Further tags

Η μπύρα: προκύπτει από τη δημώδη φράση «ο καλύτερος μεζές της τσικουδιάς είναι η μπύρα» που χρησιμοποιούν όσοι δεν πίνουν ούτε από χαρά ούτε από λύπη αλλά από το πρωί –και άλλα τέτοια... Για τις συναναστροφές τους αυτές υφίστανται τις αναμενόμενες κοινωνικές κιρρώσεις...

- Κοπέλια, να μην πάρομε τσικουδιές επαέ, γιατί είναι νερό, μόνο λέω το για μπύρες, και συνεχίζομε με ρακές στου Χρήστου...
- Ναι, μρε, ένα μεζέ, γιατί ξεροσφύρι από το πρωί θα μασε θερίσει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Μαντείο των Δελφών ήταν το γνωστότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας. Θεωρείται ο ομφαλός του κόσμου, γιατί, όταν και καλά, ο Δίας άφησε δύο αετούς, έναν προς την Ανατολή και έναν προς την Δύση, αυτοί ήρθαν φάτσα κάρτα στους Δελφούς. Το μαντείο αυτό ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Η Πυθία ήταν το contact point... ε... ε... το πρόσωπο κλειδί... το διάμεσο ντε, με το οποίο επικοινωνούσε και καλά ο Θεός. Η Πυθία ερμήνευε τη θέλησή του (είτε για το παρόν, είτε για μελλούμενα γεγονότα) και την κοινοποιούσε στο κοινό.

Όταν, σλανγκιστί, αναφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε σε κάποιο πρόσωπο που μιλώντας με ύφος χιλιάδων καρδιναλίων φέρεται ως σοφή κουκουβάγια, ως ξερόλας, ως ομιλούσα εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ.

Σε κάποιον, δηλαδή, που θεωρεί τον εαυτόν ως την απόλυτη και πλέον εγγυημένη και αξιόπιστη πηγή γνώσης (που αφορά παρόν ή και μέλλον), λες και ο λόγος του φέρει την αξιοπιστία που είχε στα αρχαία χρόνια ο χρησμός του μαντείου των Δελφών.

Όπως ο χρησμός δεν αμφισβητείτο, γιατί είχε θείο κύρος, έτσι κι ο φίλος μας τσαντίζεται τα μάλα όταν κάποιος τολμήσει να αμφισβητήσει τα λεγόμενά του.

Σημείωση
Πολλές φορές η φράση μπορεί να λεχθεί από κάποιον που, χωρίς να είναι ξερόλας, δίνει συγκυριακά μεγάλη βαρύτητα στη διαίσθησή του ή στην εμπειρία του, ή επίσης μπορεί και να μην ξεκαθαρίζει τη σκέψη του, κρατώντας κρυφά χαρτιά.

Δύο γνωστοί συζητούν. Ο πρώτος είναι γνωστό ξερόλι, που ο δεύτερος δεν τον πάει με τίποτα.
- Που λες σε δυο χρόνια θα γίνει... μπλα... μπλα... Να πάρεις τα τάδε μέτρα... μπλα... μπλα... μπλα. Αλλιώς θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Ό,τι σου είπα, αλλιώς...
- Ναι... ναι... βέβαια... βέβαια. Μπορώ να πάω κόντρα στο μαντείο των Δελφών; Χάθηκα!... χαχαχα

Δελφοί (από GATZMAN, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής έκφραση που μεταφορικά εκφράζει την απόλυτη αηδία για:

1. Την ανήθικη ή ανάρμοστη συμπεριφορά κάποιου/ας,

2. Το ελεεινό γούστο κάποιου/ας,

3. Την τραγική εμφάνιση κάποιου/ας.

Η λέξη καλαπόδι έχει και άλλες σλανγκικές εφαρμογές, όπως στην διακόρευση αειπαρθένων αλλά και στα ακραία καιρικά φαινόμενα («ρίχνει καλαπόδια»).

Βλ. επίσης: Να μασάς σκατά και να φτύνεις! και να μασάς κουκιά και να φτύνεις!

Έννοια 1
«Και είναι πραγματικά να ξερνάς καλαπόδια κάθε φορά που οι τηλεβρυκόλακες στριμώχνουν κάποιον φουκαρά συνδικαλιστή αστυνομικό και δήθεν τον περνούν από ανάκριση τρίτου βαθμού, τη στιγμή που ο πολιτικός του προϊστάμενος τρώει το χαβιαράκι του, προσκεκλημένος σε καμιά εκδήλωση για τη σωτηρία της μεσογειακής ακρίδας»
(Από εδώ)

Έννοια 2
Ο Πέρι έχει εντελώς εξαχρειωθεί με τις λουγκροενδυμασίες του! Εμφανίστηκε χθες στο Κολωνάκι με ένα πορτοκαλί τιγρέ κολλάν, να ξερνάς καλαπόδια!

Έννοια 3
Είχες δει την Λάουρα πριν κάνει μπαγαποντοπλαστική; Ήταν να ξερνάς καλαπόδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δασύτριχο στέρνο του Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ, η φλοκάτη.

Το σταυρουδάκι χανόταν στο ερωτικό χαλί του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τούρμπο – ο γνωστός σε όλους στροβιλοσυμπιεστής του κινητήρα – είναι αντιδάνειοτου αρχαίου τύρβη («ταραχή, αταξία, αναστάτωση») από όπου παράγεται και το ρήμα τυρβάζω («ανακατεύω, ανακινώ»).

Το τούρμπο έχει τουλάστιχον τρεις σλανγκοεφαρμογές:

  • Γίνομαι τούρμπο σημαίνει νευριάζω, γίνομαι έξαλλος. Αν και πρόσφατο σχετικά σλανγκ, συνδέεται απόλυτα με την μέση φωνή του τυρβάζω («βρίσκομαι σε ταραχή και θόρυβο, συμπιέζομαι»),
  • Τούρμπο αποκαλείται κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο που πάει φυσέκι,
  • Τούρμπο επίσης αποκαλούνται ειρωνικά τα βραδύνοα / χαζά άτομα, κατά το «βλήμα».

Αατα.

Εφαρμογή Α’

- Ποιοί κάνανε το Χατζηνικολάου τούρμπο στο χθεσινό δελτίο; Παιδιά μιλάμε έγινε τόσο έξαλλος, που έκλεισε η φωνή του από τα ουρλιαχτά. Μα πολύ το χάρηκα...
(από εδώ)

Εφαρμογή Β’

- Γίνε Τούρμπο: 11 απλά κόλπα που θα τονώσουν το μεταβολισμό σου και θα σε κρατήσουν σε εγρήγορση.
(από εδώ)

Εφαρμογή Γ’

- Μένιος: Πώς πάει η νέα σου γραμματέας, το Μαριλού;
- Πέρι: Το ξανθό έχει γεμίσει όλες της οθόνες στο γραφείο με blanco…
- Μένιος: Την είδα, είναι εντελώς τούρμπο! Τουλάστιχον κάνει καλό φραπέ ;
- Πέρι: Άξιος ο μισθός της!

σχαστρα τουρμπο (από ο αυτοκτονημενος, 01/04/09)Τον έκανε τούρμπο (από Khan, 19/09/09)...νέα γενιά αντικαταθλιπτικών: KOJAK! Τούρμπο δύναμη... (από Jonas, 13/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ εύκολο ρούχο, αυτό που το πλένεις, στεγνώνει αμέσως, δεν θέλει σίδερο, ξαναφοριέται σε μία ώρα μέσα αφού το πλύνεις.

- Πολύ ωραίο μπλουζάκι αυτό!
- Α, και να δεις τι εύκολο ρούχο! Πλύνε-βάλε είναι...
- Πού το πήρες;
- Α, δεν είχε άλλο, το τελευταίο ήταν...

(από nick, 02/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ή και μπακαντέλα, αλλά και μπαχαντέλα, αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής καταγωγής μας.

Το αναξιόλογο, το ασήμαντο, το τιποτένιο. Το παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. Το σαράβαλο μηχάνημα ή όχημα και τα τελευταία χρόνια και οι διάφορες συσκευές.

Μεταφορικά και η γυναίκα-σαράβαλο.

Από το ιταλικό bagattella που σημαίνει το ασήμαντο πράγμα, αλλά και το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο. Με το ίδιο όνομα όμως, υπάρχει και ένα είδος γλυκού σαβουαγιάρ με κρέμα και λικέρ.

Ο πληθυντικός bagatelle δόθηκε σε μικρής διάρκειας, ανάλαφρα και μελωδικά μουσικά κομμάτια. Από τις πιο γνωστές bagatelle είναι το Fur Elise του Μπετόβεν.

Αλλά και οι Γάλλοι ονόμασαν bagattelle ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με μπίλιες δικής τους εφεύρεσης, που θεωρείται ο πρόδρομος του pinball (φλιπεράκι).

Στα Ελληνικά βέβαια ο πληθυντικός διατηρεί την έννοια του ενικού.

  1. - Πρέπει να το αλλάξω πια το αυτοκίνητό μου. Έγινε μπαγκατέλα.

  2. - Το είδες το νέο κινητό του Κώστα;
    - Ποιο μωρέ; Αυτή την μπακαντέλα λες;

  3. - Ρε συ πώς έγινε έτσι η κυρα-Μαρία; Σκέτη μπαχαντέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εντοπίζω μέσα σε πλήθος, είτε άτομο, είτε αντικείμενο, είτε λανθάνουσα κατάσταση.

  2. Βγάζω τελεσίδικα συμπέρασμα για το ποιόν ή τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.

  3. [Μαζί με το 2] Απομονώνω κοινωνικά κάποιο άτομο για κάποιο λόγο, κυρίως ηθικό, ή ψευτοηθικό.

1α.
Μάτι ρουφιάνου έχεις μωρ' αδερφάκι μου... Πού την στάμπαρες την παρέα μόλις μπήκαμε στο μαγαζί; Εδώ μέσα γίνεται της πουτάνας!

1β.
- Το στάμπαρα το πρόβλημα, είχε φύγει μια φτερωτή απ' το βεντιλατέρ και χτυπούσε στο ψυγείο. 320 ευρώ σύνολο θα σου βγει.
- Πόσα;! Δε μιλάς όμορφα μάστορα!
- Τι να σου κάνω; Πόρσε μου ήθελες! Στο αμάξι σου αν θες να ξέρεις το «Μπαμπά μην τρέχεις» έχει 150 ευρώ! [(c) το τελευταίο: «Κωνσταντίνου κι Ελένης - έλεος;]
- Την τύχη μου...

  1. Στο »Βιετνάμ« θα πάμε ρε; Είσαι τρελός; Αυτό είναι σταμπαρισμένο πουστράδικο!

  2. Μέσα σε δυο μέρες τον σταμπάρανε όλοι στη μονάδα τι κωλόβυσμα και χαφιές ήταν, κανείς δεν του μιλούσε. Στο τέλος έφτασαν να του κάνουν έφοδο και να μην του λένε τα συνθηματικά, για σπάσιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεσοδιάστημα ανάμεσα στο μουνί και στον κώλο. Αποκαλείται έτσι, γιατί κατά την διάρκεια της συνουσίας τα αρχίδια «χτυπάνε» - «αναπηδούν» σε εκείνο το σημείο.

Tα δύο αυτοκίνητα ήταν τόσο κοντά, που το διάστημα ανάμεσα τους ήταν μικρότερο και απ' την αρχιδοχορεύτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified