Further tags

Ο φανταχτερός, ο γυαλιστερός, ο τριζάτος, ο πλουμιστός, ο υπερκυριλέ. Αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει». Το καρακιτσαριό δηλαδή.

Η λέξη δεν σημαίνει κάτι, προφ είναι ηχομημιτική, πιθανόν από το κλασικό περιπαικτικό σφύριγμα που κάνουμε όταν κάτι και καλά πολύ εντυπωσιακό εμφανιστεί μπροστά μας -σε συνδυασμό με τη λέξη κυριλέ. Η ορθογραφία παραλλάσσεται ανάλογα με τη το φαντασιακό του καθενός: φισφιριλέ, φυσφιριλέ, φυσφυριλέ.

Λέγεται για ανθρώπους, αντικείμενα, συμπεριφορές, καταστάσεις, χώρους, για τα πάντα όλα.

  1. Πολύ φυσφυριλέ το έκανες το σπίτι σου ρε συ Ρούλα, ούτε ο Σπύρος Σούλης στο «Άλλαξέ το» να σου τό 'φτιαξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά, το πολύ έντονο φτηνό ανδρικό άρωμα (το γυναικείο λέγεται πατσουλί / πατσουλιά), όπως ακριβώς το περιγράφει ο Βασίλης στην «Κάντιλακ» (...σπρέι με βαρύ αποσμητικό...).

Η έκφραση προέρχεται απο την ταπεινή κολώνια (κατ’ ευφημισμόν-καμία σχέση με το νερό βορείου αποικίας των Ρωμαίων), με την οποία ξεπλένουν τους μεταστάντες στο φέρετρο πριν την κηδεία, προκειμένου να μη βρωμάνε...

Χαρακτηριστικό της είναι η έλλειψη διακριτικότητας (σου’ ρχεται στη μάπα και σε πνίγει). Την φορούν συνήθως κάτι γερο-τζόβενα, που δεν ξέρουν να διαλέξουν ούτε τις καλές φίρμες, ούτε τα εύοσμα αρώματα-αποσμητικά, αλλοδαποί του ανατολικού μπλoκ (που έχουν ξωμείνει στο βουλγαρικό «ροδόνερο»), καθώς και τα 13-16χρονα έντονα μαλακιζόμενα μειράκια, που την βουτάνε από τους πατεράδες τους και «λούζονται» μ’ αυτά (αφού κανείς δεν τους είπε πως χρησιμοποιούνται).

Συνήθως ευτελούς ποιότητας με βαρύγδουπη λεζάντα (στη συσκευασία), θα τα βρεί κανείς σε πάγκους γύφτων στα γιουσουρούμια, κατάχαμα στρωμένες κουβέρτες μαύρων-Πακιστάνων, που πουλούν όλων των ειδών τα «ορίτζιναλ» κυριλέ προϊόντα σε παραδόξως χαμηλές τιμές, σε κεντρικές λεωφόρους (μέχρι το επόμενο σφύριγμα τσιλιαδόρου), παλιότερα στις βιτρίνες του υπόγειου ηλεκτρικού της Ομόνοιας, σε περίπτερα και εν γένει «στα καλάθια», όπως λέμε.

Συνώνυμα: Μπακουραμπάν, Μυρτώ, Περιπτερέξ, Πάρε-νάεις (Fahrenheit) κ.α.

(Νυχτερινή έξοδος φίλων):

- Καλώστονε κι ας άργησε!
- Λοιπόν, φύγαμε;
- Μπα πανάθεμάσε, τη νεκροκολώνια λούστηκες πάλι; Μας μπάφιασες...
- Ξέρεις πόσο έχει αυτό το άρωμα ρε άσχετε; 30 γιούρο! Παραπάνω απ' το ρολόι σου!
- Να σου δώσω ένα τάληρο να πά’ να την πετάξεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το σούπερ ντούπερ, το άπιαστο, το τέλειο. Ο όρος καθιερώθηκε μάλλον από τον Νίκο Αλέφαντο, αλλά χρησιμοποιείται και εκτός αγωνιστικού χώρου, π.χ. «το ραλί του Άγγελου είναι πύραυλος, μάνα καημένη».

- Παίκτης σαν τον Ροναλντίνιο δεν υπάρχει άλλος αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Ο άνθρωπος είναι μάνα καημένη, ασύλληπτος!

- Καλά, μια Χαγιαμπούσαμας έπαιζε φώτα στα 220! Μας πέρασε σαν να ήμαστε σταματημένοι. Απίστευτο εργαλείο, μάνα καημένη, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προβληματικό αυτοκίνητο στην γλώσσα των αυτοκινητόκαβλων. Κλασικός αγγλισμός για την περιουσία που προέκυψε ακίνητη. Συντάσσεται συνήθως με το «βγαίνω».

- Γάμησέ με ρε μαλάκα, σε άκουσα και πήρα γιουντάι, ότι και καλά έχει πάρει τα σώβρακα απ' τους γιαπωνέζους στην αξιοπιστία και κάθε δευτέρα πάω και ανοίγω το συνεργείο ναούμ'. Μ' έκαψες.
- Τι σου φταίει η γιουντάι ρε κλάμπανε αν σου βγήκε λεμόνι το αμάξι. Συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες.

Λεμόνι (από poniroskylo, 12/11/09)1958 Ford Edsel - θεωρείται η μητέρα όλων των λεμονιών (από Vrastaman, 12/11/09)"μετά από αυτό το λήμμα, το μόνο που μου μένει είναι η αυτοκτονία", είπε το λεμόνι (από BuBis, 12/11/09)btw, από τις πιο πετυχημένες διαφημίσεις  (από anchelito, 14/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποπ κορν.

- Ερώτηση τα Pop corn πώς τα λέτε εσείς; [...] Εμείς τα λέμε πατλάκες!!!!! Στην Κατερίνη τα λένε παπαδούλες και νομίζω σε άλλο μέρος τα λένε νυφούλες!!! (από εδώ).

Και παπαλούτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε υπερμεγέθες και ειδικότερα, στην αργκό της ερασιτεχνικής αλιείας, το μεγάλο ψάρι.

ΟΚ, το πολύ μεγάλο ψάρι. Το ψάρι για φωτογραφία. Το ψάρι που πήρε το Νόμπελ το '54 μαζί με τον Γέρο και τη Θάλασσα. Τηρουμένων των αναλογιών για τα Ελληνικά νερά.

Περιέχει, εξ ορισμού, την υπερβολή. Τέρας είναι το Κράκεν και ο Λεβιαθάν, άντε και το γατόψαρο των 293 κιλών που έπιασαν (και έφαγαν) στην Ταϊλάνδη. Μια συναγρίδα, έστω οχτάκιλη, τέρας δεν είναι. Είναι ένα καθώς πρέπει γεύμα.

Απαντάται και ως τέρατο.

- Καλά δε σου λέω Σαμοθράκη περάσαμε φανταστικά φανταστική παραλία μπητς μπαρ φανταστικό και καλά με φαντάζεσαι εμένα σκηνή κι έτσι και όλο ψάρια έτρωγα απίστευτο; και ο Νότης φοβερός ψαροντούφεκο κι έτσι και χτύπησε ΤΑ φοβερά ψάρια και έναν ροφό τέρας πόσα κιλά ήταν τέρας τέρας...
- Ναι, ε... ψάρια κι έτσι... μπράβο, μπράβο... Φένια, νααα σου πω και κάτι... πάμε λίγο από το σπίτι να σου δείξω τη συλλογή με τ'αγκιστράκια μου και να σε γνωρίσω και σ' ένα τέρας που έχω κι εγώ; - Α, να χαθείς, βλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

Αργκό της ψαραγοράς.

Κατά πρώτο λόγο αναφέρεται σε μεγάλο κεφαλόπουλo ή σκουμπρί. Μπορεί να το πουν και για λαυράκια και γοφάρια. Είναι όλα στενόμακρα ψάρια κι αν είναι ψωμωμένα και φρέσκα - άρα σφιχτά - μοιάζουν με στειλιάρια. Με λίγη φαντασία. Όπως και άλλα πράγματα.

Περιέχει μια υγιή δόση υπερβολής.

- Έλα, το σκουμπρί ... στειλιάρι είναι σήμερα, στειλιάρι λέω ... έλα, εφτά ευρώ το έβαλα ...
- Ελληνικά μιλάει;

Ο κέφαλος (από poniroskylo, 07/11/09)Οι σκόμβροι (από poniroskylo, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της ψαροταβέρνας.

Ψάρι πλατύ σεβαστού μεγέθους. Παντόφλες χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα οι γλώσσες, ενίοτε και οι τσιπούρες. Σε μπόι παντόφλας, πανάκριβα είδη πλέον.

Παραπέμπει στην κλασική σπιτική παντόφλα, ξώφτερνη αλλά κλειστή μπροστά, χωρίς τακούνι.

- Πήγαμε με τον Αρίστο στον Καζικτσίογλου προχτές... φάγαμε κάτι παντόφλες, δε σου λέω τίποτα, κατσεκαλάν...
- Μπράβο, ρε... Και τι πλήρώσατε;
- Α, δεν πληρώσαμε ...
- Ορίστε;;;
- Ναι, ναι, δεν πληρώσαμε... αφήσαμε την μεγάλη την κόρη του Αρίστου... ε, τρεις μήνες μεροκάματα να κάνει, ξοφλήσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει χάλια κατάσταση προσώπου, πράγματος, ή κατάστασης.

Προέρχεται από την περίπλοκη και πολυσχιδή μορφολογία του μουνιού. Ο καλλιγραφικός προσδιορισμός εντείνει την όποια περιπλοκότητα ακριβώς όπως συμβαίνει και με την καλλιγραφική γραφή, δεδομένης δε και της υγρής υφής (χύσια, ούρα, σάλια και άλλες σωματικές εκκρίσεις) που σε πολλές περιπτώσεις απαντούν στο μουνί, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο.

  1. - Ο Μήτσος σουτάρισε το καινούριο Alfa Romeo του μπαμπά του. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα.
    - Το αμάξι;
    - Μουνί καλλιγραφίας έγινε. Πάει για απόσυρση.

  2. Ρε, τι γίνεται 'δω μέσα; Τ' άφησα τζιτζί και τα βρίσκω μουνί καλλιγραφίας!

  3. Δε φτάνει που μου βάφτηκε σαν την πουτάνα, την πήραν και τα κλάματα, άστα. Μουνί καλλιγραφίας έγινε! Τη λυπήθηκα την κακομοίρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified