Further tags

Το γαλάζιο χαπάκι βιάγκρα είναι ως γνωστόν ένα σκεύασμα που επιβοηθά τη στυτική λειτουργία.

Εδώ θα ορίσουμε ως θαλασσινό βιάγκρα (γαλάζιο κατά μια έννοια, ένεκα χρώματος θάλασσας), το φαγητό που μπορεί να αποτελείται από ψάρια και λοιπά θαλασσινά (π.χ. καλαμάρια, αστακούς, γαρίδες, χταπόδια, σουπιές, κ.λπ.). Τα θαλασσινά, ως γνωστόν επιβοηθούν τη σεξουαλική λειτουργία.

Από τη σύγκριση των δυο τύπων βιάγκρα βγαίνουν τα παρακάτω συμπεράσματα:

A) Αυτό το βιάγκρα δεν έχει την τυποποίηση που έχει το σκεύασμα, π.χ. το θαλασσινό βιάγκρα δεν έχει σταθερή χημική σύσταση (ίδια ή διαφορετικά part numbers θαλασσινών), όπως έχει το σκεύασμα.

B) Ένα τέτοιο βιάγκρα δεν έχει τους χρονικούς περιορισμούς του σκευάσματος (1 ώρα πριν τη συνεύρεση).

Γ) Το θαλασσινό βιάγκρα δεν έχει παρενέργειες με χάπια που ενδεχομένως να χρησιμοποιεί κάποιος. Αντίθετα έχουν αναφερθεί καρδιακά και άλλα προβλήματα σε ασθενείς που ενώ παίρνουν ειδικά φάρμακα (π.χ. νιτρώδη) παίρνουν και κλασσικό βιάγκρα.

Δ) Απαγορεύεται η χρήση του κλασσικού βιάγκρα σε ορισμένους (π.χ. ασθενείς με καρδιακά προβλήματα, πίεση, ηπατικά και νεφρικά προβλήματα). Αντίστοιχα αποφεύγεται η χρήση του θαλασσινού βιάγκρα από ορισμένα άτομα (π.χ. άτομα που έχουν αλλεργία σε κάποια θαλασσινά.)

Ε) Έχουν αναφερθεί προβλήματα υγείας από τη χρήση κλασσικού βιάγκρα (π.χ. ρινόρροια, αλλαγές στην όραση, κ.λπ.) αλλά και προβλήματα από την κατανάλωση θαλασσινού βιάγκρα. Η μεγάλη ποσότητα, όπως και η συχνή λήψη του θαλασσινού βιάγκρα συντείνει προφανώς σε καλύτερα αποτελέσματα στο σεξ, ωστόσο όμως μπορεί να επηρεάσει την υγεία κάποιου (π.χ. η συχνή κατανάλωση μυδιών, χταποδιών μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση των επιπέδων χοληστερίνης).

Ζ) Το θαλασσινό βιάγκρα, αν συνοδευτεί με κλασσική ποσότητα αλκοολούχου (ούζα, κρασιά, μπυρόνια κ.λπ.), δεν επιδρά αρνητικά στην υγεία. Αντίθετα αυτό είναι πολύ πιθανό να συμβεί στην περίπτωση χρήσης σκευάσματος.

- Που λες χθες είχαμε πάει σε μια ταβέρνα και χτυπήσαμε το... μεζέ.
- Τι δηλαδή;
- Ένα μείγμα θαλασσινών που απαρτιζόταν από: ένα φλιτζανάκι αχινοσαλάτα, χαβιάρι χταποδιού, φάβα, ταραμά άσπρο, πεταλίδες, φούσκα και στρογγυλές τηγανητές πατάτες. - Μα αυτό δεν είναι μεζές. Θαλασσινό βιάγκρα είναι.
- Πράγματι έτσι το ονομάζουν.
- Είναι κρίμα όμως να χτυπάς τέτοιο θαλασσινό δυναμίτη και μετά να πηγαίνεις για θαλασσινό της παρηγοριάς.
- Δηλαδή;
- Για παντελονόψαρα.
- Τι λες τώρα;... Μετά το μεζέ πήγα σε μπαράκι για κάνα πουτσομεζέ και εκεί αντίκρισα μια συναγρίδα, ονόματι Καυλάουρα.
- Έπαιξε τίποτα;
- Αν έπαιξε; Άσ' τα πού να στα λέω. Πολύ λυσσάρα η γκόμενα. Πραγματική τίγρη. Τά 'δινε όλα. Πείναγε βλέπεις από τη νηστεία που της είχε επιβάλει κάποιος Μένιος, τον τελευταίο καιρό.

Βιάγκρα το κλασσικόν (από GATZMAN, 14/01/09)Πω πω δεν το πιστεύω.Πήρε θαλασσινό βιάγκρα και το γαριδάκι του, έγινε σωστός καρχαρίας  (από GATZMAN, 14/01/09)Θαλασσινό βιάγκρα (από GATZMAN, 14/01/09)Θαλασσινό βιάγκρα (από GATZMAN, 14/01/09)Θαλασσινό βιάγκρα (από GATZMAN, 14/01/09)Θαλασσινό βιάγκρα (από GATZMAN, 14/01/09)Θαλασσινό βιάγκρα (από GATZMAN, 14/01/09)Θαλασσινό βιάγκρα (από GATZMAN, 14/01/09)Θαλασσινό βιάγκρα (από GATZMAN, 14/01/09)Θαλασσινό βιάγκρα (από GATZMAN, 14/01/09)Θαλασσινό βιάγκρα (από GATZMAN, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχίδια, οι καρύδες. Γιατί και στο σχήμα μοιάζουν και στο πώς ακούγεται η λέξη.

Εξάλλου, το να τρως μέλι με καρύδια, σε βοηθά να κάνεις καλά αρχίδια, αν πιστέψουμε στο άσμα του μπάρμπα-Μπρίλιου:
«Και τον ετάιζε μέλι με καρύδια, μέλι με καρύδια,
για να κάνει αρχίδια, για να κάνει αρχίδια».

Βλ. και ξυσοκάρυδος, καρυοθραύστης, νατκράκερ

Αμάν αυτή η Μπάρμπαρα είναι βγαλμένη λες απ' το νατκράκερ του Τσαϊκόφσκι! Στην όπερα την ψωνίσανε;

(από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ζεστού τονωτικού ροφήματος με προέλευση το χωριό Αγιάσος της Λέσβου του οποίου η συνταγή περιλαμβάνει διάφορα μπαχαρικά (όπως κανέλλα κλπ), αλλά παραμένει κρυφή.

- Στρατέλ'... πιάσε από ένα καϊνάρι στα παιδιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πολυμέσων που αναρτώνται στην ιστιοσελίδα του slang.gr: το μύδι και το μήδι.

Μύδι αποκαλείται σλανγκιστί το διεστραμμένο δίδυμο του μηδιού και Θρασυμήδης αποκαλείται όποιος έχει το θράσος να αναρτά τέτοια εξεζητημένα και οιoνεί πορνογραφικά πολυμέσα στην ταλαίπωρη slang.gr, η οποία εσχάτως μορφοποιείται αναγραμματικά σε glans.gr.

Γλωσσολογικά, το μύδι –όπως και το ομώνυμο αφροδισιακό μαλάκιο που φέρει φτυστή ομοιότητα με το αιδοίο– ετυμολογείται εκ του μυίδιον, υποκοριστικού του μυός. Συνεπάγεται ότι το μύδι ανεβάζεται με τον ίδιο (μ)ηδυπαθή τρόπο που ο Richard Gere και οι συν αυτώ μετρό παραβιάζουν την φύση με άμοιρα ποντικάκια gerbil, εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Η WWF, αλήθεια, τι κάνει; Αρχίδια-μύδια! Εμείς τουλάστιχον έχουμε τον Κώστα Καφάση που ξέρει από καλό ψάρι. Και την Άννα Βίσση που δεν θα μείνει ποτέ μπουκάλα. Αλλά ξεφεύγουμε από το θέμα μας.

Ο εκφυλισμός λοιπόν του μήδι σε μύδι έχει προκαλέσει τα χρηστά ήθη, και πολλοί κατηγορούν τους υπεύθυνους λημματοδότες για μηδισμό. Ο σκοπός όμως αγιάζει το μήδος, και όσοι διαμαρτύρονται μπορούν να πάνε να γαμηθούν φίδιν μύδιν chez les grecs.

Να σημειωθεί τέλος ότι στην υποσλανγκική, όσα μύδια δεν ανοίγουν, ή έχουν σβήσει, μαραθεί ή κυβερνοστροβιλιστεί, αποκαλούνται μπαγιάτικα μύδια.

Για μήδι βλ. εδώ.

- poniroskylo (30/11/08): Παίδες, κάντε κλικ στο μύδι του βράστα ... - xalikoutis (30/11/08): μηηηηη, μην τα ακούτε ανάποδα αυτά!

(Σχόλια από το λήμμα βλακ μέταλ)

Ποντικάκια δαμαρτύρονται εύλογα για τα uploads του Richard Gere (από Vrastaman, 15/01/09)Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως μύδι  (από Vrastaman, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παπούτσι.
Χρησιμοποιείται ως πιο μάγκικη λέξη για τα παπούτσια.

- Νίκος: Εεεπ, που 'σαι ρε μάγκα; Αα, με γειά το πατούμενο. Καλό...
- Κώστας: Ευχαριστώ ρε μεγάλε. Σ' αρέσει; Το χρυσοπλήρωσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ατάκα στο Ntoltse vita καθώς κ το φερώνυμο club του Κολωνακίου. Αντί του «και καλά». Αρχικώς πρωτοχρησιμοποιηθείσα από τον Πλανήτη...

- Μαλάκα μάς πουλάει τρελή μούρη η γκόμενα ότι και καλούα είναι μοντέλο.
- Ρε ουστ!!!!

Δες και καικαλούας/-ού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεράστιος βύζος. Όχι απλά οι βυζάρες, δε μιλάμε για βυζολάκκο, αλλά βυζοχαράδρα. Εκτιμητέες στην αντρική υπόληψη όσες διαθέτουν γαλακτοτουρμπίνες. Απαραίτητη προϋπόθεση για όσες θέλουν να εργαστούν σε μπουζουκλερί. Κάποιο tv persona (δεν θυμάμαι ποιο) είπε ότι η Ελεονώρα Μελέτη έχει γαλακτοτουρμπίνες (συμφωνώ), και το άρπαξε το εξώδικο του (διαφωνώ), κοπλιμέντο σου έκανε ρε Ελεονώρα ο άνθρωπος!

(Μπροστά σε οικοδομή στην Πάτρα)

- Τι γαλακτοτουρμπίνες είναι αυτές μάνα μου;;;;
- Αϊ να χαθείς παλιοκαλουπατζή!
- Άμα κατέβω απ' τη σκαλωσιά θα σου δείξω εγώ...
- Να πας να δείξεις στη μάνα σου και στην αδερφή σου ρε μινάρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της λέξης προκατασκευασμένος, αλλά και της λέξης προκατεψυγμένος. Κάτι το προκάτ δεν είναι ποτέ «ορίτζιναλ» και απευθύνεται στην λαϊκή κατανάλωση, καθότι φτηνότερο ποιοτικά και οικονομικά. Είναι η εύκολη λύση. Προκάτ, κατ' επέκταση, χαρακτηρίζουμε οτιδήποτε ετοιματζίδικο, είτε είναι τρόφιμο, είτε είναι σπίτι, είτε είναι κατάσταση (στην τελευταία περίπτωση είναι συνώνυμο του «σικέ»).

Συλλογικό σύμπτωμα που καλά κρατεί ακόμα και χρονολογείται από την αντίστοιχη μανία της δεκαετίας του '70 για ετοιματζίδικα πράγματα (κονσέρβες, κατεψυγμένα, προκάτ εξοχικά, κλπ). Εξάλλου η ίδια η λέξη παραπέμπει στις περίεργες συντομογραφίες από φίρμες της δεκαετίας αυτής: σόφτεξ, πυρκάλ, χρωπεί, μπυράλ, κλπ

  1. - Μπράβο, μαλάκα. Σε ωραία ταβέρνα μας έφερες. - Γιατί ρε, τι σού 'φταιξε πάλι; Μια χαρά είναι το μαγαζί.
    - Ταβέρνα που σερβίρει προκάτ πατάτες, ρε μαλάκα; Δε μας πήγαινες στα μακντόναλντζ καλύτερα;

  2. - Ωραίο σπιτάκι αυτό, ε; Ένα τέτοιο θα ήθελα για εξοχικό.
    - Σιγά το ωραίο ρε μαλάκα, προκάτ είναι, δεν το βλέπεις; Μια να δώσεις στον τοίχο θα πέσει όλο...

  3. - Είδες, τελικά, που ήταν γραφτό να τα φτιάξουν ο Μιμίκος και η Μαίρη;
    - Ε όχι και γραφτό, καραπροκάτ ήτανε, μήνες το έστρωνε η μάνα της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας αμερικλάνικος τρόπος να πεις «σούπερ», «γουστάρω», «τέλεια», «άψογα», «καύλα». Ακούγεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα.

Είδα την τελευταία ταινία του Κλούνι και ήταν σούπερ ντούπερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαζαράκια αποκαλούνται τα ζυμωτά ψωμάκια που κάποτε έπλαθαν ευσεβείς νοικοκυρές σε σχήμα σπαργανωμένου βρικόλακα και έδιναν στα έντρομα παιδιά τους κάθε Σάββατο του Λαζάρου. Το μακάβριο αυτό έθιμο είχε κι άλλες σαδογοτθικές διαστάσεις, καθώς πίστευαν ότι ο Λάζαρος είχε αφήσει ευχή και κατάρα: «Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει...».

Σλανγκιστί, λαζαράκια αποκαλούνται όλα τα αζήτητα εμπορεύματα - σαβούρες που οι καταστηματάρχες νεκρανασταίνουν από τα σκονισμένα κιτάπια τους την περίοδο των εκπτώσεων και τα μοστράρουν στις βιτρίνες ως μέγα-ευκαιρίες.

- Λίλιαν πάμε για χοντοθεραπεία; Έχει εκπτώσεις 70% σε όλα τα προϊόντα Πούτσι!
- Πούτσες-εκπτώσεις Καυλάουρα, μόνο κάτι λαζαράκια της συμφοράς έχουν μείνει....

May the real Lazaraki please stand up please stand up please stand up  (από Vrastaman, 19/01/09)Εδώ θα βρειτε πολλά λαζαράκια (από Vrastaman, 19/01/09)O οίκος Πούτσι (από Vrastaman, 19/01/09)Λαζαράκια (από PUNKELISD, 11/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified