εδώ)

- Με την ίδια ακριβώς λογική, λειτουργεί και η ΝερόΠιπα ή νεροσωλήνας ή Bong... Εδώ το δοχείο, τον αεροθάλαμο και το σωληνάκι ρουφήγματος τα αντικαθιστά μια σωλήνα σχετικά μεγάλης διαμέτρου (περίπου όσο το στόμα). Χρησιμοποιούμε μονάχα ένα σωληνάκι ενωμένο εξωτερικά με ένα δοχείο καύσης. Η νερόπιπα, σε σχέση με τον αργιλέ, παρουσιάζει το πλεονέκτημα της εύκολης μεταφοράς και συντήρησης. Προσοχή θέλει το δοχείο καύσης το οποίο πρέπει πάντα να είναι σε μεγαλύτερο ύψος από την επιφάνεια του νερού για να μην βραχεί το χόρτο..
(εκεί)

- ΜΠΟΝΚ / ΝΑΡΓΙΛΕΔΑΚΙ 15cm, 10.23EUR, Αγορά !! (από εμπορικό σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με άσπρα ή πράσινα χαρτάκια, εξού και το έντονο άσπρο χρώμα. Προέρχεται από την λέξη γάρο, καμουφλαρισμένη για χρήση μπροστά σε τρίτους.

- Αλάνια, να γυρνάει ο γλάρος...
- Πάει ο γλάρος, πέταξε, τον τζιβάνιασε ο Τάκαρος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαφοτσίγαρο, προέρχεται από την λέξη μπαφέος => φέος, και παραπέμπει σε κάψιμο φαιάς ουσίας.

- Να σας πω ρε μάγκες: Κάναν φέο θα πιούμε ή τσάμπα κουβαλήθηκα πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρό και ευμέγεθες μπαφοτσίγαρο, συνήθως στριμμένο με τεχνικές πέραν του Τ.

Τι μπουράκλα έστριψες πάλι ρε Κούλη; Σφύζει από φέο!

(από doodoon, 15/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του χόρτου.

- Πάλι με τον Μήτσο, αράζω καναπέτο, στρίβει καρτερικά άλλο ένα κανναβέττο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified