Further tags

Αμερικάνικη έκφραση που χρησιμοποιείται για να ορίσει μια κατηγορία σεξουαλικής σχέσης μεταξύ δύο (ενδεχομένως και περισσότερων, δε μπορώ να το πω αυτό με βεβαιότητα) ανθρώπων.

Οι «friends with benefits» είναι οι φίλοι, οι οποίοι κάνουν σεξ. Οι λόγοι ποικίλλουν: είτε δεν έχουν γκόμενο/α, είτε γενικά δεν κάνουν σεξ πολύ καιρό οπότε παρηγοριούνται σεξουαλικά στον ώμο -ή όπου αλλού- του φίλου τους, είτε το σεξ είναι εξαιρετικό -οπότε γιατί να το κοψείς, κλπ κλπ κλπ... Εδώ, πρέπει αν τονιστεί πως σε αυτή τη μορφή σχέσης, το σημαντικότερο στοιχείο είναι η φιλία: οι friends with benefits είναι πρωτίστως φίλοι (διόλου τυχαίο που στον εν λόγω όρο πρώτη λέξη είναι το «friends») και μετά σεξουαλικοί παρτενέρς.

Σε αυτή τη μορφή σχέσης, όπως και σε άλλες ανάλογες -ως προς την προχειρότητα- δεν υπάρχει φυσικά αποκλειστικότητα και οι φίλοι μπορούν να κάνουν σεξ και με άλλους -φίλους ή μη.

Δε θα έπρεπε να μπερδεύεται ως προς το περιεχόμενό του ο όρος αυτός με το «fuck buddies», μιας και οι τελευταίοι δεν είναι φίλοι, απλώς πηδιούνται περιστασιακά: οι friends with benefits θα πάνε την άλλη μέρα για καφέ∙ οι fuck buddies, όχι.

Το σεξ με τη Λίλιαν* ήταν εξαιρετικό, οπότε αν και θέλουμε να παραμείνουμε φίλοι, αποφασίσαμε να βρισκόμαστε που και που και να την κάνω να λέει τον Δεσπότη Τζέσικα.

*αντιλήφθηκα πως εδω μέσα η Λίλιαν είναι το κατ' εξοχήν παράδειγμά σας σε ο,τιδηπότε σχετίζεται με σεξ, οπότε το δανείζομαι -συγχωρέστε με για το θράσος μου.

(από Vrastaman, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται το βλήμα που εκείνα που εκτοξεύει από το στόμα του μοιάζουν με πύρινες μπάλες.

Συχνά και ο ίδιος λειτουργεί ως πυρωμένο βλήμα πυροβολικού (όλμος). Συχνά η αντίδραση των ανθρώπων γύρω του είναι να σκύψουν μην τους πάρουν τα θραύσματα.

Εναλλακτικά: Φλογόμπαλο.

- Τι είπε πάλι το πυρόβλημα...ρε θα μας κάψει ζωντανούς καμιά ώρα.
- Τρελό φλογόμπαλο ρε 'συ...δεν παλεύεται με τίποτα.

(από sar12345, 26/08/11)(από sar12345, 26/08/11)(από sar12345, 26/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η disco, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι είδος χορευτικής μουσικής που άνθισε στα τέλη της δεκαετίας του '70 και κορυφώθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, στη διάρκεια της οποίας επικρατούσε - με ελάχιστη απόσταση βέβαια από την στυλιστικά παρόμοια glam rock της ίδιας περιόδου - έναντι των αποδέλοιπων μουσικών ρευμάτων.

Μια μέρα όμως η μουσική βιομηχανία ξύπνησε, αποφάσισε πως πέρασε πολύς καιρός, πώς φτάσαμε σε τρίτη στη σειρά δεκαετία ('90s πια) και πως ήρθε πια η ώρα να αλλάξουμε μουσικές προτιμήσεις: έτσι βίαια λοιπόν, η disco πέθανε και πάνω στο μνήμα της φύτρωσαν η grunge, η r'n'b και τα boybands.

Η φράση «dead as disco» σημαίνει τα κάτωθι:

  • Ένα γεγονός έλαβε τέλος και αποκλείεται να υπάρξει οποιουδήποτε είδους συνέχεια ή μετεξέλιξη σε αυτό,
  • Το τέλος μια περιόδου, «the end of an era» που λένε και οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι,
  • Ότι κάποιος είναι τρομερά κουρασμένος για να κάνει ο,τιδήποτε - ότι είναι «πτώμα».

Παράδειγμα για τις τρεις ανωτέρω σημασίες:

  • Η σχέση του Μάκη με τον αρραβωνιαστικό της αδερφής του είναι πια «dead as disco».%
  • Πφφφ, πάει και η φοιτητική ζωή, dead as disco. Τώρα, πρέπει να βρω δουλειά, να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια... Και μετά, να πάρω σύνταξη, να πηγαίνω για προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους με τα Κ. Α. Π. Η.%
  • - Πάμε να χτυπήσουμε κάνα πιπίνι;
  • Δεν παίζει, χτύπησα 12ωρο σήμερα στη δουλειά, είμαι «dead as disco».

(από Vrastaman, 26/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αξίζει να σημειωθεί πως οι κατεξοχήν μπουκοφσκικοί, από αλκοόλ προτιμούν μπύρα και δη Kaiser - ένα ακόμη αιώνιο μπυροερώτημα, όπως και το γιατί άραγε οι μεταλλάδεςπίνουν αποκλειστικά Amstel.

(Χ Μπουκοφσκικός σε φίλο του:)
- Χθες πέρασα καταπληκτικά: όλο το βράδυ διάβαζα το «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές» του Χανκ και έπινα Kaiser! Και όλο το πρωί ξερνοβολούσα... ααααχ, αυτό είναι ζωή!

...beer is all there is... (από Vrastaman, 23/08/11)"Hey Dennis..." (από vikar, 23/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μια ορισμένη κατηγορία ανδρών. Ηλικιακά, οι άντρες που υπάγονται σε αυτή την κατηγορία κυμαίνονται από 20-29 ετών. Συνήθως είναι ψηλοί, μελαχρινοί έως καστανοί (ποτέ ξανθοί) και η εκπαίδευσή τους είναι τουλάχιστον πανεπιστημιακού επιπέδου -σπανιότερα απόφοιτοι Α. Τ. Ε. Ι., δεν διαθέτουν τρίχες στο στήθος και φέρουν μικρό ή προβληματικό (αλλεργικό, με φίμωση κ.α.) πέος.

Οι άντρες αυτοί αναγνωρίζονται εύκολα: δεν διαθέτουν χιούμορ -αν διαθέτουν είναι κακό, το ντύσιμό τους είναι ένα παράξενο κράμα μεταξύ επαναστάτη και χίπστερ, δηλώνουν αναρχικοί και άθεοι, φοράνε γυαλιά (αν και προτιμούν φακούς επαφής), διαβάζουν λογοτεχνία και ποίηση, βλέπουν ευρωπαϊκό κινηματογράφο και προπαντός λατρεύουν τον Charles Bukowski (Τσαρλς Μπουκόφσκι) εξ ου και η ονομασία τους.

Παρασυρμένοι από τον ομώνυμο ποιητή, κάνουν κραιπάλες και τους είναι σχεδόν αδύνατο να κυκλοφορήσουν νηφάλιοι και, για αν μη χαλάσουν τη μόστρα, συνήθως είναι και συναισθηματικά μη-διαθέσιμοι ή κολλημένοι σε μια «σκύλα που τους πέταξε και ποτέ δεν ξεπέρασαν».

Στην ουσία είναι ανασφαλείς και ψευτοκουλτουριάρηδες και αρκετά εύκολοι στόχοι γκομενικά. Εάν θέλετε να κερδίσετε έναν Μπουκοφσκικό, απλώς πείτε του πόσο πολύ σας άρεσε το «Η Αγάπη είναι ένας σκύλος από την Κόλαση», πόσο απολαμβάνετε να διαβάζετε Μπάροουζ και τι ωραία τραγούδια που έχει στο «Dark Side of the Moon». Μπορείτε να επεκτείνετε τη θεματολογία σας και στις cult ταινίες και τσόντες των '80s. Τον έχετε κερδίσει.

- Ο Πλάτωνας είναι ψευτοκουλτουριάρης.
- Λογικό, αφού είναι μπουκοφσκικός.

The real thing (από Khan, 22/08/11)

Στα αγγλικά: bukowskiesque

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ευνοϊκός συνδυασμός καταστάσεων που κάνει τους εμπλεκόμενους να νιώθουν ευχάριστα. Με τον οξύμωρο επιθετικό προσδιορισμό «άσχημη», η φόρμουλα είναι ακόμα καλύτερη!

  2. Κοπέλα, όχι απαραίτητα κουκλάρα, άλλα με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που την κάνει πολύ ελκυστική στα αρσενικά.

- Ααααααχ, ποτάκι, τσιγαράκι, μουσικούλα... άσχημη φόρμουλα!

- Κοίτα μια φόρμουλα μπροστά, έχει και τατουάζ στο γοφό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οδηγεί έχοντας πάντα αναμμένη την ενδεικτική λυχνία (λαμπάκι) προειδοποίησης έλλειψης καυσίμου στο αυτοκίνητό του.
Συνήθως αγνοεί επιδεικτικά τα πρατήρια βενζίνης και, ακόμη και όταν αναγκαστεί να ανεφοδιάσει επιτέλους το όχημά του, το ποσό της βενζίνης που βάζει είναι της τάξεως των 10 ευρώ. Έχουν αναφερθεί ωστόσο και περιστατικά κατά τα οποία ο άτυχος πρατηριούχος πληρώθηκε με κέρματα.

Τα αίτια της ψυχανωμαλίας αυτής δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα, αν και πιστεύεται πως οφείλεται στην ανάγκη δημιουργίας ψευδαίσθησης οικονομίας, καθώς ο καψολαμπάκιας αποφεύγει να δει άμεσα να φεύγει από το πορτοφόλι του προς την τσέπη του βενζινά ένα π.χ. ολόκληρο καφετί 50ευρο.

Τέλος, σύμφωνα με ανεπίσημες ερμηνείες του φαινομένου, ο καψολαμπάκιας ενδέχεται να ερεθίζεται από τον ήχο που κάνει ο κινητήρας όταν καίει χαλίκια, σκουπίδια και κάθε λογής φλόκι και πουρί που η βενζίνη εναποθέτει γλυκά στον πάτο του ρεζερβουάρ, μετά τα αλλεπάλληλα και υπεράριθμα γεμίσματα, νιώθοντας παράλληλα αυτοπεποίθηση για την αντοχή και τις επιδόσεις του αγαπημένου του οχήματος κάτω από αυτές της αντίξοες συνθήκες χρήσης.

  1. Ρε Γιάννη, γιατί είσαι τόσο καψολαμπάκιας; Θα μείνουμε πάλι στη μέση του πουθενά!

  2. Και του τα 'λεγα του καψολαμπάκια πως θα του μείνει ο κύλινδρος της Lancia στο χέρι κάποια μέρα...

  3. Έχεις κάνει τα βενζινάδικα εκκλησάκια ρε καψολαμπάκια!

  4. Shell γράφει η ταμπέλα, όχι ουφάδικο ρε καψολαμπάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως είναι (μεταξύ άλλων) είδος λαμπτήρα. Σλανγκικώς είναι ο παθητικός γκέι συναφώς και προς την έκφραση τον βιδώνει το γλόμπο. Δηλαδή η τοποθέτηση λάμπας μπαγιονέτ αποτελεί μεταφορά για την πρωκτική διείσδυση. Τώρα, με λίγη σλανγκική φαντασία, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το πρωκτικό σεχ- μπαγιονέτ είναι πιο βίαιο, δίκην στάσης κεμπάπ από το σεξ βιδωτού λαμπτήρα, που πάει πιο σταδιακά- περιστροφικά. Ο όρος μπαγιονέτ μπορεί να σημάνει και την διείσδυση του πέους εν γένει (ιδίως την πρωκτική), πάντως συνήθως αποτελεί χαρακτηρισμό παθητικού ομοφυλόφιλου, όπως περιγράψαμε.

  1. Σου φάνηκε και σένα ότι είναι μπαγιονέτ ο σερβιτόρος; Αυτό το σπάσιμο του καρπού του ήταν κάπως.

  2. Και βιδωτή και μπαγιονέτ (κάπου εδώ).

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως, είναι ο γεννημένος ημέρα Πέμπτη, όπως ο Σαββατογεννημένος ημέρα Σάββατο.

Σλανγκικώς, είναι το κωλόπαιδο, δηλαδή αυτός που γεννήθηκε ύστερα από πρωκτικό σεξ με εκσπερμάτιση στον πρωκτό και μαγκαϊβερικώς πως το σπερματοζωάριο κατάφερε να φτάσει ως το αιδοίο και να γονιμοποιήσει. Χειρότερος δηλαδή κι από μπατανόπιασμα. Ασφαλώς πρόκειται περισσότερο για ένα πλάσμα του λαϊκού φαντασιακού για να ερμηνευθεί πώς και γιατί κάποιος είναι κωλοπαίδι, κωλοπαιδαράς, δηλαδή είτε δύσμορφος στην εμφάνιση, είτε παλιοχαρακτήρας.

Μου ερμήνευσαν την έκφραση ως εξής: αν μετρήσουμε τις μέρες της εβδομάδας ενώνοντας τον αντίχειρα διαδοχικά με τα διαφορετικά δάκτυλα των χεριών ξεκινώντας από τον μικρό ως Δευτέρα, τότε η ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη σημαίνει την Πέμπτη. Η ίδια όμως ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη είναι και το σύμβολο της κωλοτρυπίδας.

Οπότε ειρωνικά, ο πεμπτογεννημένος είναι το γέννημα του κώλου. Η έκφραση αποτελεί και τροπή του σαββατογεννημένου. Αν ο σαββατογεννημένος είναι ο τυχερός, τότε ο πεμπτογεννημένος είναι αυτός που έχει σκατά τύχη. Ή, μπορεί, αντιστρόφως, να είναι και αυτός που έχει πρωκτική τύχη, δηλαδή που χέζεται στο τάληρο.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: η έκφραση υπάρχει σαφώς, αν και είναι σπάνια. Συζητώντας για την προέλευσή της, έπεσα πάνω στην παραπάνω ερμηνεία, την οποία δεν έχω διασταυρώσει. Δηλαδή είμαι σίγουρος για την ύπαρξη του όρου, αλλά όχι απολύτως για την σημασία του. Φαίνεται, πάντως, ότι ο όρος συνδέεται με τον πρωκτό, σημαίνοντας είτε το κωλοπαίδι, είτε τον κωλογαμημένο, βλ. και το μοναδικό διαδικτυακό εύρημα στο παράδειγμα.

  1. Μού σπασε τόσο πολύ τα αρχίδια που τον ρώτησα: «Ρε φίλε, μήπως είσαι πεμπτογεννημένος;». «Δηλαδή;», μου λέει. «Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη» του λέω κι εγώ [σ.ς. κάνοντας την χειρονομία που περιγράφεται στον ορισμό].

  2. Prosfata imoun stin toualeta tou grafeiou kai mpike mesa enas synadelfos me ton opoio den ehw polla polla alla pistevw oti einai ligo «pemptogennimenos». Me hairetaei kai mpainei mesa kai xekinaei amesws ti douleia. Klanei syneheia kai dynata enw to haraktiristiko plaf tis prwtis kouradas erhetai na desei sa loukoumas me ti mpoha tis skatilas pou anadyotan apo ti haramada. Den xerw pws kai giati (mou symvainei prwti fora), alla eiha kavlwsei oso den paei allo. (Εδώ).

(από Khan, 26/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified