Further tags

Παλιά λέξη για τον οπαδό του αγγλικού μουσικού συγκροτήματος the Cure. Η λέξη χρησιμοποιείται ιδίως όταν αναφέρεται σε κάποιον ή κάποια που ακολουθεί την χαρακτηριστική εξωτερική εμφάνιση της μπάντας και, συγκεκριμένα, του φρόντμαν Robert Smith, δηλαδή αδρά περασμένο κόκκινο κραγιόν στα χείλη, μολύβι για τα μάτια, χλωμή επιδερμίδα, επιμελώς αναμαλλιασμένα μαύρα μαλλιά, μαύρα ρούχα, και αθλητικά παπούτσια.

Όσον αφορά την σχέση με τους γκοθάδες: Στην αρχή της δεκαετίας του 1980 το συγκρότημα περνούσε την goth φάση του, όταν το gothic rock ακόμα σχηματιζόταν. Αν και οι δρόμοι τους ποτέ δεν ταυτίστηκαν αλλά διαχωρίστηκαν μετέπειτα σαφώς, από στυλιστικής άποψης υπήρξε ένα δημιουργικό πάρε-δώσε με το ρεύμα αυτό: «σκοτεινή» εμφάνιση, έντονο σκουρόχρωμο μακιγιάζ σε αγόρια και κορίτσια, εκφραστικά μελαγχολική παρουσία.

Στην Ελλάδα οι Cure είχαν σχετικά μεγάλο κοινό, κάποιοι από τους οποίους ήταν πιο «φανατικοί», εξ ου και η ύπαρξη του φαινομένου και του λήμματος.

  1. Από εδώ:

με εντυπωσίασες! και άκου να δεις τώρα...είχα να δω μέρες τον αδερφό μου πρώην κιουράκι μέχρι κόκκαλο και ξανάρχισε το τσιγάρο μετά 3 χρόνια διακοπής

  1. Από εδώ:

Μα... με emo; Αυτό καλέ θα πάθει τίποτα εκεί που... και...
(άσε, δεν τους πάω τους emo). Όχι ότι οι γκοθάδες είναι καλύτεροι.
Έβλεπα μία στο μετρό και στο ημίφως φαινόταν ενδιαφέρουσα. Ύστερα, βγήκαμε στο φως και έτυχε να περπατά δίπλα μου.
Τρόμαξα λέμε. Το κακόμοιρο, πεθαμένο ήταν και δεν το ήξερε...

Φιλιά!
(κι εγώ ήμουνα κιουράκι αλλά δεν το έκανα και θέμα!)

  1. Από εδώ:

Tην ονομασία του την απέκτησε από τα... emo του δεύτερου μισού των 80s κι αργότερα (κάτι σαν τα «κιουράκια» για όσους θυμούνται) που επειδή είχαν τέτοια βαθιά απόγνωση ;D ήταν συνεχώς χαμηλοβλέποντα - θα μπορούσαν να τους είχαν πει και floorgazing.

  1. Από εδώ:

Καλώς την. Έλα τα κιουράκια να βγαίνουν ένα ένα...!!!

Χαίρομαι που σου άρεσε, in between days κλασικό πλέον. Από τις στιγμές τους που έλεγαν τα μαύρα πράγματα με εύθυμο τρόπο. Μόνο οι Cure αυτό. Και ο Morrissey, αλλά θα τα πούμε άλλη στιγμή γι αυτόν...

Φοραδάκι (από Vrastaman, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Οπαδός, ακόλουθος, θαυμαστής.

Μεταφορά εκ του αγγλικού ατόφια αλλά τόσο ελληνοποιημένη που νομίζω πως έχει θέση κι εδώ.

Υπάρχει και το φανκλαμπ επίσης.

- Ο Λεώνικος και ο Hodja είναι φαν της Ελευθερίας Αρβανιτάκη και των Αδελφών Βουγιουκλή.

- Μπα! Βλέπω πως έχεις ρεύμα. Έχεις και φανκλαμπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι διοικητικά, χωρίζονταν κατά Οίκους (Ojaks) με επικεφαλής εκλεγμένους ή κληρονομικώ δικαίω Μπέηδες (τούρκικα: bey απ' το τουρκοτατάρικο beğ) και κάθε Οίκος αποτελούνταν από Οικογένειες (Semsele) με επικεφαλής Αγάδες (τούρκικα: agha ή ağa) ή Μπέηδες.

Δεν είμαι σε θέση να εξακριβώσω αν και κατά πόσο το Semsele σχετίζεται ετυμολογικά με το πολυσήμαντο τούρκικο silsile: αλυσίδα, ακολουθία, καταγωγή, διαδοχή, γενεαλογική σειρά.

Ο όρος λοιπόν σημαίνει το σόι, τη φάρα, την οικογένεια συχνά και με πιο ευρεία έννοια. Χρησιμοποιείται με αρκετή δόση ειρωνείας υπονοώντας τόσο τη βαβούρα, όσο και τα μπερδεμένα αισθήματα που μας προκαλούν όλοι όσοι σχετίζονται με μας μόνο με κάποιο βαθμό συγγένειας και τίποτε άλλο, αφού οι κοινωνικές συμβάσεις επιβάλλουν μια κάποια συμπεριφορά που όταν δεν είναι αυθόρμητη, δημιουργεί, ενίοτε, κάτι σαν ενοχές.

Παίζει και η φράση (όλο) το σόι και το σιμσελέ με την έννοια: οι πάντες όλοι συγγενείς, μικροί-μεγάλοι, κοντινοί και πιο μακρινοί.

Ήδη γνωστό στο σάιτ από το γαμώ το σεμσελέ μου του iwn, το ανέλαβα απ' το ΔΠ κατά παραγγελία του ΜΧΣ για την ετυμολογία.

  1. Την ημέρα των εγκαινίων του νέου δημαρχιακού μεγάρου της Θεσσαλονίκης, είχα τη φαεινή ιδέα να παραστώ στην τελετή (...) Στην πλευρά του δημαρχείου, όλο το «σιμσελέ» της Θεσσαλονίκης, οι πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αρχές του τόπου, και πλήθος χειροκροτητών, περίεργων περαστικών και επίδοξων καταδρομέων του μπουφέ, που είναι εκ των ουκ άνευ σε αυτές τις περιπτώσεις. Στην απέναντι πλευρά, διαμαρτυρόμενοι πολίτες, υπό κομματικά πανό αλλά και ανεξάρτητοι, με ποδήλατα, σκυλιά, έξυπνα συνθήματα που παρέπεμπαν στο οικονομικό σκάνδαλο, στην τσιμεντοποίηση και άλλα.

  2. Περπατούν προσεκτικά, δοκιμάζοντας τις αντοχές τους στον οικείο εκλογικό τους δρόμο. Ναι, στο δρόμο για το σχολειό της γειτονιάς, το περικυκλωμένο από τους ενοχλητικούς υποψήφιους και το σεμσελέ τους (σου προτείνουν –θες, δε θες– βιογραφικό ή ψηφοδέλτιο ή αναπτήρα), με πνευματικές λειτουργίες που βρίσκονται σε εγρήγορση.

(Απ' το δίχτυ)

  1. — Πώς τα περάσατε;
    — [Μμμ]μ… Τι να σου πω!! Όλο το σόι και το σιμσελέ παραταγμένο να ξεμετράει ο ένας τον άλλον!!
    — Άστην να λέει την αδερφή σου! Μια χαρά ήταν. Πώς να 'ρθεις κι εσύ ακοινώνητε!
    — Δε χάζεψα!!

(sic)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τούρκος αξιωματούχος, με αυξημένες εποπτικές αρμοδιότητες σε τοποθεσίες με ιδιαίτερη γεωγραφική σημασία (δερβένια=περάσματα). Κατέστη συνώνυμο με την κατάχρηση εξουσίας, την αυθαιρεσία, την αδιακρισία, την καταπίεση.

Συνώνυμες εκφράσεις: κεχαγιάς στ' αρχίδια μας, τσολιάς στον πούτσο μας.

- Τί στέκεσαι πάνω από το κεφάλι μου και παρατηρείς την οθόνη μου σαν γενικός δερβέναγας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταβάς (tava) είναι το ταψί.

Η προφορά «νταβάς» [dava] είναι απλώς ενήχηση του τ[t] ως [d] και δεν έχει σχέση με το dava = καταγγελία (βασική σημασία).

Στην Ελλάδα συμφύρθηκε λόγω ομοηχίας με την τάβλα του κουλουρά (και όχι μόνο) < λατ. tabula σανίδι. Με τη σημασία ταψί χρησιμοποιήθηκε στην επαρχία κυρίως από πρόσφυγες.

Επίσης ταβάς λέγεται και το πρόχειρο μανουάλι, ένα ταψί με άμμο, που έχουν σε φτωχά ξωκλήσια για να στήνουν το αναμμένο κερί. Και κάθε άλλη σχετική εφαρμογή.

Τελικά κατέληξε να σημαίνει, πανελληνίως, τον κλασικό δίσκο του καφετζή με τα τοιχία, που μοιάζει με ταψί, ο οποίος κρέμεται από τρεις μεταλλικές ράβδους ώστε να μεταφέρεται ευκολότερα για παραγγελίες εκτός καταστήματος, εξ ου και «ταβατζής / dαβατζής», αυτός που τον κουβαλούσε... συνεκδοχικά ο καφετζής.

Μεταφορικά σημαίνει και τον νταή - προστάτη του πορνείου (που μπορεί να μη συμπίπτει με τον προαγωγό), επειδή αυτοί κυκλοφορούσαν εκεί μέσα με το πρόσχημα του καφετζή. Σε μεμονωμένες πόρνες είναι ο προστάτης - εραστής.

Μου παράγγειλαν πέντε καφέδες και δέκα νερά από το δικηγορικό απέναντι. Βάλ' τα μου στον ταβά να τα πάω.

(δεκαπέντε ποτήρια δε μεταφέρονται σε κοινό δίσκο σερβιρίσματος αλλά σε ταβά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ρήματος γαμάω και του αγγλικού ουσιαστικού man, που σημαίνει άντρας, και εν προκειμένω παραπέμπει σε υπερήρωες-μαρβελιές, τύπου Superman, Batman, κ.τ.ο. αλλά κυρίως στον Spiderman, εκ του οποίου μάλλον δανείζεται την κατάληξη της λεξιπλασίας -ντερμαν.

Ο γαμάιντερμαν είναι τύπος συμπεριφοράς άνδρα. Είναι αυτός που προβάλλει μία εικόνα γκραν γαμάω, γαμαωδέρνουλα, γαμιά της γειτονιάς κ.τ.ό. Στη συντριπτική πλειοψηφία της χρήσης του, ο όρος δεν περιγράφει θετικά τον όντως ούμπερ-γαμίκουλα, αλλά αυτόν που την έχει δει έτσι, γι' αυτό και εντάσσεται συνήθως σε φράσεις του τύπου: «Ποιος είσαι ρε φίλε; Ο Γαμάιντερμαν;» ή «Τι έγινε ρε φίλε; Την είδες Γαμάιντερμαν κιέτσ';».

Φαντασιακώς, ο Γαμάιντερμαν αισθητοποιείται ως ένας υπερήρωας με σέξι εσώρουχα τύπου Σούπερμαν, και μια μπέρτα, όπου αναγράφεται το γράμμα κατατεθέν του, το Γάμα. Υπερίπταται της πόλης και τείνει ευήκοον πέοντα σε όποιον/αν ταπεινό και καταφρονεμένο έχει άμεση ανάγκη από πήδουλο. Ασφάλουσλυ, στις αποσοδομητικές μέρες που ζούμε, όπου ο Σούπερμαν πέθανε, ο Σπάιντερμαν είναι γκέι, ο Όπτιμους Πράιμ εγχειρισμένη και ο Μπάτμαν ντράμα κουίν, ο Γαμάιντερμαν είναι είδος προς εξαφάνιση και η τελευταία ευκαιρία των υπερηρώωνε να αποκαταστήσουν τον αμφισβητούμενο ανδρισμό τους.

Το αν, ωστόσο, ο Γαμάιντερμαν αρέσει είναι θέμα υπό αίρεση. Συνήθως γαμάιντερμαν ονομάζεται κάποιος γραφικός, ή κάποιος που προσπαθεί να υπεραναπληρώσει φυσικά του ελλείματα με μια επιτηδευμένη συμπεριφορά γκραν γαμάω. Λ.χ. γαμάιντερμαν μπορεί να ονομαστεί κάποιος που το παίζει πολύ μάτσο (ίσως από ενδόμυχους φόβους για τον ελλιπή ανδρισμό του), ένας κοντός που θεωρεί ότι το ανύπαρκτο ύψος το έχει πάρει σε πούτσα, ένας πουρέιτζερ που το παίζει μπο μεκ για να την πέσει σε μικρούλες. Επίσης, κάποιος που εκμεταλλεύεται την κοινωνική θέση του για να στρωσκανίσει: Λ.χ. αφεντικό που την πέφτει σε υφισταμένη, γιατρός σε νοσοκόμα, καθηγητής σε φοιτήτρια/μαθήτρια κ.τ.ό. Ακόμη, κάποιος με μάτσο και καθόλου θολές απόψεις, λ.χ. ένας Ελληνάρας ή γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ. Γενικότερα, ως συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζει μόνο εραστή, αλλά και φίλο, συνάδελφο, συμπολίτη, που αισθανόμαστε την ανάγκη να τον ρωτήσουμε «μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα;» (η απάντηση του αυθεντικού Γαμάιντερμαν θα είναι καταφατική, οπότε δεν συνιστάται η ερώτηση) ή να τον παραινέσουμε «μη γαμάς πολύ, κατούρα και λίγο». Ωστόσο, από την άλλη, όπως το να παριστάνει κανείς τον τρελό είναι μια πρώτη ένδειξη ότι είναι όντως τρελός, έτσι και το να υποδύεσαι τον γαμιά, είναι η αρχή (=ήμισυ του παντός) του να γίνεις όντως γαμιάς, καθώς η προσποίηση έχει συχνά επιτελεστικό χαρακτήρα. Οπότε μπορεί και ο Γαμάιντερμαν να προτιμάται ως εραστής, αφού από το πολύ θέατρο, εβέντσουαλjυ κάποια στιγμή θα γαμήσει κιόλας. Σε κάθε περίπτωση περισσότερο από έναν μετροσεξουαλικό.

Για περαιτέρω περιπτωσιολογία στο παράδειγμα 1 παραθέτω ορισμένα μεταξύ πολλών πορτραίτων του Γαμάιντερμαν που βρήκα σε σχετικό νήμα στο Ιντερνέτι.

Fact: Ο Γαμάιντερμαν έχασε την παρθενιά του, όταν ο Chuck Norris τον πήγε στις πουτάνες.

  1. Θέμα: Ο Γαμάιντερμαν.
    Σίγουρα κάποια στυλάκια στον άντρα δεν τα γουστάρουν οι κυρίες.
    Είναι ο λεγόμενος γαμάιντερμαν. Ποιά είναι αυτά; Καρφώστε τους.

- Mου τη δίνει η φωνή «Εχω κάνει μαθήματα ορθοφωνίας με τον Μπαντέρας». Δε πάει ρε παιδί μου, τελείωσε!

- Για τον στυλάτο λέω που για κάποιες είναι ωραίος ως τύπος, σε κάποιες άλλες όμως φέρνει εμμετό, γλίτσα και λοιπά καλοπροαίρετα. Που σου 'ρχεται να τον πιάσεις απο το ζελεδιασμένο τσουλούφι και να τον φέρεις δυο βόλτες μπας και σκάσει να μιλάει για το πόσα φράγκα έριξε στο ηχοσύστημα του αυτοκινήτου του, τον κολλημένο με τη μπάλα, που ό,τι δεν γνωρίζει, το χλευάζει, γενικά τον Οστρογότθο

- Για να δω πως θα ζωγραφίσω εγώ τον γαμάϊντερμαν:
Μου τη δίνει ο τύπος και που όχι μόνο έχει άποψη για όλα αλλά είναι αυτός που έχει τη μόνη σωστή άποψη και φυσικά δεν δέχεται ότι κανείς άλλος μπορεί να εκφέρει γνώμη, που ρωτάει για την γνώμη σου απλά για να του επιβεβαιώσεις την δική του υποτιθέμενη σωστή... που έχει «καταφέρει» να αγοράσει ένα αυτοκίνητο και το χρωστάει για άλλα 5 χρόνια, αλλά κάνει φιγούρα και περνιέται και για έξυπνος που το πήρε πριν τα 30 και όχι στα 50.... που του αρέσει να επιδεικνύεται για το κάθε τι, από τις γιαλαντζί και ξερόλικες απόψεις, μέχρι να επιστρέψει σε ένα μαγαζί για να αποδείξει στον ψυλομύτη πωλητή πως βρήκε αλλού το γκατζετάκι που δεν ήθελε να του πουλήσει ο πρώτος. Αυτός που κοιτάει μόνο την επιφάνεια και τον εαυτούλη του και περνιέται για σούπερ ντούπερ επιτυχημένος και γαμίκουλας (ρε μήπως είσαι gay και δεν το ξέρεις ακόμα;), που πηδάει συνεχώς και ξεχνάει να κατουρήσει λιγάκι... αυτός που το παίζει σπουδαίος και τρανός, αλλά περιμένει από την κοπέλα του να πληρώσει τα μπινελίκια στον κινηματογράφο, γιατί «μωρό μου να μην τρέχω τώρα να βγάλω 10 από την τράπεζα ή να πληρώσω με κάρτα δεν αξίζει».... αυτός που χρωστάει εισόδημα 2 χρόνων στις πιστωτικές αλλά συνεχίζει απτόητος να επιδεικνύεται, εκτός και αν βρει καμιά χαζή και του ξεπληρώσει το χρέος σε αντάλλαγμα στεφάνι... αυτός που είναι και καλά ανεξάρτητος και αυτάρκης σε όλα, εκτός και αν πρόκειται για την μαμά του και που αφήνει την μαμά του ή τον κολλητό του να αποφασίζει για πάρτη του... αυτός που απαιτεί τον σεβασμό όταν ο ίδιος δεν τον έχει δείξει ποτέ σε κανέναν... αυτός που οποιεσδήποτε ευθύνες ή άσχημες καταστάσεις, τις ρίχνει στον δίπλα γιατί δεν έχει τα κότσια να τις αναλάβει ο ίδιος...
Δεν είναι απλά γαμάϊντερμαν, είναι lost case...

- Ο γαμάω και δέρνω ας πούμε Ελληνάρας που τα ξέρει όλα και νευριάζει εύκολα κλπ, μπορεί να ειναι πολύ ερωτικός γιατί δυστυχώς έχει αυτό το έστω ψεύτικο αντριλίκι που καμιά φορά είναι αφροδισιακό, ενώ αντίθετα, ενας καλός και ευγενικός νέος με κατανόηση για τα πράγματα με διάθεση στοργής και προδέρμ μπορεί στη φάση του άλματος να βγάλει μια τόσο θηλυκή και ευαίσθητη πλευρά που θα προτιμήσεις να δεις σε επανάληψη το «ρετιρέ» με τη Κατερίνα Γιουλακη παρά το ευαίσθητο άλμα.

- Γαμάϊντερμαν (ή θεογκόμενα από το άλλο τόπικ...) είναι συνήθως αυτός/η που μας «την έσπασε»...

- Ο γαμαιντερμαν ειναι γαμαιντερμαν σε ολες τις εκφανσεις της ζωης του. Οχι μονο ως συντροφος, αλλα και ως συναδελφος, ως συνεπιβατης, ως συνοικος, συνδαιτημων, συμφορουμιστας, συμπολιτης.

  1. Θα χει και γκομενακια γι αυτο θα ρθω γυμνος η ντυμενος γαμαιντερμαν!!! Θα χω και μπερτα με ενα τεραστιο Γ. (Εδώ).

  2. 1.39% ψηφισαν ξεπετα μιας βραδιας (Καλως τονα τον γαμαιντερμαν...) (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως είναι γαλλιά σημαίνουσα «ρούχο που φοριέται στις μεταβατικές περιόδους ανάμεσα στις εποχές» (δες), δηλαδή που κάνει και για κρύο και για ζέστη.

Σλανγκικώς είναι αυτός που βρίσκεται σε μια γκρίζα in-between ζώνη μεταξύ του άμεμπτου στρέιτ και του κατασταλαγμένου γκέι. Αυτός που δεν είναι ούτε το ουάν χάντρηντ περσέντ αρσενικόου, αλλά ούτε και ο σεσημασμένος γκέουλας. Είναι δηλαδή ο όχι και τόσο φανατικός άντρας, ο ψιλολουγκρίδης. Στους ντεμί σεζόν ανήκουν και οι κατηγορίες στρέι / stray, αγορίτσι, μετρό κ.τ.ό.

Ο τοιούτος λοιδωρείται και από τους στρέιτ, γιατί δεν συντάσσεται με τις επιταγές του καθώς πρέπει ανδρισμού. Την ακούει, όμως, και από τους γκέι, καθώς δεν είναι σαφής η τοποθέτησή του, δεν έχει δηλαδή καταθέσει τα απαραίτητα διαπουστευτήρια, κι έτσι ένας γκέουλας που του την πέφτει κινδυνεύει να μείνει αγάμητος (τουλάχιστον έτσι ερμηνεύω το 1ο παράδειγμα).

Η έκφραση μπορεί, βεβαίως, να αποτελέσει και γενικότερη μεταφορά για καταστάσεις γκρίζες ή χλιαρές, λίγο ζέστη λίγο κρύο.

  1. Πανούλη μου,
    Δίκιο έχει η Καλή Νεράιδα. Σε λίγο καιρό που θα γνωρίσεις άλλα γκέι αγοράκια (πιστοποιημένα, όχι ντεμί-σεζόν), και θα τα κάνετε ΟΛΑ τα δυο σας, τον συγκεκριμένο θα τον ξεχάσεις πιο γρήγορα απ’ ό,τι ξεχνάνε οι πολιτικοί αυτά που μας τάζουν πριν τις εκλογές. (Εδώ).

  2. Οι άντρες δεν υπάρχουν πια κι αυτοί που υπάρχουν ανήκουν σε κατηγορίες ντεμί-σεζόν, όπως τα αγορίτσια. (Από κωστοπουλέ περιοδικό).

  3. Σε μια παρέα που αποτελείται από δεκαπέντε άτομα (τέσσερις γυναίκες, ένας ντεμι σεζόν και δέκα πανέμορφα και πανέξυπνα αγόρια), πόσες πιθανότητες έχεις να κάτσεις δίπλα στον ένα και μοναδικό παντρεμένο παύλα απογοητευμένο από τη ζωή του; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος μεταπτυχιακών σπουδών ο οποίος αυτομάτως προσδίδει κύρος στον κάτοχό του. Παρερμηνεύοντας τα αρχικά, το λήμμα Ph.D μεταφράζεται σε Pretty Huge Dick, ή, ελληνιστί, αυτός ο οποίος διαθέτει αρκετά μεγάλο μόριο.

Κοινώς κρεατόμπαρα, μαλαπέρδα, ανακόντα κ.τ.λ,. το οποίο επίσης προσδίδει μεγάλο κύρος στον κάτοχό του!!!

- Μωρή Τασία, κοίτα πώς φουσκώνει το μαγιό του τύπου!!!!
- Ναι, ναι!! Θα έχει Ph.D...

Βλ. και P.h.D.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο το οποίο, υπό την επήρεια αλκοόλ, κάνει one night stand αλλά δε θυμάται τίποτα την επόμενη μέρα.

- Ρε συ, η Λίλιαν! Πάω να της πω ένα γεια να θυμηθούμε τα προχτεσινά μας.
- Άσε ρε, αμφιβάλλω αν σε θυμάται καθόλου. Αυτή πότισέ την και πάει και με αμοιβάδα. Μπεκροσέξουαλ η γκόμενα.

Μπεκροσέξουαλ Τσιμπουκόφκσι. (από Khan, 24/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified