Ο χάχας, ο γελοίος τύπος που χαζογελάει συνέχεια χωρίς ουσιαστικό λόγο.
-Τι κάνεις παρέα με αυτόν τον χαχαυλία ρε μαλά, είναι για σφαλιάρες το παλικάρι, ήμαρτον δηλαδή.
-Ε ρε μαλά, η δικιά του είναι φίλη με τη δικιά μου και καταλαβαίνεις...
Ο χάχας, ο γελοίος τύπος που χαζογελάει συνέχεια χωρίς ουσιαστικό λόγο.
-Τι κάνεις παρέα με αυτόν τον χαχαυλία ρε μαλά, είναι για σφαλιάρες το παλικάρι, ήμαρτον δηλαδή.
-Ε ρε μαλά, η δικιά του είναι φίλη με τη δικιά μου και καταλαβαίνεις...
Got a better definition? Add it!
Το ηλεκτρονικό καμάκι, το οποίο είναι πολύ διαδεδομένο στις μέρες μας που ο κόσμος διαθέτει εύκολα πρόσβαση στο internet. Κατά μία έννοια, είναι και πιο εύκολο γιατί έχεις χρόνο να σκεφτείς τι θα πεις. Τη «γλώσσα του σώματος» την υποκαθιστούν διάφορα emoticons (φατσούλες κλπ). Μπορεί να γίνει σε κάποιο chat (π.χ. IRC), σε sites όπως Zoo, Facebook κλπ.
- Πάλι στον υπολογιστή είσαι; Τι κάνεις πια;
- Ψήνω κάτι γκομενάκια που γνώρισα εδώ στο Facebook!
- Κόψε ρε συ το e-καμάκι και βγες έξω να γνωρίσεις κανα πιπίνι από κοντά!
Got a better definition? Add it!
Παράγωγο λήμμα της φράσης δεν υπάρχει.
Κοινώς αυτός που είναι απίστευτος γενικότερα με αυτά που κάνει η λέει, σε βαθμό που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις την ύπαρξη του!
Ρε μαλάκα τον είδες πόση ώρα είχε σούζα την μηχανή; Ο τύπος είναι ανύπαρκτος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο όρος Άλμα Μάτερ χρησιμοποιείται διεθνώς ως συνώνυμο του πανεπιστημίου στο οποίο φοίτησε κάποιος. Στα λατινικά σημαίνει κυριολεκτικά «η θρέφουσα μητέρα». Προσδιορίζει το ινστιτούτο στο οποίο κάποιος απέκτησε τα εφόδια για την ακαδημαϊκή και επαγγελματική του καριέρα. Δηλαδή ο σταθμός ορόσημο της ακαδημαϊκής πορείας.
Σλανγκικά, ταυτίζοντας το «άλμα» με το «πήδημα», ο όρος αποτελεί το σημείο μηδέν της σεξουαλικής εκμάθησης. Δηλαδή τη γυναίκα η οποία πήρε την παρθενιά του προσδιοριζόμενου προσώπου και του έδωσε τα πρώτα εφόδια στον αιώνιο αγώνα σεξουαλικής βελτιστοποίησης.
- Για πες ρε Μάκη, με τρώει η περιέργεια, πως είναι τελικά η Λίλιαν στο κρεβάτι;
- Τι να σου πω ρε Βάγγουρα, καλή η Λίλιαν αλλά ούτε καν συγκρίσιμη με τη Λάουρα...
- Βρε μανία με τη Λάουρα...Κάθε φορά παρατάς και άλλη γκόμενα γιατί τη συγκρίνεις με τη Λάουρα! Ρε, μπας και σου έχει κάνει μάγια αυτή η γυναίκα;
- Η Λάουρα κολλητέ είναι το Άλμα Μάτερ μου. Δεν ξεχνιέται ποτέ...
- Φίλε ένα Άλμα Μάτερ έχει κάθε άντρας: τη μανουέλα...
Got a better definition? Add it!
Η έμπνευση προήλθε από το λήμμα παστάκι που βρήκα στο slang.gr, εκ των κορυφαίων κατ’ εμέ του site, άκοπα.
Προέρχεται από τα σοκολατάκια μάρκας «νουαζέτα» και χρησιμοποιείται προκειμένου να χαρακτηρίσει κοριτσάκια ηλικίας 12-13 ετών, συνήθως για να τα διαχωρίσει κανείς από τα λίγο μεγαλύτερά τους «παστάκια» (τα οποία παστάκια μπορείς να παστελιάσεις δίχως να αισθάνεσαι παιδεραστής).
Αντώνυμα: μουνόγρια, ξεκωλόγρια, τζιλφ (gilf =grannies I like to fuck), τζιλφού.
- Ω ρε φίλε... είχα βγει χθες βράδυ για ποτάκι στου «Λαμόγια» και ήταν τίγκα στο παστάκι!
- Σώπα ρε!
- Άσε, είχε σκάσει εκδρομή πρώτη γυμνασίου απ’ τας Σέρρας...
- Ε τι παστάκια μου λες ρε μαλάκα μετά! Νουαζέτες ήταν!
- Ρε δε πα’ να ‘ταν και τζοκόντες....
(παππούς κρατώντας ένα βαζάκι με σοκολατάκια απευθύνεται προς τον εγγονό του)
(παππούς): - Γιαννάκη, να κεράσω μια νουαζέτα;
(εγγονός): - Και δεν την «κερνάς» ρε παππού! Κοίτα μόνο να μην το μάθουν οι γονείς της!
Βλ. και μαριδάκι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γλωσσικό αμάλγαμα των «μεγαλειώδης» και «γλοιώδης». Δύναται να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει άτομα που το παίζουν καμπόσοι αλλά ταυτοχρόνως είναι σιχαμεροί (βρυ)κόλακες των ανωτέρων τους.
«Ο σοφέρ ανοίγει την πόρτα της απαστράπτουσας Hispano-Suiza και ευθύς ξεπηδά από μέσα αγέρωχος ο στρατάρχης [...]. Από πίσω, σκυφτός, με μοχθηρό χαμόγελο στα χείλη ακολουθεί βήμα προς βήμα ο μεγαγλειώδης υποστράτηγος Παχλάτσας.»
Από ανύπαρκτο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.
Κλασσικός μεγαγλειώδης χαρακτήρας από τον κόσμο των κόμικς. (από the_inq, 25/02/09)
Got a better definition? Add it!
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού, θα ήθελα να παραθέσω μία οσοδήποτε μεγάλη ΟΧΙ εξαντλητική λίστα λέξεων για τον πούστη. Προκειμένου να καταγραφούμε στο Record Guiness έχω συμπεριλάβει:
1) Λέξεις με συνθετικό το -πούστης, ακόμη κι αν μπορεί να σημαίνει έναν στρέιτ με «πούστικη» συμπεριφορά.
2) Και μη σλανγκ λέξεις που σημαίνουν τον ομοφυλόφιλο από όλες τις εποχές του ελληνισμού, αρχαία, ρωμαίικη, τουρκοκρατία κτλ.
3) Όλο το φάσμα από τον ύποπτο και μετρό (που δεν είναι εγνωσμένος πούστης) ως και την εγχειρισμένη τρανσέξουαλ.
4) Ο,τιδήποτε έχει υποπέσει στην αντίληψή μου ως λημματογραφημένο στο slang.gr, ακόμη κι αν αποτελεί ακραία τεχνητή λεξιπλασία που δεν είναι ομιλουμένη σλανγκ.
5) Ξένες λέξεις για το πούστη, που έχουν μπει στην σλανγκ μας, και που τις κατανοούμε αμέσως.
Δεν έχω συμπεριλάβει τις γυναίκες λεσβίες.
Το αποτέλεσμα είναι 465 (!) μέχρι στιγμής λέξεις, στις οποίες είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε να προσθέσετε πολλές ακόμη.
Περιττεύει.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός προσώπου, το οποίο προκαλεί απώθηση στους γύρω του, διότι τους δημιουργεί ένα ή περισσότερα αρνητικά συναισθήματα και αντιδράσεις, όπως απέχθεια, τρόμο, αηδία κλπ.
Συναντάται πολλές φορές και στη μορφή «έχω τον ανθρωποδιώκτη», σύμφωνα με την οποία το υποκείμενο είναι κάτοχος ενός φανταστικού απωθητικού αξεσουάρ (ανθρωποδιώκτης) και υποδηλώνει ακριβώς το ίδιο.
Είναι συνήθως αρκετά μειωτικός χαρακτηρισμός, αν εξαιρέσουμε βέβαια τις περιπτώσεις κατόχων τρελομαγνήτη και μαλακομαγνήτη, όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί μέχρι και ζητούμενο.
- Ρε φίλε, όποτε κάθομαι στο λεωφορείο και μπει μέσα καμιά γκόμενα, προτιμά να μείνει όρθια παρά να κάτσει δίπλα μου. Τον ανθρωποδιώκτη έχω;
- Τι να σου πω ρε μάγκα μου, μάλλον το καραφλάζ που έκανες δεν έπιασε...
Got a better definition? Add it!
Η μεγαλοφυής απάντηση του Λαζόπουλου στον Καρβέλα (18/12/07, Αλ Τσαντίρι Νιουζ):
Πάει ο Νίκος στο δάσος. Άντρακλας ο Νίκος, βλέπει ένα μακάκα, μπαμ μπαμ το σκοτώνει. Έρχεται ένας μεγάλος μακάκας από πίσω, και του λέει, ή σε σκοτώνω, ή κάνουμε σεξ. Άντρακλας ο Νίκος, αλλά τι να κάνει, στήνει κώλο, τον γαμάει ο μακάκας από πίσω. Γυρνάει ο Νίκος στο σπίτι, δεν του σηκώνεται τρεις βδομάδες.
Πάει στο δάσος, βλέπει το μεγάλο το μακάκα, μπαμ μπαμ το σκοτώνει. Έρχεται ένας πιο μεγάλος μακάκας από πίσω, και του λέει ή σε σκοτώνω ή κάνουμε σεξ. Τι να κάνει ο Νίκος, στήνεται στα τέσσερα. Από πίσω ο μακάκας του κάνει τα δικά του. Γυρνάει ο Νίκος στο σπίτι, πέντε βδομάδες δεν του σηκώνεται.
Πάει ξανά στο δάσος, βρίσκει τον πιο μεγάλο μακάκα, μπαμ μπαμ το σκοτώνει. Έρχεται από πίσω ένας μακάκαρος μεγάλος μεγάλος και του λέει:
-Ρε Νίκο, παραδέξου ότι δεν έρχεσαι στο δάσος για το κυνήγι!
Ξέσκισέ τους όλους Λάκη, μην κωλώνεις!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χώρα των Αλαμπουρνέζων, των οποίων η μητρική γλώσσα είναι τα αλαμπουρνέζικα.
Πάει ένας Έλληνας στη Σαουδική Αραβία. Ακούει:
-Αλ χαμπίμπ αχλάντ μπαλ αχαμπντι νουαντιν αμπντελ αμπου γκιρχιμ νταμντιζ νουχντι.
-What;
-Αλαμπαχλα ναχρι νταμαχαμπα ουλου χαμπαλι νταμντι χαμντι.
-What;
-Τζεμπ αμντιμ νταμπαρα μπιρντι αμαχντα νταλα χουαμπα αζαμ αμντι.
-Αμάν ρε φίλε. Απ' την Αλαμπούρνα σε φέρανε ή είσαι συγγενής του Παυλόπουλου;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified