Further tags

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι διοικητικά, χωρίζονταν κατά Οίκους (Ojaks) με επικεφαλής εκλεγμένους ή κληρονομικώ δικαίω Μπέηδες (τούρκικα: bey απ' το τουρκοτατάρικο beğ) και κάθε Οίκος αποτελούνταν από Οικογένειες (Semsele) με επικεφαλής Αγάδες (τούρκικα: agha ή ağa) ή Μπέηδες.

Δεν είμαι σε θέση να εξακριβώσω αν και κατά πόσο το Semsele σχετίζεται ετυμολογικά με το πολυσήμαντο τούρκικο silsile: αλυσίδα, ακολουθία, καταγωγή, διαδοχή, γενεαλογική σειρά.

Ο όρος λοιπόν σημαίνει το σόι, τη φάρα, την οικογένεια συχνά και με πιο ευρεία έννοια. Χρησιμοποιείται με αρκετή δόση ειρωνείας υπονοώντας τόσο τη βαβούρα, όσο και τα μπερδεμένα αισθήματα που μας προκαλούν όλοι όσοι σχετίζονται με μας μόνο με κάποιο βαθμό συγγένειας και τίποτε άλλο, αφού οι κοινωνικές συμβάσεις επιβάλλουν μια κάποια συμπεριφορά που όταν δεν είναι αυθόρμητη, δημιουργεί, ενίοτε, κάτι σαν ενοχές.

Παίζει και η φράση (όλο) το σόι και το σιμσελέ με την έννοια: οι πάντες όλοι συγγενείς, μικροί-μεγάλοι, κοντινοί και πιο μακρινοί.

Ήδη γνωστό στο σάιτ από το γαμώ το σεμσελέ μου του iwn, το ανέλαβα απ' το ΔΠ κατά παραγγελία του ΜΧΣ για την ετυμολογία.

  1. Την ημέρα των εγκαινίων του νέου δημαρχιακού μεγάρου της Θεσσαλονίκης, είχα τη φαεινή ιδέα να παραστώ στην τελετή (...) Στην πλευρά του δημαρχείου, όλο το «σιμσελέ» της Θεσσαλονίκης, οι πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αρχές του τόπου, και πλήθος χειροκροτητών, περίεργων περαστικών και επίδοξων καταδρομέων του μπουφέ, που είναι εκ των ουκ άνευ σε αυτές τις περιπτώσεις. Στην απέναντι πλευρά, διαμαρτυρόμενοι πολίτες, υπό κομματικά πανό αλλά και ανεξάρτητοι, με ποδήλατα, σκυλιά, έξυπνα συνθήματα που παρέπεμπαν στο οικονομικό σκάνδαλο, στην τσιμεντοποίηση και άλλα.

  2. Περπατούν προσεκτικά, δοκιμάζοντας τις αντοχές τους στον οικείο εκλογικό τους δρόμο. Ναι, στο δρόμο για το σχολειό της γειτονιάς, το περικυκλωμένο από τους ενοχλητικούς υποψήφιους και το σεμσελέ τους (σου προτείνουν –θες, δε θες– βιογραφικό ή ψηφοδέλτιο ή αναπτήρα), με πνευματικές λειτουργίες που βρίσκονται σε εγρήγορση.

(Απ' το δίχτυ)

  1. — Πώς τα περάσατε;
    — [Μμμ]μ… Τι να σου πω!! Όλο το σόι και το σιμσελέ παραταγμένο να ξεμετράει ο ένας τον άλλον!!
    — Άστην να λέει την αδερφή σου! Μια χαρά ήταν. Πώς να 'ρθεις κι εσύ ακοινώνητε!
    — Δε χάζεψα!!

(sic)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο περιορισμένης διανοητικότητας άνθρωπος. Ο χαζός.

- Καλά ρε, βάζεις κολόνια και στο καπάκι αποσμητικό;
- Γιατί, τι πειράζει;
- Τίποτα, ρε, βάλε, καλό είναι.... Α, ρε κωθώνι.

Κ...όθων (από GATZMAN, 10/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οικογένεια πολιτικών ή μεγαλοκεφαλαιούχων, το κύτταρο της Ελληνικής άρχουσας τάξης.

Ξεκινώντας από τους πολιτικούς, η ιδιότητα αυτή στην Ελλάδα ήταν εξαπανέκαθεν κληρονομική. Στη μήτρα της κάστας των πολιτικών βρίσκουμε Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες, που φρόντισαν για την κληρονομική μεταβίβαση του επαγγέλματος στους απογόνους τους. Και μάλιστα η κληρονομικώ δικαίω μεταβίβαση της ιδιότητας του πολιτικού ζώου (κατ’ αντίθεση προς τη μάζα των ιδιωτών - idiots) ισχύει τόσο για τους πολιτευτές, τους στρατιώτες καθώς λέμε της παράταξης, όσο και για τους αρχηγούς.

Μιλώντας για αρχηγούς, ας μην έχουμε υπόψη μόνο τα πιο κραυγαλέα και πρόσφατα παραδείγματα, όπως Παπανδρέου, Καραμανλής, Μητσοτάκης, αλλά και τα παλιότερα, όπως Βενιζέλοι, Ράλληδες, Τρικούπηδες, Δεληγιάννηδες κ.α. (δες εδώ. Μεταπολεμικά βέβαια η οικογενειοκρατία φτάνει να ερμηνεύεται από τα κόμματα ως ονοματαλατρεία, απότοκο της προσωπολατρίας, ούτως ώστε να έχουμε τρεις και δύο πρωθυπουργούς με το ίδιο επώνυμο. Ας μη λησμονούμε όμως ότι και ο έτερος μεγάλος παίκτης της εξουσίας, Αντώνης Σαμαράς, από πολιτικό τζάκι προέρχεται.

Από την άλλη πλευρά υπάρχουν τα οικονομικά-επιχειρηματικά τζάκια, που κι αυτά κρατούν σφιχτά στα χέρια τους τον πλούτο της χώρας, ό,τι κρατάνε δηλαδή ως προμήθεια -διαχρονικά- για την εκποίηση των πόρων και του πλούτου της στο ξένο κεφάλαιο. Οικογένειες εφοπλιστών, βιομηχάνων, μεγαλοεργολάβων και τραπεζιτών. Που, με ελάχιστες παλιότερα εξαιρέσεις, ανήγαγαν την καταγωγή τους επίσης στους προεπαναστατικούς κατόχους του πλούτου, εφοπλιστές, εμπόρους και τσιφλικάδες.

Κύριο μέλημα του Ανδρέα Παπανδρέου κατά τη 10ετία του 1980 ήταν όχι να πολεμήσει, ελέγξει ή περιορίσει τα επιχειρηματικά τζάκια που βρήκε να κατέχουν τον πλούτο της χώρας, αλλά να δημιουργήσει μια γενιά από «νέα τζάκια», να προσθέσει, κοντά στα παλιά τζάκια, μια νέα γενιά συνεταίρων στην αρπαγή του εθνικού πλούτου, που ν’ αποτελεί και το οικονομικό και κοινωνικό έρεισμα του ΠΑΣΟΚ. Και αν ο πολιορκητικός κριός των νέων τζακιών Γιώργος Κοσκωτάς κατέληξε στη φυλακή κινδυνεύοντας (λέμε τώρα) να συμπαρασύρει και τον ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, άλλα νέα τζάκια μακροημέρευσαν, με βέλτιστο παράδειγμα τον ιδιοκτήτη του Εθνικού μας προμηθευτή Σωκράτη Κόκκαλη.

Ο υιός Παπανδρέου δεν θα μπορούσε να υστερήσει, τουλάχιστον σ’ αυτό τον τομέα, καθώς είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο και στη δημιουργία των νέων τζακιών της 10ετίας του '80. Σε πείσμα λοιπόν των συνθηκών κατάρρευσης, ή ίσως και χάρη σ’ αυτές, επιδιώκει και πάλι τη δημιουργία ορισμένων «νέων τζακιών» (δες εδώ κι εδώ).

Έτσι λοιπόν έχει προκύψει η διάκριση των τζακιών σε «παλιά» και «νέα», ενώ με τις επισημάνσεις στη σχετική αρθρογραφία ότι τα νέα τζάκια παλιώνουν (εδώ) και ότι σκάνε «νέα» νέα τζάκια, σε λίγο προφανώς η ταξινόμηση ενός τζακιού σε «νέο» ή «παλιό» θα είναι αντικείμενο εξειδικευμένης και επισταμένης μελέτης και θα χρειαστούν υποκατηγορίες. Σε τελευταία ανάλυση όμως αυτό δεν έχει παρά μόνον, ενδεχομένως, ιστορική σημασία. Σημασία έχει ποιος έχει το πάνω χέρι και καθορίζει τους όρους του παιχνιδιού.

Τα παραδείγματα, για να διευκολυνθεί η κατανόηση, παρατίθενται εμμέτρως.

Πολιτική

Αν δεν είσαι από τζάκι,
σύρε να’βρεις το Λαμπράκη.

Κάλλιο να’σαι από τζάκι
παρά με το Θεοδωράκη.

Είμαι παιδάκι έξυπνο και Αμερικανάκι
όλοι με θέλουν γι’ αρχηγό γιατ’ είμαι από τζάκι.

Οικονομία

Ρίξε ξύλα μες στο τζάκι
και μάζευε το παραδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνευρος, αυτός που δεν έχει μία, που ‘χει μείνει πανί με πανί / στον άσο / δίχως σάλιο / ταπί και ψύχραιμος.

Στα όρια της αξιοπρέπειας, αφού δεν φταίει τελείως αυτός αν γαμήθηκε ο Δίας όταν ο Ερμής ήταν ανάδρομος κι ο μήνας τελειώνει του χρόνου, έχει κηρύξει πρόσκαιρη κι επιλεκτική (εκεί που τον παίρνει) στάση πληρωμών λόγω περιστασιακών -θα ‘θελε- κολλημάτων ρευστότητας. Αποφεύγει να κυκλοφορεί και καταναλώνει μπίο παξιμάδια αποφασισμένος, ξανά, πως με την πρώτη ευκαιρία θα κάνει μπαγιόκο για να μη ξαναζητά από συγγενείς και κολλητούς.

Να μην συγχέεται με το «τσεντέ»: γερμανιστί (ή λαζογερμανιστί) το γνωστό σιντί (cd: compact disc) που παίζει και σε αρσενικό.

1.
(…) σε εποχή που τα οικονομικά καίνε τη χώρα, στον Άρη χτενίζονται και υπόσχονται συντάξεις σε προπονητές που μάλιστα έρχονται μέσω Γεωργίας και εδώ οι τσεντέδες τον πληρώνουν από τα έσοδα της ΠAE με το απατηλό όνειρο ότι ο Άρης θα βγει πρωταθλητής.

2.
-Παίζει για Κίνα τελικά;
-Μπααα!! Χλωμό.
-Πού γαμήθηκε το σύστημα;
-Λίγο η κρίση που μου γάμησε τα εξτραδάκια, λίγο η μετακόμιση, μείναμε τσεντέδες.
-Μόνοι μας θα τρώμε πάπια ρε;
-Ρε μαλάκα! Τι να πούμε κι εμείς που θα τη βγάλουμε με γλάρο;

3.
Δε νοσταλγώ καθόλου τα σκρατς της βελόνας, θεωρώ ότι οι καλοί τσεντέδες έχουν τόσα στοιχεία και είναι τόσο όμορφα, όσα και τα βινύλια (το ότι λόγω της πρεσβυωπίας πια δεν τα βλέπω, είναι δικό μου πρόβλημα και όχι του τσεντέ), ωστόσο αντιλαμβάνομαι ότι η παραγωγή τους αφ’ ενός εντάσσεται σε ένα πλαίσιο μεγιστοποίησης του κέρδους αφ’ ετέρου, η ευκολία παραγωγής οδήγησε στην παραγωγή πολύ περισσότερων σκουπιδιών (αφού δεν κοστίζει τίποτα να τα πασάρουν στην αγορά).
(διεκπεραιωτικά)

(Εκτός του 2, όλα απ’ το δίχτυ).

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση η οποία χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να περιγράψουμε κάποιον, ο οποίος ενώ δηλώνει, είτε λεκτικά, είτε με την συμπεριφορά του, τον βαθμό μαγκιάς του, στην ουσία είναι φλούδας και φανφάρας με ούτε ένα δράμι μαγκιάς επάνω του.

- Μαλάκα μην τυχόν και πειράξει την Τούλα, γιατί είναι η έτσι του Μεγάλου!!!
- Σιγά τον μάγκα! Μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βαθμό στην ιεραρχία της πουστροσύνης. Ανήκει στις υψηλές βαθμίδες (από ταξίαρχος και πάνω) και για να αποκτηθεί πρέπει η αδέλφω να έχει περάσει πολλά σχολεία και ειδικότητες, όπως:
Το Σ.Α.Μ. (Σχολείο Αιχμαλώτων Μυκόνου) Το Σ.Τ.Α. (Σχολείο Τσιμπουκιού με Άπνοια) Την Σ.Ε.Α.Α (Σχολή Επιμόρφωσης Ανωτάτου Αδελφάτου) κ.α.

Μετά από το χρίσμα, έχει την εξουσιοδότηση να προσηλυτίζει και να επιμορφώνει άλλες μικροαδελφές που ξεκινάνε τώρα την καριέρα τους και ανήκουν σε υποδιέστερες βαθμίδες, όπως πουστρόνια, ψευδοgay, metrosexual κ.τ.λ.

Ικανή προϋπόθεση για να γίνει κάποιος κουδούνα, είναι να έχει διατελέσει κρυφόπουστας και δη παντρεμένος με παιδιά (προάγεται άμεσα από αρχιπούστρας σε κουδούνα).

Δεν νομίζω ότι χρειάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταβερνιάρης που ταυτόχρονα εκτελεί και χρέη σερβιτόρου στα ταβερνάκια ή και ο σερβιτόρος. Προσφώνηση, μάλλον ενοχλητική, που αρχίζει και πυκνώνει όσο προχωρά η κρασοκατάνυξη και συνήθως συνοδεύεται από το χέρι που υψώνει το άδειο μπουκάλι ή το καραφάκι, υποδεικνύοντας να ανανεωθεί. Το ένα χέρι μπορεί να σηκώνει το μπουκάλι και το άλλο χέρι να δείχνει, με τα δάχτυλα, τον αριθμό (π.χ. 2 καραφάκια ακόμη). Ενοχλητική ίσως, αλλά προτιμότερη παρ’ όλα αυτά από το παλιότερο επανειλημμένο χτύπημα του μαχαιριού στο πιάτο.

Φέρε, μάστορα, καινούργιο μεζεδάκι
και το ούζο στο γυαλί διπλό.
Βάλε στο τζουκ-μποξ παλιά του Τσαουσάκη
κι ας χαθούμε στο λογαριασμό.
(Ρασούλης, Όταν σε φιλώ κάτω απ' το λαιμό)

Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μεγάλε, ψηλός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τιτίζος, τιτίζης (θηλ. τιτίζα)

Ο μίζερος υποχόνδριος τελειομανής γκρινιάρης. Αυτός που πνίγεται στη λεπτομέρεια. Αυτός που διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο. Μανιακός της καθαριότητας και της τάξης. Που δεν ευχαριστιέται με τίποτε. Το άκρον άωτον της επιμέλειας και της νοικοκυροσύνης. Που τελικά σιχαίνεται και τον ίδιο τον εαυτό του ένα πράμα.

Μπαίνει βεβαίως το ζήτημα για το πού θέτει ο καθένας τα όρια της νεύρωσης περί την καθαριότητα, που όταν τα διαβεί ο άνθρωπας γίνεται τιτίζης. Κατά κανόνα εδώ το ανδρικό κατώφλι βρίσκεται πολύ παραπέρα απ’ ό,τι το γυναικείο. Να μη μιλήσουμε για το εφηβικό, όπου το άτομο γενικώς αγαπά την μπίχλα.

Υπάρχει και η καλή έννοια. Αρνητική είναι η έννοια όταν αναφέρεται στην προσωπική ζωή, καθαριότητα και νοικοκυριό. Θετική όταν αναφέρεται ως χαρακτηρισμός επαγγελματία.

  1. - Ε, σιγά, σού’ πεσε η στάχτη στο πατάκι. - Αμάν μωρέ, τι τιτίζης που είσαι;

  2. - Κοίτα πώς τά’ κανες, γέμισες ψίχουλα όλο το σαλόνι. Και στο τραπεζάκι μού’ κανες το σήμα των Ολυμπιακών με τα ποτήρια! - Έλα αγάπη μου, μη γίνεσαι τιτίζα!

  3. - Το ακίνητο έχει πολύ μπερδεμένο ιστορικό. Να κάνουμε το συμβόλαιο στον Ευθύφρονα Σφραγιδοφύλακα. Είναι τιτίζης, τα προσέχει αυτά.

  4. - Όλα τα συνεργεία κάνανε πολύ καλή δουλειά και το σπίτι το άφηναν πάντα καθαρό.
    - Ναι, ο διακοσμητής ήταν πολύ τιτίζης.

βλ. και πρωκτικάντζα, σφουγγοκωλάριος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαϊμού.

Από τον Cheeta, τον θρυλικό χιμπατζή του Ταρζάν.

- ΜΟΥ ΤΗΝ ΔΙΝΕΙ ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΗΔΑΝΕ ΣΑΝ ΤΗΝ ΤΣΙΤΑ ΑΠΟ ΣΤΑΤΟΥΣ ΣΕ ΣΤΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!!! ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΝΕ ΠΟΥΘΕΝΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
εδώ

- Είδα τον Τζόρβα επιτέλους σε καλή κατάσταση, να εμπνέει μια κάποια σιγουριά στην άμυνα, να σώζει αρκετές φορές την ομάδα κυρίως με τις σωστές τοποθετήσεις του. Διότι ο τερματοφύλακας δεν είναι καλός όταν εκτινάσσεται σαν την Τσίτα δυο μέτρα πέρα, αλλά κυρίως όταν ξέρει να τοποθετείται σωστά και όταν κάνει καλές εξοδους. εκεί

- Oleg Deripaska, a cheeta look-alike without the chimp’s charm and good manners.
Τάκης Θεωδορακόπουλος, παραπέρα

(από Vrastaman, 08/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified