Further tags

Είναι ειδική καρέκλα-καροτσάκι με μία τρύπα στο κάθισμα, έτσι που να μπορεί κάποιος να αφοδεύει καθήμενος. Κάτω από την τρύπα υπάρχει ειδικό δοχείο συλλογής. Συνήθως χρησιμοποιείται στα νοσοκομεία για αυτούς που δεν μπορούν να πάνε μέχρι την τουαλέτα.

Στο τρόλλεϋ: - Μεγάλε, γιατί κρατάς την κοιλιά σου;
- Άσε, μην παίζεις με τον πόνο μου. Από χθες με πάει κλαστοχέστος.
- Αν είμασταν τώρα στο νοσοκομείο θα είσουνα βασιλιάς στο θρόνο σου...

(από ironick, 20/05/08)(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αποτελεί την φωνητική απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού όρου, που με τη σειρά του προέρχεται από τα αρχικά του όρου πέρσοναλ κομπιούτερ.

Η τακτική γραφής των αγγλικών με ελληνικούς χαρακτήρες, απάντηση στην ακαλαισθησία του ακατανόητου φαινομένου των γκρήκλις, δεν αρκεί, βεβαίως, για να αποδώσει στη λέξη πισί στάτους αργκό.

Αντιθέτως, το γεγονός ότι η εξάπλωση των πισί (που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλιακού κολοσσού κτλ, μη με πιάσουν πάλι τα κομμουνιστικά μου) είχε ως αποτέλεσμα η λέξη αυτή να έχει και παραθετικά, δίκην επιθέτου, γεννά την ανάγκη σχετικού λήμματος.

Πισί-πίσος-πίσουλας, λοιπόν, και αίφνης η λέξη μπαίνει στο κλαμπ των ουσιαστικών με συγκριτικό και υπερθετικό βαθμό. Άξιο παρατήρησης είναι το φαινόμενο αλλαγής γένους κατά την εν λόγω διαδικασία.

Χρησιμοποιούνται μετά από κάθε γεύμα.

- Μπράβο ρε μάνα, ζωγράφισε το ροζμπίφ. (γυρνώντας στον φίλο του Νώντα που έχει έρθει για μεσημεριανό:) Χάλασε ο πίσος, ρε πούστη, και πρέπει να τον πάω για φτιάξιμο... Πρέπει να είναι η μάδερμπορντ.
(Νώντας, με έκπληξη μπροστά στον επικείμενο χρηματικό πέοντα:)
- Μάδερφάααακερ!!

(από Khan, 04/04/14)

Δες και μάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη μπουζουκτζήδων, που σημαίνει τα χαρτονομίσματα τα οποία ο ικανοποιημένος ακροατής-πελάτης κολλάει στο μέτωπο του μαέστρου, αφού προηγουμένως φροντίσει να αφήσει πάνω τους 1-2 κολλώδεις ροχάλες. Συχνά αποτελούσε το κυριότερο μέρος του μερο- (ή καλύτερα νυχτο-)κάματου των οργανοπαιχτών.

Μεταξύ οργανοπαιχτών σε λαϊκή κομπανία :
- Ρε μαλάκες, κρατάτε γερά, πάω λίγο στα μετόπισθεν να τραβήξω λίγο μπάφο...
- Κάτσε ρε Σταύρο, τονε βλέπεις αυτόν με την γραβάτα; Ήταν εδώ και χθές, και τέτοια ώρα μας άφησε τρελλή χαρτούρα!

4.19: Κι άμα βρει τα σκούρα, κρύβει την χαρτούρα μέσα στο βρακί. (από Khan, 07/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Slang της μαύρης (ή μπορεί και της άσπρης) μαγείας. Μανόγαλο είναι το ειδικο εκείνο γάλα που παράγεται από ανάμιξη του μητρικού γάλακτος μιας μητέρας και της κόρης της, πράγμα που προϋποθέτει ότι θα μείνουν έγκυες και θα γεννήσουν την ίδια περίοδο. Είναι σπανιότατο, και θεωρείται ότι έχει μαγική δύναμη και χαρίζει υπερφυσικές δυνάμεις σε όποιον το πιει.

- Τι έγινε ρε μαλάκες, πέρασε σε καμιά σχολή ο Γιάννης, ή πήγαν και αυτές οι Πανελλήνιες στον βρόντο;
- Ο τύπος είναι τελείως άχρηστος. Αυτός και το μανόγαλο να του δώσεις να πιει, πάλι τις ίδιες μαλακίες θα κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον απαξιωτικός χαρακτηρισμός για κάποιο σχεδιαστικό πόνημα.

Αφορά συνήθως σε βιομηχανικά προϊόντα, π.χ. έπιπλα, είδη οικιακής χρήσης, γκάτζετς, αυτοκίνητα, μηχανές. Μερικές φορές αναφέρεται και σε κτίρια, σπανιότερα και σε ρούχα. Αν χρησιμοποιήσετε τη λέξη για κάποιο καλλιτεχνικό έργο πρόκειται για θάψιμο ολκής.

Η ντιζαϊνιά είναι πάντοτε επώνυμη, το προϊόν είναι πάντοτε φίρμα.

Πολύ συχνά, ντιζαϊνιά χαρακτηρίζουμε κάτι εξεζητημένα μινιμαλιστικό χωρίς, ωστόσο, αυτό να είναι απόλυτος κανόνας. Πάντοτε, όμως, στη ντιζαϊνιά η αισθητική προέχει. Στον βωμό της μπορεί να θυσιασθούν η λειτουργικότητα, η αντοχή, η τεχνολογία και το προσιτό της τιμής.

Έτσι, πολλές φορές όταν χαρακτηρίζουμε κάτι ντιζαϊνιά εννοούμε ότι μπορεί να είναι όμορφο - ή, τουλάχιστον, αισθητικά καινοτόμο - αλλά είναι, κατά βάση, μάπα και, επίσης, αδικαιολόγητα ακριβό.

Σχετικά λήμματα: πολ μουρ, χαϊλίκι.

  1. Πράγματι, ωραία ντιζαϊνιά το καπάκι άλλα μάλλον ως τέτοια προορίζεται περισσότερο παρά ως κάποιο λειτουργικό στοιχείο προστασίας του προβολέα. (Από σχόλιο σε forum στο av site - αναφέρεται σε ένα projector Sanyo)

  2. Γενικά πιστεύω η αρχιτεκτονική έχει φορτιστεί με πολλά περισσότερα νοήματα από όσα πραγματικά φέρει. Το κτήριο είναι κατά βάση ένα χρηστικό αντικείμενο, όπως ας πούμε μια πιατέλα για σαλάτα. Αν η πιατέλα είναι ντιζαϊνιά από ίνοξ ή είναι πλαστική από τη λαϊκή της γειτονιάς, δεν παίζει ουσιαστικό ρόλο για τη σαλάτα, αλλά το ίνοξ θα κάνει αντανακλάσεις στο τραπέζι δίνοντας ένα διαφορετικό βάθος στην εμπειρία του φαγητού. (Από το freestuff.gr)

  3. Η Alfa Romeo είναι αγαπημένη μάρκα αυτοκινήτων του καλού μου... και μέσα από αυτόν έγινε και δική μου! Το ντιζάιν είναι απίστευτο... αν και τα ηλεκτρικά εξαρτήματά της χαλάνε στον χρόνο πάνω... Παρόλ' αυτά η ντιζαϊνιά και η μηχανή της δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη μάρκα!!! (Από zooman-world.blogspot.com)

  4. Γιατί στους τοίχους και στα τραπέζια τους δεν έχουν κανένα κουλό πραγματάκι, αλλά μόνο Φίλιπ Σταρκ ανοιχτήρια και καφετιέρες Aλεζί; Tι να την κάνω την ντιζαϊνιά αν πρέπει να γίνω υστερική με το μάζεμα και την τακτοποίηση; (Από το ΚΛΙΚ)

  5. Χέστρα Alessi - βλ. φωτογραφία

(από poniroskylo, 14/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδιο αντικείμενο συνήθως σφηνοειδούς μορφής, κατασκευασμένο από ποικίλα υλικά, που χρησιμοποιείται για την άρση της αστάθειας τραπεζιών ταβέρνας.

Μήτσο, πιάσε μια χωριάτικη, μια πατάτες, μία καλαμαράκια, μία πράσινη και ένα σταθεράκι στο πέντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη φωτογραφία (picture) σε συντομογραφία στα αγγλικά.

- Για στείλε μου την pic που τράβηξες εχθές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκίνητο (συνήθως) που βγάζει συνεχώς προβλήματα και θέλει να του ρίχνεις συνεχώς λεφτά. Η έκφραση χρησιμοποιείται και για άλλα μηχανήματα (π.χ. βάρκες) και, σπανιότερα, για σπίτια.

- Αχ, ερωτεύθηκα ...
- Ποιαν, ρε; Την ξέρω; Όνομα;
- Τζούλια ... Αααχ ...
- Τζούλια; Δεν την ξέρω ... Ελληνίδα είναι;
- Όχι ... Ιταλίδα ... Αααχ ... άααχ ...
- Ιταλίδα, ε; Και πόσω χρονών είναι ...
- Του '72 ... - Μεγάλη, ρε ... Κοντεύει τα 40
- Ναι, αλλά είναι σε άριστη κατάσταση ... 160 τελική και 12.6 τα 100 επιτάχυνση ... - Επιτάχυνση; Καλά, ρε μαλάκα, για αυτοκίνητα μιλάμε τόση ώρα; - Εμ, γιατί μιλάμε ... Μια Αλφα Ρομέο Τζούλια GT 1300 Tζούνιορ ... σε τιμή ευκαιρίας ... Την έκλεισα και αύριο πάω να την πάρω ... - Όχι, ρε αγόρι μου ... μη το κάνεις αυτό ... κουμπαράς σκέτος είναι ... είχε ο Πάνος και την έδωσε προ διετίας ... συνέχεια τούβγαζε κάτι και δεν μπορούσε να βρει κι ανταλλακτικά ... άσ' το, μεγάλε ...

(από poniroskylo, 18/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγαπημένο ποτό όσων βρίσκονται σε μεγάλα μπλεξίματα / χωσίματα.

Όπως είναι φανερό, η λέξη αποτελεί παράφραση του δημοφιλούς ποτού pina-colada το οποίο πίνεται ευχάριστα το καλοκαίρι.

Οι διαφορές του με την pina-colada, είναι οι εξής:

  1. Πίνεται όλο το χρόνο
  2. Δεν έχει αλκοόλ, οπότε πίνεται και σε μεγάλες ποσότητες άφοβα
  3. Είναι «μπόμπα»!
  4. Στο κερνάνε συνέχεια οι άλλοι
  5. Το βρίσκεις παντού - εκτός από bar

Παρατηρείται ότι όσοι το δοκιμάσουν μία φορά, το παίρνουν συνέχεια.

(Στον στρατό)
- Νέος: Ρε επιλοχία, πάλι εγώ σκοπέτο γερμανικό σήμερα;;;
- Παλιός: Γιατί ρε κωλόψαρο;;; Δεν σ' αρέσει η pipa-colada;;;

(Στο γραφείο)
- Τι έχεις ρε Ρούλη και είσαι σα χαμένος;;;
- Τι να' χω ρε Πατάπη... Απ' το πρωί με κερνάει pipes-colades (πληθυντικός) το αφεντικό και με βλέπω εδώ όλο το βράδυ να τις πίνω μόνος μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη εκδοχή για το σουτιέν που αποδίδει στο εσώρουχο έξτρα υποστηρικτικές ιδιότητες (κάτι δηλαδή σαν ανάρτηση με σούστες), απαραίτητες βέβαια για βυζιά μεγάλου μεγέθους.

(Στο δοκιμαστήριο μαγαζιού γυναικείων ρούχων μία κυρία με πλούσιο μπούστο δοκιμάζει διάφορα ρούχα.) (Στην υπάλληλο)
- Κοπέλα μου, ωραία αυτή η μπλούζα, αλλά είναι λίγο διαφανής και φαίνεται ο σουστιές!
(Υπάλληλος, χωρίς να καταλαβαίνει)
- Ο ποιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified