Further tags

Μοναδική ευκαιρία.

Έτσι τεφαρίκι μπορεί να είναι μια ψαρούκλα στην ψαραγορά με χαμηλή τιμή, ένα ωραίο διαμέρισμα που νοικιάζεται φθηνά κ.λ.π. Συνοδεύεται συχνά από τη λέξη πρά(γ)μα.

- Κοίτα τι σου δίνω! τεφαρίκι πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που είναι γλείφτης σε βαθμό αηδίας, αφού βρωμάει υποκρισία από δέκα χλμ. μακριά.

- Με ποιον τα πήρες,ρε;
- Μ' αυτόν τον γλίτσα λέρα, τον Μάκη. Έχει λιώσει όλους τους καθηγητές στο γλείψιμο και πάντα την βγάζει καθαρή, ό,τι κι αν κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ πηχτό φλέμα, αλλιώς και ροχάλα.

Άσε μεγάλε, έβγαλα μια πράσινη, θα τα κόψω τα άφιλτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ευρώ (€). Νόμισμα της Ε.Ε από 1/1/2002.

- Παίζει κανά έουρο μάγκες;
- Τι θε ρε;
- Να πάρω μία σοκολάτα. φίλος!
- Ρ' α' γαμή'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κάμερα κλειστού κυκλώματος, σαν κι αυτές που υπάρχουν για να κόβουν κίνηση στα αεροδρόμια, έξω από επαύλεις, στις ρεσεψιόν μεγάλων ξενοδοχείων, στα mall, σε διασταυρώσεις, στην Εθνική Οδό - βασικά, παντού.

- Ρε μαλάκα, ξέρεις τι διάβασα; Στην Αγγλία, λέει, βγάλανε κάτι μπανιστηροκάμερες που βλέπουν μέσα απ' τα ρούχα ... μη τυχόν και κρύβεις κάτι ...
- Εμ, κάτι ήξερε η γιαγιά μου που έλεγε "παιδάκι μου, καθαρό σώβρακο κάθε πρωί γιατί δεν ξέρεις ποιος μπορεί να το δει ..."

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α/Τ, Αρχικά που προέρχονται απο την σύντμηση, κατά την προσφιλή τακτική του στρατού, των λέξεων Αμερικάνικου Τύπου.
Της πρωτοχρησιμοποίησε ο Αμερικανικός Στρατός και χρησίμευαν πολύ, λόγω του εύκολου τρόπου τοποθέτησής τους, και λόγω των πολλών τρυπών που έχουν πάνω τους και απο τις οποίες μπορούσαν να κρεμαστούν απαραίτητα υλικά για τον στρατιώτη.

- Τι κρεμάμε στην Α/Τ;
- Έλα ρε νέο... ξιφολόγχη, Μ71 και παγούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα. Από το χύσι + αμολάω.

Εκεί που παρακολουθούσαμε με αγωνία τον Πήτερ Νορθ να εκτοξεύει τα χυσαμόλια του στο υπερπέραν, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν οι γονείς μου που είχαν γυρίσει νωρίτερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράγμα το οποίο δεν θέλουμε ή δεν γνωρίζουμε να κατονομάσουμε και το οποίο (απαραιτήτως) καταλαμβάνει χώρο. Η λέξη είναι σχεδόν ηχομημιτική του χώρου που καταλαμβάνει και της ενόχλησης που δύναται να παράξει ένα τοιούτον τι αντικείμενον.

Πάρε αυτό το μπούμπιστρο από δω πέρα που τό 'χεις παρατημένο 5 μήνες και δεν μπορούμε να περάσουμε μη φάει το φαερόπ του...

http://www.boosbistro.ca (από Vrastaman, 21/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι (έμψυχο ή άψυχο) που μας ανεβάζει το κέφι, τη διάθεση, τη λίμπιντο.

1
- Πολύ ανεβαστικό μωρό η Πόπη δικέ μου.
- Τι ανεβαστικό ρε μαλάκα που μου 'χει γίνει τιράντα μ' αυτά που φοράει.

2
...και περνάμε σε κάτι που μας ζητάτε συνέχεια, κάτι πολύ ανεβαστικό για να ξεκινήσει δυνατά αυτό το Σαββατόβραδο. Paul van Dyk και Let go.

3
- Πού ήσουν ρε μαλάκα τόση ώρα και σε ψάχνω; Και γιατί έχεις αυτό το ηλίθιο χαμόγελο της επιτυχίας; Γάμησες ρε;
- Όχι ρε πεζέ άνθρωπε... Έκανα test drive την Cayman S και φτιάχτηκα χοντρά. Μιλάμε για εντελώς ανεβαστικό εργαλείο.

(από Galadriel, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακατεύω το μπουκάλι του κέτσαπ ή της μουστάρδας πριν από τη χρήση.

Φαίνεται ότι δεν τσακλάντισες τη μουστάρδα γι' αυτό έβγαλε το νερό πριν τη μουστάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified