Further tags

  1. Χρησιμοποιείται και για την κυριολεκτική πόρνη, την πουτάνα, αλλά κυρίως για αυτή που έχει τάσεις πουτανιάς και εκφυλιάς. Ως ύβρη διαθέτουμε και το πορνοδιαστροφική μαλακοπουτανιάρα.

  2. Στην στρατιωτική αργκό είναι το «κόκκινο (συνήθως) φωτάκι που υπάρχει μέσα στον θάλαμο των οπλιτών για να φωτίζει τις νύχτες». Επίσης λέγεται μπουρδελιάρα.

  3. Λίγο πιο δοκίμως, είναι και το χαρακτηριστικό φως (συνήθως κοκκινωπό) που υπάρχει στα μπουρδέλα, αλλά αυτό περισσότερο λέγεται μπουρδελιάρα.

  1. Ελέος ρε γμτ έχουν λυσσάξει με την πουτανιάρα και σιγά τι έκανε,ένα πήδημα σε κάμερα ουαου, γμτ την δήθεν σοβαροφανεία και το σεμνά και ταπεινά σας!!! Δεν μπορώ άλλο δήθεν ηθικής . Υ.Γ.Ούτε πρότυπο γίνεται να γίνει αυτή ή οποία άλλη ούτε τίποτα,αν θες να είσαι πουτανιάρα θα γίνεις ακόμα και αν ζεις στο Πακιστάν που τις λιθοβολούν. (Τζούλια Αλεξανδράτου- το καυτό πορνό βίντεο).

  2. Κι αυτή η πουτανιάρα δεν σβήνει με τίποτα γκαμώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.

Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.

- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Του πουλιού το γάλα, αλλά με πιο χυδαίο τρόπο.

Την θέση του «σπέρμα» μπορεί να πάρει οποιαδήποτε ονομασία του σπέρματος (π.χ. χύσι, ψωλόχυμα, τσουτσουνόζουμο κ.τ.λ.).

- Δε μου λες πορνουλίτσα μου... σου αρέσει ο πουρές; Εννοώ, κάνεις τα πάντα στο καυλόχρηστο;
- Και του μουνιού το σπέρμα. Εξαρτάται και φυσικά πόσα θα δώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον γνωστό ήχο «κρακ» (άρα ηχομιμητικό), αλλά μας προέκυψε από το γαλλικό craqueler: διασπώ –ώμαι / ραγίζω / πυρορραγίζω / διακοσμώ κεραμικό (κυρίως πορσελάνη) με ψηφίδες ή βερνίκι με ραγισμένη όψη.

Παίζουν και τα κρακελέ (κάργα), κρακλέ, κρακελάζ, κρακελάρισμα, κρακελαριστός.

Αποτελεί τεχνικό όρο - αθησαύριστο (ακόμη) απ’ τον Τριαντάφυλλο - των σιναφιών που ασχολούνται με βερνίκια, βαφές και γενικά επιστρώσεις υλικών πάνω σε άλλα είτε για να τα προστατέψουν είτε για να τα διακοσμήσουν.

Κυριολεκτικά, αναφέρεται στο φαινόμενο της εμφάνισης τριχοειδών ρωγμών / σπασιμάτων / ραγάδων / χαραγμάτων (ενίοτε πυκνών) στην επιφάνεια του βερνικιού ή της βαφής είτε λόγω επιλογής λανθασμένων, ελαττωματικών υλικών είτε λόγω σκιτζοδουλειάς, είτε λόγω φθοράς που επιφέρει ο πανδαμάτωρ χρόνος τόσο του ίδιου του επιστρώματος όσο και του υλικού που αυτό καλύπτει.

Αν τώρα το γουστάρει η ψυχούλα μας το αντικέ στυλάκι, υπάρχουν τα αντίστοιχα βερνίκια / βαφές, αλλά και τεχνικές, για να το πετύχουμε μέσω κρακελαρίσματος. Διάθεση για τέχνη, διακόσμηση ή και δηθενιά να υπάρχει.

Δεν νομίζω να παραξενεύει κανέναν που η χρήση του επεκτάθηκε και στο φαινόμενο του ραγίσματος γενικότερα κάποιου υλικού, άσχετα αν είναι ή όχι βαμμένο ή βερνικωμένο.

Χρησιμοποιείται και μεταφορικά - σλαγνκικά(;), όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάτι / κάποιος έφτασε στα όριά του / είναι τσαλακωμένος / έτοιμος να ραγίσει / καταρρεύσει.

(Aπ’ το ΔΠ κατόπιν προσφοράς vicar)

  1. Όλα τα υαλώματά μας είναι ασφαλή για χρήση, τελείως αμόλυβδα και χωρίς κάδμιο, βάριο. Είναι επίσης πολύ ανθεκτικά καθώς δεν ξεφλουδίζουν ούτε κρακελάρουν ακόμη και μετά από πολυετή χρήση.

  2. ...την άλλη φορά που θα θέλεις το μπολ να μοιάζει με παλιό με χαρακιές και άλλα πάρε βερνίκι κρακελέ διάβασε τις οδηγίες στο μπουκαλάκι και έτοιμο το κρακελάρισμα!!!

3i. Οι ασφαλτοστρωμένοι λειτουργικοί αεροδιάδρομοι του παρελθόντος έχουν γίνει «κρακελέ», έχουν αφήσει ανεμπόδιστα την αέναη κίνηση της φύσης να επιβληθεί, το χορτάριασμα επεκτείνεται παντού και στην τελευταία κρυμμένη γωνιά, το σκουπίδι κυριαρχεί σε κάθε σου βήμα, διαλυμένα κάγκελα, συρματοπλέγματα -ζωντανοί μάρτυρες, καθρέπτης των χιλιάδων χωματερών της χώρας, των σπασμένων πεζοδρομίων, των αυθαιρέτων, των μολυσμένων ποταμών, των οραμάτων και σχεδίων διαδοχικών κυβερνήσεων.

3ii. ...σχετικά με το βάρος του καινούριου ενυδρείου των 180λ ή 220λ και των βάσεων του (δηλ. μαζί με ράφια ντουλαπάκια σετ γνωστής εταιρίας): Θα έχει επίπτωση στο ξύλινο δάπεδο; μήπως κρακελάρει /στραβώσει το ξύλινο δάπεδο;

4i. ...υπερκουφάθηκα. Ακούω παραπάνω απ’ όσο πρέπει και δεν ανέχομαι το θόρυβο. Παλιά, στα κλαμπ, στεκόμουν όρθιος μπροστά στα ηχεία, νταγκλάροντας, και ένιωθα το γούφερ να μου τριμάρει τη μούρη. Δεν το έκανα γιατί μου άρεσε η μουσική, I don’t care about music anyway. Ήθελα απλώς να νιώθω τον αέρα να τρεμουλιάζει κατά κύματα, με ρυθμό, επάνω μου και το γδούπο να κρακελάρει το ρινικό μου διάφραγμα.

4ii. Ένας κόκκος σκόνης μπορούσε να φέρει την καταστροφή! Τα μάτια του πετάγονταν έξω από τις κόγχες τους, οι φλεβίτσες τινάζονταν και πάλλονταν και το κιτρινιασμένο του δέρμα έδειχνε έτοιμο να ραγίσει. Ήθελα να του πω να μην φωνάζει γιατί κινδύνευε να κρακελάρει αλλά σιγά μην ήξερε τη λέξη αυτή. Αυτός δεν ήξερε τίποτα άλλο πέρα από ισοζύγια, λογιστικά ταυ και κέρδη.

(όλα τα’ ανωτέρω απ’ το δίχτυ)

  1. - Και πόσο το μαλλί γιατρέ μου;
    - Έννοια σου βρε Φορεμάνε. Θα τα βρούμε χαλαρά.
    - Για ξηγήσου.
    - Να σου φέρω την κυρά να μου τη σενιάρεις λίγο;
    - Χρειάζεται κάτι;
    - Μπαα κάνα ψιλομερεμέτι να φύγει το κρακελάρισμα απ’ τη μάπα!
    - Χμμ…
    - Άντε να γλιτώσω τη γεύση απ’ αστάρι όταν τη μπαλαμουτιάζω.
    - Εμένα λες; Δε βγάζει κι ο Φάκτορ τίποτε σε μπίο, το φελέκι μου! Το λοιπόν! Μέσα και πατσίσαμε!
    - Τόκα αδερφέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλειτορίδα.

Πάσα: John Black.

  1. Σήκωνε τα φουστάνια, σάλιωνε το δάχτυλο, άνοιγε τα μουνόχειλά της, έβρισκε το λειρί της κι άρχιζε να το μαλακίζει απαλά, μουσκεύοντας στο μεταξύ κάθε τόσο τη χοντρή λαστιχένια βάλανο με σάλιο. (Εδώ).

  2. [...] τα στήθια δυο τόπια που χοροπηδάνε στον αέρα, το εφηβαίο ένα αινιγματικό σκούρο σύννεφο, οι φαλλικές στύσεις, επισκοπικές τιάρες, βασιλικά σκήπτρα, ανάγλυφα φτιαγμένα από επιδέξια χείλη και στόματα που ξεφυσάνε καυτό αέρα μέσα από σπλάχνα ανυπόμονα, πυρετικά βλέμματα, κοίλες εσοχές, σκοτεινιασμένες, μυστηριώδεις, αλαφιασμένες οι κινήσεις, απόκρυφοι ψίθυροι, αναστεναγμοί που υπόσχονται την πραγμάτωση των πιο αμυδρά φωτισμένων επιθυμιών, βαλανικά μανιτάρια εκσπερματίζουν έκπαγλα μαργαριτάρια, υγραμένα σχεδιάσματα μυθολογικής ταρταρούγας από αλαβάστρινες σχισμές, σαρκώδη λειριά ροδόχρωμων κοκκινισμένων αιδοίων σε μουσκεμένες μυρωδάτες μασχάλες, σε μικρές τρυφερές πατούσες, σε απαλές ζάρες του δέρματος που ταράσσονται και ριγούν ηδονικά, στην ευωχία της μεταρσίωσης, ζωής και θανάτου … στους λασπότοπους, στους σκουπιδότοπους, στους θλιβερούς αυτοκινητόδρομους με τα πεθαμένα κουφάρια των λιωμένων ζώων, διαμελισμένων ανθρώπων, ανθρώπων παγιδευμένων μέσα στ’ αυτοκίνητά τους που καίγονται σε μετωπικές συγκρούσεις, τσακισμένες λαμαρίνες, συνθλιμμένα σώματα, πετσοκομμένα, άνθρωποι που ξεψυχάνε πάνω σε πλαστικά καθίσματα, σε μπλοκαρισμένα τιμόνια, στα πρόσωπα γεωγραφία θανάτου στάζει το πιο προσωπικό τους κόκκινο υγρό, κι ένας τελευταίος σπασμός στα μάτια που θολώνουν κοιτάζοντας τη ροζ πικροδάφνη στην άκρη του δρόμου... (Αρρωστούργημα εδώ).

Once a crab, always a crab! (από Vrastaman, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Συνδυασμός του μπορντό, του ρόδινου και του κόκκινου χρώματος.

Γνωστή απόχρωση περσικών και μη χαλιών, όπως εύγλωττα την έχει περιγράψει η μεγάλη χαλιέμπορας Δέσποινα Μοιραράκη.

Και αυτό το υπέροχο χαλί (σήκωσέ το ρε Μωχάμετ!), με 3.500 κόμπους ανά τετραγωνικό και υπέροχο μπορντοροδοκόκκινο στρίφωμα, μόνο, μόνο, ξαναλέω, 500 ευρώ!

Αυτό κι αν είναι μπεστσέλερ! (από Khan, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριοζούμι, δηλαδή αποσταγμένο ζουμί από κοριούς είναι ένας μειωτικός αστειατόρικος χαρακτηρισμός για διάφορα υγρά, των οποίων αμφισβητούμε την ποιότητα της σύστασης.

Κυρίως για τα εξής:

  1. Ειδικά για το ουίσκι. Άλλοτε χαρακτηρίζεται γενικά το ουίσκι ως κοριοζούμι, για να υποτιμηθεί σε σχέση με άλλα ποτά, ενώ άλλοτε ως κοριοζούμι αναφέρεται η κακή ποιότητα ουίσκι. Πάντως σε κάθε περίπτωση, ο όρος κοριοζούμι χρησιμοποιείται κυρίως για το ουίσκι.

  2. Για αλκοολούχα ποτά κακής ποιότητας, για ξίδια.

  3. Για θεραπευτικά σκευάσματα και αλοιφές συχνά εναλλακτικής ιατρικής, για να τα στιγματίσουμε ως κομπογιαννίτικα (κομβοϊωαννίτικα κατά Χότζα).

Πρβλ. και σκόνη για κορέους.

Πάσα: Γκάτζμαν.

  1. Ως ουίσκι:
    α. Το red για μένα είναι «κοριοζούμι» ... είμαι λίγο μυστήριος διότι είναι μικρή η ζωή για κακό ουίσκι. (Whiskyforum.gr).

β. To σεξουαλικό αντίστοιχο είναι «πηδάει τη γυναίκα του ιεραποστολικά κάθε σάββατο απόγεμα». Και για το κοριοζούμι πάλι δε σε πιάνω, σ αρέσει η γεύση στο πρώτο, δεύτερο, άντε τρίτο ποτήρι και μετά σου ξυνίζει; Δε γίνεται. Με την αλκοολικιά τι παίχτηκε, πήδηξες ή ου; Τι θα πει δε μπορείς να πιείς υπερβολικά πολύ για να μεθύσεις; (Phorum.gr).

γ. Κατι σαν το ουισκυ....κοριοζουμι απο την αρχη ...αστα να πανε
Ενω η τσικουδια εχει μεσα τηs αυτο το κατι ...σε τραβαει σε κανει ενα με το κεφι το ...ουισκυ τι να σου κανει;;; Αγγλοι χλεχλεδεs μπλιαχ....οι βρωμαδερφεs εκει... (bourdela.com).

  1. Ως άλλα ποτά:

α. Δεν με δουλεύουν οι άσχετοι της Achel που ξαφνικά είδαν ότι μπορούν να βγάλουν χρήμα πουλώντας μοναστηριακή μπύρα, γιατί έχει γίνει της μόδας και αποφάσισαν να εμφιαλώσουν το κοριοζούμι που έπιναν αυτοί χρόνια στην αυλή του μοναστηριού. Και προσωπικά δεν συμμερίζομαι κανέναν Αδελφός Thomas και Αδελφός Antoine … το αποτέλεσμα με ενδιαφέρει, που είναι μια ξιδόμπυρα. (Εδώ).

  1. Ως θεραπευτικό σκεύασμα ή αλοιφή:

α. Μα καλά ρε φίλε, άν είχα υγειηνή διατροφή και άσκηση ποιός ο λόγος να πάρω το κοριοζούμι που με ταίζεις; (Εδώ).

β. Αμα εσύ τον θές πολύ κ κάνεις κινήσεις γεμάτες αυτοπεποίθηση οτι θα πέσει τότε κ με κοριοζούμι να τον αλείψεις πάλι τα ίδια αποτελέσματα θα έχεις.Προφανώς αυτό είναι κάποιο είδος μέντας.Εσύ παρε μέντα απλή+αμυγδαλέλαιο ή λάδι ζοζομπά κ τριφτον! (Θεοσοφία).

(από Khan, 16/02/11)Koriozoumi (από malakia, 20/04/11)

Βλέπε και αγροτικό, θήβας ρήγκαλ, λιωσέ κουέρβο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνοντας ουσιαστικά τον ορισμό του μαμάκιας:

1. Η έκφραση κάνει κάτι κλύσμα (αποφεύγω το α’ πρόσωπο γιατί σπάνια χρησιμοποιείται σε αυτό οπότε κι αλλάζει νόημα) σημαίνει:

α) ό,τι και τα: «χώνει κάτι στον κώλο / πάτο του», «βάζει κάτι στην τρύπα / κωλοτρυπίδα του», οπότε και:

  • μπορεί να τα αντικαθιστά σαν κυριλέ(!;) κορεκτίλα.
  • εκτοξεύεται επιθετικά προς κάποιον ακυρώνοντας ο,τιδήποτε προσπαθεί να μας επιβάλει καταναγκαστικά, είτε γιατί το θεωρούμε μούφα, είτε γιατί γενικότερα μυριζόμαστε καραπουστιά, οπότε προκειμένου να μας γαμήσει (μ’ αυτό), τον στέλνουμε να γαμηθεί (μ’ αυτό).
  • χωρίς τον επιθετικό τόνο, παίρνει χαιρέκακη χροιά, οπότε υπονοείται πως κάποιος έκανε μια λάθος κίνηση/επένδυση που δεν του ‘κατσε, αλλά στ’ αρχίδια μας κι ας πρόσεχε.

    β) ό,τι και το κάνει κάτι γαργάρα.

Λέγεται όταν κάποιος επιδεικνύει εξαιρετικά ευλύγιστες ηθικές αρχές (χέζοντάς τες με χαρακτηριστική ευ-κωλία), αρπάζοντας μια αμφιλεγόμενης νομιμότητας ευκαιρία απ’ τα μαλλιά.

2. Σε εκφράσεις τύπου:

  • ο Α κάνει στον Β κάτι κλύσμα σημαίνει πως ο Α καταγαμάει / συφιλιάζει / πρήζει τ’ αρχίδια του Β με κάτι, σε βαθμό υπερβολικό κι αφόρητο.
  • Τρώω κάποιον / κάτι κλύσμα που είναι σχεδόν ισοδύναμο του τρώω κάποιον / κάτι στη μάπα.

    Λέγονται τόσο για τραγούδια, διαφημίσεις και λοιπά καταναλωτικά αγαθά, όσο και για πρόσωπα που υπερπροβάλλονται απ’ τα ΜΜΕ σε σημείο πλύσης εγκεφάλου. Άλλωστε είναι εύκολος ο συνειρμός μεταξύ των ζευγών «πλύση εγκεφάλου – βιασμός διάνοιας» και «πλύση του ορθού - παρά φύση βιασμός».

Εννοείται, πως η ποιότητα των εν λόγω προϊόντων που ενίοτε αποκαλούνται κι αυτοτελώς κλύσματα είναι του κώλου / για τον μπούτσο.

Συχνά παίζουν και τα βάζω/φορώ/τρώω στη θέση του κάνω.

Παρεμπιπτόντως, ο στίχος των Going Through «...Μην ψάχνεις για βύσμα δε γλιτώνεις το κλύσμα...» απ’ το άσμα τους «301 και σήμερα», έχει αγγίξει αρκετές φανταρίστικες χορδές.

3. Στα φωτογραφικά σινάφια αποτελεί μεταφορά στα Ελληνικά της μεθόδου Rocket Blower για καθαρισμό της σκόνης από τον αισθητήρα (νταξ από το φίλτρο που βρίσκεται μπροστά του) σε φωτογραφικές μηχανές DSLR. Είναι φτηνή, ασφαλής, κι συνήθως αποτελεσματική λύση, που πήρε το όνομά της λόγω της ομοιότητας του εκτοξευτή αέρα που χρησιμοποιείται με το γνωστό εξάρτημα που, εκτοξεύοντας νερό ή ό,τι άλλο, βοηθά στην πραγματοποίηση του κλασικού κλύσματος (βλ μήδι).

Παρεμπιπτόντως, το εν λόγω εξάρτημα λέγεται (σύμφωνα με το Κερκυραϊκό λεξικό) στα Κερκυραίικα «σερβιτσ(ι)άλι» απ’ το ιταλικό serviciale.

  1. Πίσω απ' την κουρτίνα ένα βρίσκεται ο Τέρρυ, ο παράξενος θεός του που μπορεί να είναι καλός και πανάγαθος, αλλά θυσιάζει και δυο χιλιάδες μπόμπιρες στην καθισιά του, και οι πιο παράξενες απόψεις του που μπορεί να λένε σε θεωρητικό επίπεδο για αγάπη και αδερφοσύνη, αλλά αν δεν πιστεύεις στον θεό του, θα σε πάρει ο οξαποδώ και θα σου κάνει κλύσμα τις άρπες των χερουβείμ.

  2. - Και πόσο το μαλλί; - Αδερφέ για σένα μόνο 550 ευρώπουλα. - Πάρτο και κάντο κλύσμα το μαρτζαφλέρι σου που θα μου πεις 550. Μοιάζω για χθεσινός ρε;

  3. ...και την τεχνολογία της activa 2 τι θα την κάνουν που την έχουν έτοιμη στο συρτάρι;
    - Να την κάνουν κλύσμα.

  4. Έχω ορκιστεί στον εαυτό μου ότι δεν θα ψηφίσω ποτέ (X- κόμμα), βασικώς το απαγορεύει η αισθητική μου. Αλλά η αισθητική μου δεν μου απαγορεύει να την κάνω κλύσμα όταν το (X- κόμμα) μου προσφέρει ταξιδάκι.

  5. Η ίδια ερώτηση συνεχώς: ‘πηγες στο Μall;’ ‘όχι’ ‘να πας! Είναι σούπερ, είναι καταπληκτικό, είναι μεγάλο…’. Σ’ αυτό το τελευταίο, το μέγεθος, επιμένουν όλοι. ‘πάμε στο Μall;’ ‘γιατί;’ ‘έτσι, να χαζέψουμε’ ‘όχι ρε, εγώ δεν πάω, ούτε πρόκειται…’ ‘γιατί;’ ‘γιατί μας το έχουν κάνει κλύσμα και σε κάτι τέτοια είμαι αντιδραστικιά, με πιάνει το πείσμα μου’.

  6. Προσωπικώς, δεν έχω κανένα πρόβλημα με το Χ... Όσο καιρό τον έκραζα δεν ήταν για το καλλιτεχνικό του έργο αλλά για την υπερπροβολή του και την υπερκατανάλωσή του. Ευτυχώς έχει παρέλθει η εφιαλτική εκείνη εποχή όπου μας τον είχαν κάνει κλύσμα: Χ. στην Τιβί, Χ. στο ραδιόφωνο, Χ. στο περίπτερο, Χ. στον ΟΤΕ, Χ. να δίνει τραγούδια σε όλους.

  7. Το πρώτο και μεγαλύτερο hit single των Roxette. Μαλάκα, θυμάσαι μέχρι το 2005 τι κλύσμα τους τρώγαμε; Απίστευτο.

  8. Δεν εκφράζω καμιά πίκρα αλλά είναι άθλιο για το μέλλον του τραγουδιού να συμμετέχουν οι παραγωγοί του ραδιοφώνου σε συντονισμένα κλύσματα όπως αυτό το τελευταίο κλύσμα με το «Πάρε με αγκαλιά και πάμε» του Χ. με την Α.. Όταν στον ίδιο δίσκο υπάρχει το «Σαν Αεράκι» που είναι αριστούργημα αλλά δυστυχώς δεν είναι στις προτεραιότητές τους.

(Πλην του 2., όλα απ' το δίχτυ)

Σύγχρονο σερβιτσάλι για να κάνεις κλύσμα σε μηχανή DSLR (από sstteffannoss, 13/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοτομπατσοβανάκι είναι το όχημα της δημοτικής αστυνομίας που έχει μέσα κάτι χασομέρηδες με μπερέδες που τα ξύνουν, ενίοτε σου καρφώνουν και καμιά κλήση.

Πριν λίγη ώρα, μια ομάδα Δελτάδων μαζί με Φασίστες επιτέθηκαν στους μετανάστες έξω από την ΑΣΟΕΕ. Ένα δημοτομπατσοβανάκι σπάστηκε ελαφρώς από τους μετανάστες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα ακόμη περιττό φανάρι που δίνει την ευκαιρία σε κάφρους κάθε είδους να δοκιμάσουν αν λειτουργεί η κόρνα τους μισό δευτερόλεπτο αφού ανάψει πράσινο.

Η λειτουργία του περιορίζεται στο να σταματάει την κυκλοφορία για να περάσουν οι πεζοί και όχι κάποια άλλα οχήματα. Όποιος αναρωτηθεί γιατί δεν δημιουργείται υπέργεια/υπόγεια διάβαση αντί του σηματοδότη θέλω να τον κάνω παρέα.

Διάσημο πεζοφάναρο: Σύνταγμα προς Ερμού
Άσημο πεζοφάναρο: Θέλει να παραμείνει έτσι...

... αλλά δεν τα κατάφερε.

Κοντράκιας: Ώστε τα CRX είναι καλύτερα από τα Eclipse, ε μουνάκι; Πάμε τώρα ρε στο πεζοφάναρο στον Φοίνικα, δίπλα στην μπουγάτσα του κυρ-Θωμά, πριν στρίψεις για το αεροδρόμιο να σ' το παστελώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified