Further tags

Στην αργκό όσων ασχολούνται με τα αυτοκίνητα, καζανάκι είναι το τελευταίο τμήμα της εξάτμισης που έχει ως σκοπό τη μείωση του θορύβου. Λέγεται έτσι λόγω του σχήματός του. Επίσημα λέγεται σιγαστήρας. Αν είναι τρύπιο ή η παρουσία του λειτουργεί σχεδόν μόνο οπτικά, το αμάξι κάνει πολύ θόρυβο, με αποτέλεσμα να εισπράττει σχόλια τύπου: «Έτσι να κάνει ο κώλος σου ρε!», όταν περνά 3 το βράδυ κάτω από τα σπίτια γκαζωμένος.

Το πείραγμα του συγκεκριμένου εξαρτήματος είναι δείγμα καγκουριάς.

- Πήγα στον «Θεόφιλο» και άλλαξα το καζανάκι, γιατί το παλιό είχε τρυπήσει και ο θόρυβος δεν παλευότανε με τίποτα.
- Στ' αρχίδια μας και εμάς, Κωστής ο Παλαμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιο δημοφιλής τύπος παπιού στο Ελλάντα. Επίσημα ονομάζεται Honda Cub. Η ιστορία του αρχίζει το 1958, ενώ στην Αθήνα έγιναν δημοφιλή στις δεκαετίες του '80 και '90. Το όνομα του προέρχεται από το ολοστρόγγυλο μπροστινό φανάρι. Άλλες ονομασίες του είναι: στρογγύλι, στρογγύλο, καμπίδι. Είναι διάσημα για τους εξής λόγους:

1) Είναι τα πιο ευκολοδήγητα. Όλοι οι μηχανόβιοι άρχισαν με ένα τέτοιο.
2) Δεν σπάνε, δεν χαλάνε.
3) Έχουν παλιό σύστημα ανάρτησης το οποίο, κατά την διάρκεια του φρεναρίσματος, σηκώνεται πάνω αντί να βυθίζεται κάτω.
4) Είναι το επίσημο μέσω μεταφοράς των κάγκουρων

Υπάρχει και μια παραλλαγή του με τετραγωνισμένα φανάρια που ονομάζεται GLX (τζι-ελ-εξ) ή Τζιελεξούμπα.

  1. - Ο Μάκης πήρε το δίπλωμα για τα 50 κυβικά και ψάχνεται για παπί. Έχεις κάτι υπ' όψιν σου;
    - Ναι ρε, ένα στρογγυλοφάναρο. Ό,τι καλύτερο.

  2. - Θυμάμαι ακόμα το πρώτο μου μηχανάκι, ένα στρογγύλο ήταν... Αυτά ήταν μηχανάκια, όχι σαν τα κινέζικα σήμερα...

Το κλασσικό μοντέλο σε κλασσικότερο γαλάζιο χρώμα. (από AN21, 05/08/09)Αυτή είναι η παραλλαγή του μοντέλου, το GLX. (από AN21, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η μεγάλη σαν μπουρί τρύπα. Χρησιμοποιείται συνήθως για το μέγεθος της κωλότρυπας.

  2. Το χέσιμο - Ο κώλος που χέζει.

  1. - Άμα την βάλω κάτω, θα της ανοίξω τον κώλο, μπουργάνα θα της τον κάνω.

  2. - Τι έγινε βρε συ εχθές; - Βγήκαμε με την Άννα, μετά πήγαμε σπίτι της, την πήδηξα, και της έκανα τον κώλο μπουργάνα.

  3. - Τι έγινε, πώς είσαι;
    - Ασ' τα, εχτές έφαγα 10 κομμάτια σπανακόπιτα και με πήγε μπουργάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πευκοβελόνα, στην σλανγκική των τακτικών επισκεπτών του Ο.ΚΑ.ΝΑ., είναι η βελόνα της σύριγγας με την οποία γίνεται η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών ουσιών, πράξη γνωστή ως σουτάρισμα. Η λέξη προέρχεται από το φύλο του Πεύκου το οποίο έχει τη μορφή βελόνας.

Πευκοβελόνες βρίσκουμε άφθονες σε πάρκα (pun intended).

Μερσί στον knasso :-)

- Κοίτα 'κει ρε μαλάκα! Ο τύπος βγάζει αβέρτα την πευκοβελόνα μπροστά στον κόσμο!
- ... Γάμησε τα, κατάντια φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βελόνα της σύριγγας στην γλώσσα των τοξικομανών. Λόγω του χρώματος και του σχήματος προφ.

- Τα 'μαθες; Ο Γιώργος έμπλεξε με την ασημένια σφήκα.
- Γάμησε τα..

Από το τραγούδι των Υπόγειων Ρευμάτων-Ασημένια Σφήκα:
...Σ' αρπάζει από τα μαλλιά η ασημένια σφήκα
βραδιές βραδιές και σε τινάζει πάνω...

- Τελευταία βρίσκω συνέχεια ασημένιες σφήκες στο παρκάκι...

(από AN21, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aυτός που προκαλεί άραγμα.

Πω, πω σε αυτόν τον αραγματικό καναπέ θα μπορούσε να αράζει άνετα ένας αραγματίας σκύλος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντεμέκ, το παρα-δωσιακό, μια πιο σύγχρονη εκδοχή του φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Τα τελευταία έτη, η αστακομακαρονάδα εφορέθη τα μάλα στους παράλιους χώρους μαζικής εστίασης, προσφερόμενη ως έδεσμα εξαιρετικό, δια υψιπέτες ουρανίσκους και άλλα χρωματιστά τοιούτα.

Πλην όμως η προέλευση της είναι σεμνή και ταπεινή. τα παλιά χρόνια όταν οι αλιείς έφερναν την ψαριά στη σκάλα, περίσσευε και κανένας τραυματισμένος αστακός, κανά πατημένο οστρακοειδές, τα οποία δεν τα αγόραζε ο έμπορας. Έπαιρνε λοιπόν ο ψαράς το περί ου στο σπίτι να τα ταΐσει την φαμελιά του, και μιας και ήταν και πολλά, κακοχρονονάχουνε, τα κολλητήρια, πλαισίωνε το έδεσμα με κάποια φτηνή πηγή υδατανθράκων, όπως είναι τα ζυμαρικά.

Χάρη στο δαιμόνιο της φυλής (όχι της οδού, της άλλης), κάποιοι ευφυείς συμπατριώτες μας είχαν την φαεινή ιδέα να ταΐσουν τους κατά κύριο λόγο Αθηνέζους πελάτες των με αυτό το ταπεινό πιάτο, δίκην καινοτομίας, έναντι ουδόλως ευκαταφρόνητου τιμήματος.

Mε τον καιρό, ο όρος αυτονομήθηκε και χρησιμοποιείται ως μια πιο chic μορφή παλαιότερων καθιερωμένων εκφράσεων.

- Και κοίτα, σε δίνει σταθερή απόδοση για τα 5 πρώτα χρόνια, τι λες;
- Δε ξέρω, μια φορά εμένανε με φαίνεται αστακομακαρονάδα η υπόθεση.

Απ\' το προσωπικό μου αστακοαρχείο (από Khan, 05/08/09)Εύκωλη αστακίνα με όλο το κρέας στην ουρά. (από Khan, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσαπάς. Συνώνυμο σκαμπαμπίας.

-Είδα εχθές το Μήτσο μ' ένα πιπίνι.
-Δε μας χέζεις μωρέ με τον μπαμπαΐα.

μπαμπάι μαι ντάρλινγκ! (από MXΣ, 21/12/10)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβαίνων τον Βέλτσο σε ο,τινανισμό, ο βέλτιστος Bέλτσος.

Αυτοαναφορικά, ο φληναφηματικός σλανγκαρχίδης, ο σλανγκόλας.

- Ευτυχώς, παρά την τελετή λήξης (των Ολυμπιακών Αγώνων) και τη Βίσση, δεν έχω τάσεις αυτοκτονίας», υποτονθορίζει (ο Γ. Βέλτσος). Μη φοβού, ω Βέλτσιστε. Αφού δεν διανοήθηκες αυτοχειρία όταν έπαιζες προ διμήνου, και μάλιστα εν Δελφοίς, τον Οιδίποδά σου συνοδεία ασμάτων της… Νάνσυ Σινάτρα, θα σε κάμψει τώρα μια Τελετή Λήξης με Αννα Βίσση;
(Καθημερινή)

- ...popo παιδια ποσο βαριεμαι να διαβαζω τα κομεντσ σασ....
αλα πρεπει να παραδεχρω οτι γελασα παρα πολυ με το βεβαιουσλι...ακομα γελαω...χαχαχαχαχαχχα
(η Μαριαχόμορφη σχολιάζει παπαραλήρημα του βέλτσιστου Khan, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπόροι από ποικιλία κάνναβης που δίνονται ως τροφή στα πουλιά όπως και άλλοι σπόροι (νίζερ, κεχρί, λινάρι, σπόροι γρασιδιού, περίλλα, μαρουλόσπορος κ.α.). Η εν λόγω ποικιλία κάνναβης έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή και ωσεκτουτού αποφεύγεται το μαστούρωμα των πουλιών.

Ωστόσο, το λήμμα αντικαθιστά πολύ συχνά τη λέξη «κάνναβη» και μ΄αυτή τη σημασία το συναντάμε σε ρεμπέτικα τραγούδια και σε συνομιλίες μεταξύ χρηστών μαριχουάνας.

Υπάρχει δε και προσωπική μαρτυρία του γράφοντα, ο οποίος συνάντησε προ 10ετίας σε επαρχιακή πόλη της Ιταλίας μαγκρεμπέ μετανάστη να περιφέρει ένα κλουβί με ένα καναρίνι και να ρωτά με νόημα τους υποψήφιους αγοραστές αν θέλουν να το ταΐσουν.

  1. Από ρεμπέτικο τραγούδι:

Δεν θέλω μόνιμη αγκαλιά, δεν θέλω μόνιμα φιλιά
Δεν θέλω έλεγχο τι κάνω και που πάω
Τi ώρα γύρισα εχθές, με ποιες αλήτευα προχθές
Τέτοια σκλαβιά δεν την μπορώ, δεν τη βαστάω
Θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί
Για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
Θα χτίσω είκοσι φωλιές κι άμα γουστάρω αγκαλιές
Από κανάρα σε κανάρα θα πετάω
Θέλει η ζωή μας αλλαγές και ας τσαντίζονται πολλές
Δεν δίνω φράγκο κάθε μια τι θα μου σούρει
Και το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν' αλλάζει τη τροφή
Κι όχι σκέτο κανναβούρι κανναβούρι
Θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί
Για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
Θα χτίσω είκοσι φωλιές κι άμα γουστάρω αγκαλιές
Από κανάρα σε κανάρα θα πετάω

  1. - Φίλος ...έχω ...έχω. Έχω.
    - Μπα...
    - Έχω σου λέω. Κανναβούρι!
    - Μπα, είπαμεεεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified