Further tags

Ο ερωτικός, ο προκλητικός ερωτικά με τη θετική έννοια, αυτός που προβαίνει σε πρωτόβουλο ερωτικό κάλεσμα, σε αντίθεση με τον χλιμίτζουρα, τον χλεχλέ, τον ξενέρωτο.
Το επίθετο προέρχεται από δημιουργική παράφραση του επιφωνήματος "ζαμπουζάμπου ζαμπουζά", το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την Ελένη Βλαχάκη στο επεισόδιο 37 της γνωστής σειράς "Κωνσταντίνου και Ελένης". Είναι μία ακόμα λέξη από αυτές με τις πλούτισε το λεξιλόγιό μας η εν λόγω σειρά.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και το επίθετο "ζαμπουζιάρικος" που αναφέρεται σε αντικείμενα/καταστάσεις.

1)Πώς περιμένεις ρε να ρίξεις γκόμενα με αυτή τη φάτσα. Γίνε λίγο ζαμπουζιάρης!
Βαρέθηκα ρε φίλε τη ξινίλα της Μαρίας. Πάμε να βρούμε καμιά ζαμπουζιάρα γκόμενα να κάνουμε παιχνίδι.
2)Καλά η γκόμενα φόρεσε χθες ζαμπουζιάρικα εσώρουχα και με έστειλε!
Τρέλα αυτό το ζαμπουζιάρικο περπάτημα!

η φάση είναι στο 13:37

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

*Eκείνη που παραβαίνει κάθε δεοντολογικό κανόνα και κλάνει πρώτη στο αρχικό ραντεβού.

*Eκείνος που θέλει να ξεκαθαρίσει από τα αποδυτήρια στο αρχικό ραντεβού ποιος θα είναι το αφεντικό της σχέσης.

  1. -Γιατί δεν τα έφτιαξες ρε; η γκόμενα είναι πρωτοκλασάτη.

    -Ακριβώς γι΄ αυτό.

  2. -Καλός ο τύπος Μαιρή;

    -Μόνο καλός, πρωτοκλασάτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολαδερός και λολοπαιγνιώδης χαρακτηρισμός εις βάρος της εγχώριας φυλής των φιλελέδων.

Ο φιλελέλλην κος Ποτάμης

Συχνά το συναντάμε κι ως μαργαριταρένια εκδοχή του φιλέλληνας.

"Ο Σόιμπλε είναι φιλελέλληνας" είπε η Ντόρα... tweet (εδώ)

Εν του φιλελέ και της εθνοφαυλιστικής γαμοσλανγκοκατάληξης -ελληνας. Βλ. επίσης: βαζέλληνας, κωλοέλληνας, τεμπέλληνας, τσιφτετέλληνας, φραπέλληνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαιγνιώδες τρίπτυχο (του τύπου η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα, η μούχλα, η ρούχλα και η ζαρούχλα) ντεμέκ ονομασία-προμετωπίς φανταστικής εταιρείας, καταστήματος κλπ. με σαφείς (σαφέστερες δε γίνεται) σεξουαλικές αναφορές. Το έλεγε φίλος μου τη δεκαετία του '80 αναφερόμενος σε καταστάσεις καραπουτσαριό.

Μιλάμε για σοβαρό μαγαζί: Παυλής, Καυλής και Σάμψωλης!

Σχετική, αλλά με το σεξουαλικό υπονοούμενο να κρύβεται επιμελώς κάτω από "υπαρκτά" ονόματα η προμετωπίς του "κινητού" καταστήματος των ηρώων της ταινίας "Οι δοσατζήδες":

Πασπάτης-Καλαφάτης και Σία

Και ο μέν Πασπάτης απλώς πασπατεύει, ο Καλαφάτης όμως καλαφατίζει μεταφορικώς (όπως λέει το σχετικό λήμμα) αλλά και κυριολεκτικώς: βουλώνει τρύπες και χαραμάδες (του σκάφους) με το "καλαφατικό", ένα επίμηκες κυλινδρικό εργαλείο (περισσότερα στο υπό κατασκευήν λήμμα για το γλωσσάρι του καρνάγιου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμάω τους περίεργους

"Πληρωμένη" απάντηση στην ερώτηση "τι κάνεις;" ή "τι δουλειά κάνεις;"
Λέγεται συνήθως:
1. Όταν ο άλλος έχει καταντήσει τσιμπούρι με τις ενοχλητικές και αδιάκριτες ερωτήσεις του και θέλουμε να τον ξεφορτωθούμε με όχι και πολύ... ευγενικό τρόπο.
2. Χάριν αστεϊσμού μεταξύ κολλητών.

- Και δε μου λες, εσύ από πού τα ξέρεις όλ' αυτά και ανακατεύεσαι; Τι δουλειά κάνεις;
- Γαμάω τους περίεργους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιστί roof, λογοπαίγνιο του ρουφ (ολογραφώς ρουφιάνος).

- Το γκρουπ αυτό είναι γεμάτο οροφές.

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκιὰ παλαιᾶς κοπῆς, ἐν χρήσει στὸ ΕΜΚ* καὶ στὸ ΕΜΠ** τὴ δεκαετία τοῦ 1970.

Εἶναι ὁ "ἀσχολούμενος συστηματικῶς μὲ τὸν βασανισμὸν τοῦ ὑπογαστρίου δαίμονος", ὅπως ἔλεγε κάποιος φιλόλογος τῆς δεκαετίας τοῦ 1960.

Στὰ καθ᾿ ἡμᾶς ὁ μαλάκας.

*ΕΜΚ: Τὸ καφενεῖο "Μετσόβιο", φοιτητικὸ στέκι, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ εἴσοδο τοῦ Πολυτεχνείου στὴ Στουρνάρα. Ὁ Τάσος, ὁ καφετζῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, ἀπαντοῦσε στὸ τηλέφωνο λέγοντας:

"Ἐδῶ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Καφενεῖο".

**ΕΜΠ: Τὸ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο, φυσικά.

Συνώνυμα: πετσαδόρος, πετσάκιας, βυρσοδέψης, αὐτὸς ποὺ ματώνει τὸ πετσάκι του

Ὅποτε παιζόταν στὸ Μετσόβιο πρέφα τοῦ χαβαλέ, δηλ. χωρὶς κάποιο σοβαρὸ χρηματικὸ ἔπαθλο, μαζεύονταν διάφοροι ἀργόσχολοι γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ σχολίαζαν. Ὅταν κάποιος παίκτης ἔκανε μαλακία κι "ἔμπαινε μέσα", τραγουδοῦσαν ὅλοι (στὸ σκοπὸ τοῦ ρεφραίν ἀπὸ τὸ τραγοῦδι "Λὰ Κουκαράτσα"):

Κυρ-ἀστυνόμε, κυρ-ἀστυνόμε, βάλτον μέσα τὸν πετσή,

καὶ ἂν ἔμπαινε "σόλο", συνέχιζαν:

κυρ-ἀστυνόμε, κυρ-ἀστυνόμε, βάλτον σόλο τὸν πετσή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέλος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας που συμπεριφέρεται ως κυρ Παντελής, ως νοικοqueerαίος, δηλαδή θέλει να έχει οικογένεια και αξίες καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, όπως ένας αστός, ησυχία, τάξη, ασφάλεια κ.τ.ό., χωρίς να ασχολείται με την αντιστασιακή κινηματική διάσταση της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Είχαμε τους κυρ-Παντελήδες που ψηφίζουν ΝΔ, τώρα θα έχουμε και τους queer Παντελήδες που θα ψηφίζουν Κασσελάκη (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Ο ό,τι νά 'ναι, ανώνυμος, τυχάρπαστος.

-Μου χάλασε το στέρεο. -Ε, σου 'πα να μην πάρεις μάρκα Σκορδομπούτσογλου...

Δες και -ογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ωραίος», με την έννοια του «σωστός» και του «μπράβο».

- Έχω σπάσει το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιος έπαιζε στο «Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ» εκτός από τον Ψάλτη! - Μα ο Γαρδέλης και ο Μιχαλόπουλος! - Αρουραίος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified