Further tags

Παράφραση για κάλυψη-απόκρυψη του χέσιμο, διότι τα ποδανά έχουν γίνει ευρέως γνωστά.

Διαδοχικά: Χέσιμο => σιμόχε(ν) => σιμάο.

- Λοιπόν πρέπει να πάω για σιμάο επειγόντως.
- Βάστα ωρέ λίγο...
- Δεν γίνεται! Μου παίζει φώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα

- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος «ζεν» αποτελεί Ελληνοκινεζο-σλάνγκ που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση γαλήνης, ψυχοσωματικής ισορροπίας, επικοινωνίας με άλλους κόσμους, προϊόντα διαρκούς υπερβατικού διαλογισμού και πνευματικής άσκησης.

Ευρύτερα, συμπεριλαμβάνει όλες εκείνες τις ιδιότητες του μοντέρνου δυτικού ανθρώπου που θαυμάζει και θέλει να αφομοιώσει την ανατολική φιλοσοφία, χωρίς απαραίτητα να μπορεί να την καταλάβει, αλλά μπορεί να την «καταναλώσει» μέσα από απόπειρες γιόγκα, βιολογική διατροφή, σεμινάρια φιλοσοφίας και διαλογισμού κ.α. τυποποιημένα αγαθά made in Taiwan.

Σε ειδικές περιπτώσεις, πχ. σε αναφορά στη «μόνιμη γαλήνη», αντικαθιστά την μέχρι πρότινος δεσπόζουσα στο στερέωμα των Ινδοελληνο-σλανγκ φράση «είμαι σε φάση Νιρβάνας», η οποία είχε διαδοθεί ιδιαίτερα στα ενενήνταζ, χάρις στην εμφάνιση του ομώνυμου ροκ σχήματος ανακύκλωσης κιθάρων.

Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, όπου και ο μπάρμπα-Μπρίλιος από το αρβανιτοχώριον μπορεί να συνδεθεί στο ψαχτήρι και να κατεβάσει ταινίες όπως «Τίγρης και Δράκος» και «Kung-Pow», να παραγγείλει να του στείλουν «Μάνγκα» (αυτά είναι γιαπωνέζικα κόμιξ) και να μάθει για τον Κάπταιν-Κόζκο που θα πάρει τον Περαία, η επαφή με την Κινεζική κουλτούρα και φιλοσοφία μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ντοπιολαλιά.

Φυσικά, η χρήση ξένων όρων δεν ταυτίζεται νοηματικά με την εκφορά τους στη μητρική γλώσσα με συχνά αποτελέσματα κακοποίησης, όπως και στη χρήση του όρου «ΖΕΝ».

- Καλά, ε; Αυτός ο διατροφολόγος είναι και πολύ «ζεν» τύπος! Άκου να δεις! Με το που μπαίνω στο γραφείο του και χαζεύω τους βούδες και τους ελέφαντες νίντζα αυτός απλά κοιτώντας με μου έχει βγάλει τα κιλά μου, την ηλικία μου και το όνομα του σκύλου μου! Και καπάκια με ψεκάζει με ένα κινέζικο αδυνατιστικό άρωμα και με κοιμίζει! Και ξυπνάω την άλλη μέρα 2 κιλά ελαφρύτερος! Απίστευτο, σου λέω! Ενώ όλα αυτά τα'χα για τα ούρα, τώρα πιστεύω!

- Ρε μπας και ενώ κοιμόσουν σου έκλεψε κανένα νεφρό και νιώθεις ελαφρύτερος; Για κοιτάξου σε κάναν ουρολόγο και τράβα κατά Ινδία μεριά, μπας και ο δικός σου τα' στειλε πακέτο στο «Μάστερ» να τα σκοτώσει σε καμιά λαϊκή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κόσμον η μπύρα Άμστελ. Τίτλος που αποκόμισε λόγω της συχνής εμφάνισής της παραπλεύρως οικοδόμων, ημεδαπών τε και αλλοδαπών εις τα ανά τη χώραν γιαπιά.

Ρε Νάσο, πετάξου μια μέχρι το περίπτερο και φέρε 2-3 μπυράκια.
— Τι μάρκα;
— Εε, του οικοδόμου ρε, κλασσικά.

Δες και όπου φτωχός κι η μπύρα του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γαλλοπρεπής κατάληξη κλπ.)

Εμπόρευμα, συνήθως ρούχο ή παπούτσι, που δεν είναι φιρμάτο. Απλά πάνω δε γράφει τίποτα, είναι αυτό που είναι γιατί έτσι γουστάρει, ούτε νίκε ούτε αντίντασλερ και κέρατα.

Είναι πάμφθηνο και ανεξιχνίαστου προέλευσης (συνήθως σινικής). Πουλιέται μαζικά στα καλάθια (Αιόλου, Αθηνάς, Μοναστηράκι, κλπ). Το προτιμούν τσίπηδες και φτωχοί. Έγκλημα καθοσιώσεως να φοράς αμαρκέ αν οι παρέες σου είναι υψηλού και μεγαλοπιασμένες και θες να φαίνεσαι τρέντι.

Σχετικό με το αμαρκέ είναι το μάρκα μ' έκαψες. Όταν η μάρκα είναι παγκοσμίως άγνωστη και ανύπαρκτη.

- Γιατρός άνθρωπος και φοράει παπούτσι πάνινο αμαρκέ με δέκα ευρώ απ την Αιόλου.
- Ναι, είναι μεγάλος εβραίος δεν το ήξερες ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι το πεντακοσάευρο από το χρώμα του. Λέγεται κάργα από τραπεζοϋπάλληλους αλλά και γενικότερα.

Με μωβ (μόνο μωβ και τίποτα άλλο) λένε κυκλοφορούν κάποιοι πλουσίου, πχ Τζίγγερ.

- Παρακαλώ.
- Ανάληψη 4 χιλιάρικα.
- Ταυτότητα.
- ...
- Έχω μωβ και κατοστάρικα, σε τι τα θέλετε ;
- Δώμου 2 μωβ και τα υπόλοιπα πράσινα.

(από perkins, 07/07/10)

Δες ακόμη: καφετί, κίτρινα, γιοφύρι, πράσινα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μπαρόβια σλανγκ, το scotch whisky μάρκας Famous Grouse, για τον προφανή λόγο ότι στην ετικέτα απεικονίζεται ένα είδος πτηνού ενδημικού στα Highlands της Σκωτίας (αγγλ. grouse), που μοιάζει πολύ με την δική μας πέρδικα (ενώ πρόκειται μάλλον για ένα είδος αγριόγαλου).

- Τι έχει ο Ιεροκλής;
- Άσε, χάλια... ήπιε μόνος του τρεις πέρδικες και τον κουβαλάγαμε μετά...

(από Jonas, 07/07/10)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επαγγελματική αργκό του ντηλάκια, χταπόδι αποκαλείται είδος τηλεφωνικής συσκευής που χρησιμοποιείται για τηλεδιασκέψεις σε ανοιχτή ακρόαση.

Χταποδιάρα γραμματέας: - Αχταπόδια, πού να τα βάλω;

Χταπόδι ρουμάνος: - Αστακοί, στο κόνφερενς ρουμ.

Μιλάμε για τέτοιο χταπόδι (από Vrastaman, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι το αποβαλλόμενο δέρμα των ερπετών που αποτελείται μόνο από νεκρά κύτταρα και που όλοι έχουμε δει κάποια φορά σε περιήγηση στην εξοχή. Λέγεται και «πουκάμισο» ή φιδόντυμα.

Επίσης κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα αμφίβια, αλλά και με τα έντομα, όπως τα τζιτζίκια, που το δέρμα τους το συναντάμε το καλοκαίρι στα δέντρα και είναι πορτοκαλί (παράδειγμα 1).

Σλανγκικώς όμως, έτσι χαρακτηρίζεται συγκεκριμένο ρούχο, συνήθως μπλουζάκι, από όλους τους βλέποντες (καμιά φορά κι από τυφλούς που έχουν οξυμένη την όσφρηση), όταν ο κάτοχός του το φοράει συνέχεια -αφενός διότι είναι πτωχός κι έχει, βαριά, άλλο ένα, αφεδύο διότι είναι τσίπης και δεν πάει να αγοράσει κάνα ρούχο και αφετρία επειδή είναι πολύ κολλημένος (στα όρια του αυτισμού) και θέλει να φοράει μόνο αυτό το ρούχο σε σημείο που όλοι να τον θυμούνται εξ ανακλητικής μνήμης με το συγκεκριμένο.

Οι μασχαλιαίες περιοχές βέβαια σφύζουν από αμμωνιαζόλ και, όταν το βγάζει το βράδυ για να κοιμηθεί, το ακουμπά στο πάτωμα διότι πλέον στέκεται όρθιο δίκην θώρακος πανοπλίας (παράδειγμα 2).

  1. Το δεύτερο δέρμα
    Όταν το παλιό «πουκάμισο» της κολουβρίδας ξεραθεί,
    το φίδι το αποβάλλει, μιας και το δέρμα αυτό, που αποτελείται
    από στρώματα νεκρών πλέον κυττάρων, δεν αναπτύσσεται μαζί με το ερπετό.
    Με τον ίδιο τρόπο αποβάλλουν το παλιό τους δέρμα και τα αμφίβια.
    Μετά το στάδιο της νύμφης, τα έντομα εξελίσσονται σε τέλειους οργανισμούς.
    Αντίθετα τα θηλαστικά και τα πουλιά σχηματίζουν εκ νέου μικρές
    ομάδες δερματικών κυττάρων, αποβάλλοντας τα νεκρά κύτταρα.
    Τα μαλάκια, όπως τα σαλιγκάρια, δεν παύουν να αναπτύσσονται ποτέ,
    κάτι που φαίνεται από τις ραβδώσεις στο καβούκι τους.
    Αντίθετα, τα σπονδυλωτά αναπτύσσουν τα οστά τους σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής τους.

  2. - Είδες τον Γρηγόρη;
    - Μπα! Έχω να τον δω τρεις-τέσσερις μέρες.
    - Νά' τος ρε έρχεται καμαρωτός με το δεύτερο δέρμα του...
    - Τον πούστη, ακόμα το φοράει ρε, θα 'χει κολλήσει απάνω του.
    - Και θα στέκεται και όρθιο, γάμησέ τα, ευτυχώς που έχω δέκα μποφόρ ιγμορίτιδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κούσουλος, -η, -ο, ουσιαστικό.

  1. Ο κουτσουρεμένος, ο χτυπημένος στο κεφάλι μετά από καυγά ή από ατύχημα. Λέγεται και για ζώα π.χ. για τουμπιές (= κτυπήματα με το ανθεκτικό τους μέτωπο) μεταξύ τράγων.

  2. Στα κυπριακά: κούσουλος = ο πρόξενος (η λέξη λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένο και παραχαϊδεμένο πρόσωπο. Το ίδιο και η λέξη τσελεπής = ευγενής, που τη λέμε χαριτολογώντας με την έννοια «αγάπη μου», «μωρό μου»).

Προφανώς αυτό προέρχεται από το βυζαντινό «κόνσολος» (ίσως και με τη μεσολάβηση του τουρκ. kónsolos) με αρχικό το λατινικό consul =σύμβουλος, αξιωματούχος στην αρχ. Ρώμη.

  1. Μητέρα προς άρρεν τέκνο:
    - Πού κτύπησες το κεφάλι σου έτσι; Το έκανες κούσουλο, πάλι με τον Γιωργάκη καυγάδιζες;

Billy-goat\'s  fight (από tryager, 06/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified