Further tags

Το φέρετρο.

Συνεκδοχικώς φυσικά -ξύλο το ένα, ξύλο και τ' άλλο.

Το έχω ακούσει σε συμφραζόμενα απειλής/τσαμπουκά:

- Θα σε στείλω σπίτι σου σε έπιπλο.

Ενδεχομένως να χρησιμοποιείται και από κηδειάδες και κατασκευαστές όταν αναφέρονται στη δουλειά τους.

- Μάθε αγορίνα μου να μη τσαμπουκαλεύεσαι για ψύλλου πήδημα όταν είσαι με τ' αμάξι στο δρόμο. Δεν ξέρεις ποτέ ποιος είν' ο άλλος και τι έχει κάνει στη ζωή του, αν έχει κάνει δέκα χρόνια φυλακή ή αν είναι κανας μουρλάκιας που μόλις πήρε εξοδόχαρτο απ' το Δαφνί... Στο λέω σε περίπτωση που θες το βράδυ να γυρίσεις σπίτι στη γυναικούλα και τα παιδάκια σου όρθιος, κι όχι μέσα στο έπιπλο...

(από Vrastaman, 22/11/10)Ντελιβεράγγελος ψυχών--Στο δρόμο σου φτιάχνει κι ένα τελευταίο φραπεδάκι (της παρηγοριάς) (από GATZMAN, 22/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βούρτσα καθαρισμού της λεκάνης της τουαλέτας, γαλλιστί πιγκάλ.

- Ρε βρωμιάρη, πώς έκανες έτσι τη χέστρα;
- Ήθελα να καθαρίσω ρε, αλλά δεν είχε σκατοβουρτσάκι!

(από Khan, 23/01/14)πιγκαλόφυτον - ars(e) imitatio naturae (από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διακριτικά βαθμού όλων των υπαξιωματικών του στρατού (υποδεκανείς, δεκανείς, λοχίες κλπ.) για να υποδηλώσουν υποτιμητικά ότι κέρδισαν το βαθμό ρουφιανεύοντας και γλείφοντας ή ότι αυτό πρόκειται να κάνουν από εδώ και στο εξής.

- Εγώ είμαι υπαξιωματικός ρε! Έγινα δεκανέας στο 508.
- Σιγά το τσατσόσημο! Φαντάζομαι πώς το πήρες μπαζοδέκανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σαπιοκάραβο, ο σκυλοπνίχτης. Προέρχεται από τη ναυτική ορολογία που σημαίνει το εγκάρσιο διαχωριστικό του σκαριού (φρακτή ή διάφραγμα).

- Ταξιδέψατε καλά από τα Κύθηρα;
- Άσε ρε! Μας βάλαν σε ένα μπουλμέ άλλο πράμα! Ξερνούσαμε σε όλο το ταξίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μίνι πορτάκι που ανοίγουμε σε μια κανονική πόρτα (ή στο τζάμι ενός παραθύρου, αρκεί να μην είναι διπλό) ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει από κει η γάτα μας.

Λέγεται φλαπ από τα αγγλικά (flap door), ονομασία που προκύπτει από τον ήχο που κάνει όταν ανοιγοκλείνει.

Υπάρχουν τα απλά, καθώς και αυτά που λειτουργούν με βάση το μικρο-τσιπ που ενδεχομένως φοράει η γάτα / ο γάτος μας, ώστε μόνο αυτή /-ός να μπορεί να μπει και όχι κανας ανεπιθύμητος επισκέπτης του είδους κι έχουμε καυγάδες γιατί μας τρώει το φαΐ μας ή μας ψεκάζει τον χώρο...

Επισήμως λέγεται «πορτάκι για γάτες» ή «πορτάκι γάτας». Κάνει και για μικρόσωμους σκύλους.

- Ρε μαλάκα, έχεις κήπο και είναι όλη την ώρα μέσα κλεισμένη η γάτα σου;
- Όχι ρε, έχω βάλει ένα φλαπ στην πόρτα και πηγαινοέρχεται ελεύθερα.

(από ironick, 14/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοτοποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίκυκλο, μικρού κυβισμού, περί τα 50 cc, κατά κανόνα δίχρονο, δεκαετίας τουλάχιστον.

Η ταχύτητά του είναι αντιστρόφως ανάλογη του διαπεραστικού άμα και εκκωφαντικού θορύβου (εξ ου και η ηχομιμητική ονομασία του) απο την τρύπια, αφαιρεμένη η (σκόπιμα) χαλαροσφιγμένη εξάτμισή του.

Παρά το μικρό του μέγεθος, οι εκπομπές ρύπων του συναγωνίζονται στα ίσα λιγνιτικό θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο της ΔΕΗ.

Για τον ιδιοκτήτη του, το συνεργείο συντήρησης και επισκευής δικύκλων αποτελεί terra incognita.

Για όσους έχουν προβλήματα ακοής, θα το ξεχωρίσουν οπτικά και αλάθητα από τις μαύρο-γαλαζωπές πυκνές τουλίπες καπνού (ελληνιστί ντουμάνι) που εκπέμπονται. Προσέτι, απο το «κάψιμο» στο λαιμό και την οσμή της άκαυστης βενζίνης μαζί με το ορυκτέλαιο ανάμιξης 2Τ.

Θα το συναντήσετε να κυκλοφορεί όχι μόνο σε πόλεις και χωριά ή στο κέντρο της πρωτεύουσας αλλά και να παρελαύνει δίπλα από την Τροχαία.

Η νόμιμη και απρόσκοπτη κυκλοφορία του στην Ελλάδα αποτελεί άσκηση για το συνέδριο του Κιότο.

Να μη συγχέεται με το παπάρι.

- Καλά ρε Σωτήρη, εσύ κοτζάμ τροχονόμος, πού το βρήκες και τ' αγόρασες αυτό το μεταχειρισμένο παρπάρι;

βλ. και πραπρά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καβά(ν)τζα: απόθεμα, εφεδρεία, στοκ, ρεζέρβα και, καταχρηστικά: εναλλακτική λύση, αποκούμπι, λύση ανάγκης.

(μαζεμένα όσα αποθησαύρισαν κι άλλοι στο σάη)

Εμπεριέχει την έννοια πως σχηματίστηκε στα μουλωχτά - αν κι όχι απαραίτητα παράνομα, απλώς ο κάτοχός της δεν έδωσε (περιέργως) λογαριασμό σε κανένα (κι όλοι αναγνωρίζουν πως πολύ καλά έκανε - αλλά μοναχά για την πάρτη του).

Το «δίχως (καμιά) καβάντζα» σημαίνει «ξυλάρμενος στην άβυσσο», «δίχως στήριγμα» και τα παρόμοια ανέλπιδα.

Όταν αφορά σε γκόμενα, εννοείται πως ο γαμιάς δεν βρίσκει κάποια της προκοπής για να του φύγουν τα χοντράδια και να ξεχαρμανιάσει και χρησιμοποιεί την εν λόγω γκόμενα που συνηθέστατα είναι (χωρίς ελπίδα) ψιλοτσιμπημένη μαζί του, αλλά χαίρει από την υπόλοιπη αντροπαρέα της εκτίμησης μιας ξανθιάς ή ενός μπάζου.

Το ρήμα καβα(ν)τζώνω, καβα(ν)τζάρω σημαίνει δημιουργώ καβάντζα για να 'χω στο μέλλον (κατά τα: «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν», «βάζω στην άκρη»).

Όμως επιπλέον εμπεριέχει την έννοια της αρπαγής (την οποία δεν έχει η καβάντζα) και της αχορταγιάς, όπως και του ότι ο κάτοχος της καβάντζας έπεσε σαν καρτάλι και πρόλαβε τους άλλους.

(επειδή βαρέθηκα να το βλέπω στο welcum-scream)

  1. - Τι το θέλεις τόσο λιπαντικό ρε μαλάκα;
    - Το καβάντζωσα όταν είχε τη μισή τιμή.
    - Σωστός!!

  2. - Γαμώ τη μπακουριά μου γαμώ!!
    - Εεμμ, αντί να καβαντζώσεις την Πόπη, την έκανες πάσα στον Μητσάρα.
    - Ποια μωρέ; το μπαρδακοβούλωμα;
    - Με σβηστό το φως όλες οι τρύπες ίδιες είναι.
    - Άι σιχτίρ σαβουρογάμη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καραμπινάτος, γαμιστερός, αδιαμφισβήτητος, απόλυτος, που βγάζει μάτι.

Επίρρημα: εμφανώς, αδιαμφισβήτητα, γαμώ.

Επίσης, παραλλαγή (προς το υπερθετικό) της έκφρασης κάνω μπαμ.

  1. kai oso gia thn hliadh.... thn efage polu to penthos.. pio karampampam portokali kai pio konto de mporouse na valei... (από το νέτι)

  2. (5Χ2) Καραμπαμπάμ!
    (από σχόλιο Χότζα στο λήμμα μαλούπα)

  3. Πάντα απορούσα , με τί λεφτά αυτός ο GLOU είχε μπει στα αθλητικά, σε μεταγραφές, σε sponsor κτλ. Ήταν τόσο μπόλικα μάλιστα , που έκανε καραμπαμπαμ ότι η PUMA ήταν σε αφασία για το ότι συνέβαινε ...
    (από το νέτι)

Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

The something else, δεν υπάρχει, ανύπαρκτος.

Σλανγκιά παλαιάς κοπής για το «καταπληκτικό». Νομίζω ότι είναι πια μπαμπαδισμός.

Λέγεται για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε.

Καλά ε, είσαι το κάτι άλλο!

(στσ: όλη αυτή η φράση-έκφραση μυρίζει μούχλα)

Something Else by The Kinks, ένας δίσκος-σταθμός στην ιστορία του θρυλικού συγκροτήματος (από allivegp, 12/11/10)Απογυμνωνοντας το ρομνατικό περιτύλιγμα "εισαι το κάτι άλλο... ασύγκριτα μεγάλο, πολύ μεγάλο που έψαχνα να βρω" (από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Το μακρύ και ενίοτε άχαρο πόδι.

Ρε, πάρε τις αρίδες σου από το τραπέζι! Τί το πέρασες εδώ μέσα;

Got a better definition? Add it!

Published