Further tags

Μέρος του γεννητικού αντρικού οργάνου. Οι άνθρωποι που φέρουν ένα αρχίδι λέγονται μονόρχεις (ή τζούφιοι).

Το αρχίδι εμφανίζεται επίσης σε δέκα μορφές:

  1. ως βρώσεως σημαντικό
  2. ως ορεκτικό
  3. ως κλάσεως σημαντικό
  4. ως δηλωτικό ποιότητας: α. επαινετικό β. υποτιμητικό
  5. ως εξάσκηση του ξυστό
  6. ως δηλωτικό δυσαρέσκειας
  7. ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός
  8. ως δηλωτικό θάρρους
  9. ως δικηγορική υπόθεση
    1. ως απάντηση
  1. Φάε ένα αρχίδι.
    1. Τσίμπα ένα αρχίδι.
    2. Κλάσε μου τ' αρχίδια.
      4α. Διευθυντής μ' αρχίδια.
      4β. Αρχίδια διευθυντής.
    3. Ξύσε μου τ' αρχίδι.
    4. Πήραμε τ' αρχίδια μας.
    5. Για κοίτα το αρχίδι.
    6. Ο τύπος έχει αρχίδια.
    7. Αρχίδια υπόθεση είναι αυτή.
  2. - Πήρες τη δουλειά; - Αρχίδια...

(από ironick, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν θέλουμε να πούμε ότι το φαγητό που θα φάμε δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο.

- Τι φαΐ θα φάμε σήμερα;
- Σκατά με φράουλες.

.. (από MXΣ, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρτό σπαθί που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Τούρκους (βλ. εικόνα 1).

Για κάποιο λόγο που διαφεύγει της προσοχής μου, η εταιρεία καλλυντικών Caron θεώρησε σκόπιμο να ονομάσει έτσι μία κολόνια της την δεκαετία του '80 (βλ. εικόνα 2).

Το σχετικό διαφημιστικό σποτ έδειχνε την κατασκευή ενός γιαταγανιού και μία παθιάρικη και καλά φωνή έλεγε «Yatagan. Eau de Cologne irresistible. De Caron.» Ήταν θέμα χρόνου να γίνει η οπτικοακουστική σύνδεση και ο όρος «yatagan» να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις μυτόγκες τύπου γιαταγάνι, [μπουγατσομάχαιρο] και Μορφονιός (βλ. εικόνα 3).

- Ωραίο παιδί ο Φώντας, δε λέω, αλλά το γιαταγκάν, πού το βάζεις;
- Ναι, σιγά ρε Μόνικα Μπελούτσι που σου πέφτει και λίγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσωπικά είδη. Μάλλον γυναικεία. Μπορεί να περιλαμβάνουν και είδη προικός και νεωτερισμών π.χ. κεντημένες μαξιλαροθήκες. Very useful. Λέξη που ουσιαστικά έχει διασωθεί χάρη στους στιχουργούς του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού.

Απαντάται και ως τσαμασίρια, χωρίς π.

  1. Βαρέθηκα-βαρέθηκα, Στίχοι-Μουσική: Τάκη Μουσαφίρη

Μα θα πάρω τα τσαμπασίρια μου
θα πάω κάπου αλλού,
βαρέθηκα-βαρέθηκα τα σούξου-μούξου του,
βαρέθηκα-βαρέθηκα τα σούξου-μούξου του.

  1. Το ντιβάνι, Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Μουσική: Β.Τσιτσάνης

Αφού δεν τα κατάφερες να πας με τα νερά μου, μάσε τα τσαμασίρια σου και στο καλό κυρά μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενα ευτελούς συνήθως αξίας και εξαιρετικά αμφιβόλου χρησιμότητας τα οποία θεωρούμε απολύτως απαραίτητα και σέρνουμε μαζί μας όπου κι αν πάμε. Χαρακτηριστικά, η πλήρης οικοσκευή που φορτώνει στη σχάρα του Χιουντάι η μέση Ελληνική οικογένεια όταν πάει πουσουκού στο «κτήμα». Επίσης, το περιεχόμενο της τσάντας με τις πολλές θήκες του κάθε ερασιτέχνη φωτογράφου που έχει να δείξει παρουσία τουλάχιστον σε μια έκθεση. Ό,τι έχει μέσα το μέσο γυναικείο νεσεσέρ.

Δεν παίζεται η Ρούλα. Είπε να 'ρθει να μείνει ένα βράδυ διότι τη σούταρε ο δικός της και κουβάλησε όλα τα τσιμπράγκαλά της κι εγκαταστάθηκε. Ως και το γουόκ έφερε διότι, λέει, κάνει μια δίαιτα Κινέζικη και τα λαχανικά πρέπει να είναι τραγανά. Έλα μουνί στον τόπο σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεράστιο κινητό. Συνήθως είναι (πολύ) περασμένης γενιάς αλλά υπάρχουν και κινητούμπες σύγχρονες, οι οποίες λόγω των αυξημένων δυνατοτήτων τους είναι μεγάλες και βαριές. Γκουμούτσες ένα πράμα.

  1. - Τι κινητούμπα είναι αυτή ρε άχρηστε;
    - Ήταν της γιαγιάς μου, κειμήλιο...

  2. - Πω ρε μια κινητούμπα! Σαν παντόφλα είναι.
    - Μη μιλάς γιατί εκτίθεσαι ανεπανόρθωτα. Είναι το Communicator το καινούργιο. Άσχετε. Αλλά πού να ξέρεις εσύ από τέτοια...

"Αγαπιτέ ΤΙΜ, θα ήθελα να κάνω διακουπί συμβούλιο (μτφ. συμβόλαιο), διώτη έχω κάνι άλλι σύνδεση ΤΙΜ. Σας ευχαριστό." (από Galadriel, 01/03/09)

Βλ. και παντόφλα, -ούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπιχλιμπίδι, το μικρόπραγμα...

Η σχέση του με το καλιαρντό και τις τζιβιτζιλούδες δεν είναι γνωστή.

Ρε εξήγησέ μου πώς λειτουργεί αυτό το κινητό, γιατί είναι όλο κουμπάκια, παρακουμπάκια, μενού, υπομενού και τζιβιτζιλίκια. Δε βλέπω τον πούτσο μου εκεί μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ξηρά καρπά και ψιψιψόνια, σνακ μαζί με τα ξύδια.

Καλά ρε, ο Νίκος μεγάλο λιγούρι... Όποτε πάμε σε μπαρ, ξεσπάει πάνω στα ξηροκάρπια... Τρία μπολ τρώει κάθε φορά... Δεν τρώει σπίτι του αυτός;

βλ. και ξηρούς καρποί και παρελκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εξαιρετικής ποιότητας, το πανέμορφο, το σγουάου, το σούπερ.

Καλά μαλάκα, η γκόμενά σου είναι και πολύ τζιτζιλόνι !

(από jesus, 21/12/09)

Βλέπε και τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιχαμερή ουσία που προκύπτει λόγω παρατεταμένης αποχής από το πλύσιμο των ευαίσθητων περιοχών του ανδρικού σώματος. Πέραν της προφανούς αηδίας που προκαλεί η αναφορά και μόνο της εν λόγω ουσίας, το γεγονός ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτε και θεωρείται ευτελής και ανάξια λόγου την καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμη τελικά για την περιγραφή προσώπων ή καταστάσεων που ο εκάστοτε ομιλών θέλει να απαξιώσει.

  1. - Πως είναι ρε μπαγάσα ο στρατός τελικά; Πες μας και μας να ξέρουμε τι μας περιμένει.
    - Γάμησέ τα μεγάλε. Έχω να κάνω μπάνιο 2 βδομάδες κι έχουν πιάσει ούρδα τ' αρχίδια μου...

  2. - Ο Μήτσος είπε να σου πω ότι αν σε πετύχει σε καμιά γωνιά την έκατσες. - Πες στο Μήτσο ότι είναι ούρδα απ' τ' αρχίδια μου και αν θέλει ας έρθει στην καφετέρια το απόγευμα να του ξηγήσω τ' όνειρο.

Σχετικά: τυρί (ένας ορισμός), αλμυρόπουτσα, η, μυτζήθρα, φετέισον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified