Further tags

Το μαχαίρι, το στιλέτο. Προφανώς προέρχεται από τα κέρατα των ζώων που είναι μυτερά και τα χρησιμοποιούν ως όπλα.

- Και ξεκινάει ο τσαμπουκάς και μου τραβάει κέρατο ο τύπος και νόμιζε πως ήταν μάγκας! Ε, βγάζω και γω το γκάνι και τα είδε όλα κωλυόμενα! Να δεις πως έκανε μετά, σαν μικρό παιδί με παρακάλαγε να τον αφήσω να φύγει και να μην τον φάω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο, πολύ μάγκικα. Από το αγγλικό gun.

Σταμάτα ρε, σταμάτα γιατί θα βγάλω το γκάνι και θα στην ανάψω μες τα μούτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπολόγας, ο κομπιούτορας, ο Ηλεκτρονικός Υπολογιστής εν πάσει περιπτώσει.

- Ρε Τάκη, πάλι σέρνεται ο υπολογιστήρας. Τι να κάνω;
- Φορμάτ θες μάγκα μου... όταν μπαίνουμε σε τσοντοσάιτ δεν πατάμε yes σε ό,τι μας πετάξουν στη μούρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπύρα, αλλά στα πολύ μάγκικα. Από το μπύρα + ηρωίνη.

- Τι λες, πάμε να πιούμε καμιά μπυρωίνη; - Μίλα κανονικά ρε ηλίθιε να συνεννοηθούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρινγκάκι.

Είχε έναν πισινό σαν την πλατεία Συντάγματος και φόραγε κουραδοκόφτη στην παραλία. Απίστευτο!

Βλ.και το βιβλίο του μαιτρ Ηλία Πετρόπουλου. (από Khan, 15/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τον πούτσο, άχρηστο.

Τι κινητό είναι αυτό που δεν έχει ούτε κάμερα, για τον πέουλα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται απο τον ιδιοκτήτη του fast food Gantas στο Βόλο.

Hamburger κομπλέ στο οποίο περιέχονται τα εξής υλικά: μπιφτέκι με νωπό κιμά δικό μου που τον φτιάχνω εγώ εδω, κασέρι, μπέικον, πατάτούλες χειροποίητες και σαλατούλα τις αρεσκεία σας. Τραχανάς κομπλέ χειροποίητος με κρητικές μπουκιές, φέτα και λουκάνικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεχειριστήριο κάποιας συσκευής, π.χ. τηλεόρασης. Χρησιμοποιείται για να «κουμαντάρει» την εκάστοτε συσκευή εξ αποστάσεως.

Φέρε 'δω το τηλεκουμάντο γιατί αυτά που βάζεις δε βλέπονται με τίποτα... Θα κάνω εγώ πρόγραμμα...

(από protnet, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαραίτητο συστατικό διαφόρων παρασκευασμάτων, κυρίως φαγώσιμων ή πόσιμων. Προκύπτει από το χύσαμε όλοι.

Μόλις μου είπαν ότι είχαν ρίξει μέσα στο γάλα χυσαμόλη, το ξέρασα κατ' ευθείαν! Μετά τους άρχισα στις μπουνιές να μάθουν να κάνουν τέτοιες πλακίτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρήμα. Τα λεφτά.

- Πήγα σήμερα κι επισκεύασα ένα ψυγείο στο σπίτι του πελάτη.
- Ο «μαϊντανός» έπεσε;
- Αν δεν έπεφτε, τι διάολο κάνουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified