Πιο εμφατικά ο γεροτραχανάς.
Ένας γαμημένος σαβανοτραχανάς έχει πλακώσει τον ουρανό και τη ζωή των ανθρώπων. (Μηχανή του Χρόνου).
Πιο εμφατικά ο γεροτραχανάς.
Ένας γαμημένος σαβανοτραχανάς έχει πλακώσει τον ουρανό και τη ζωή των ανθρώπων. (Μηχανή του Χρόνου).
Got a better definition? Add it!
Ο μεσήλικας ή υπερήλικας άντρας που σαλιαρίζει ή την πέφτει σε πολύ μικρότερης ηλικίας γυναίκες.
Ο Τάκης μόλις δει καμιά πιτσιρίκα αρχίζει να την γυροφέρνει και να λέει σαχλαμάρες. Μάλλον ξεχνάει πως κοντεύει τα 55, το γεροντολιγούρι!
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα ανάμεσα στα 45-60, με απλά λόγια ένα σιτεμένο μετα-μιλφ προς το προ-γκιλφ. Ο χαρακτηρισμός προιδεάζει για παρουσιάσιμη, σεξουαλική και ώριμη γυναίκα, είτε και όχι.
Παράδειγμα εδώ
-Τι έγινε Νικολάκη με την πουράτζα που σε γυρνόφερνε;
-Καλά μωρε, πέφτει κανάς φιρφιρίκος που και που
-Καβάτζα η πουράτζα δηλαδής
Παρ 2
Λέω και γω θα σκάσει το μιλφάκι από το γαμησοσαιτ και θα γίνει σκηνικό και σκάει τελικά μια πουράτζα, εντελώς θείτσα, έγινα λούης
Got a better definition? Add it!
Published
Σε συμπλήρωση του έτερου ορισμού, λέγεται για τον άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας γενικά. Για κάποιον που περιμέναμε ότι θα είχε ήδη πεθάνει, αλλά παραδόξως ζει. Αλλά και ειδικότερα, για κάποιον που έχει παγιώσει στο πρόσωπό του μία ανέκφραστη έκφραση σαν μάσκα. Ο λόγος μπορεί να είναι ότι έχει χρησιμοποιήσει αισθητικές μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που του έχουν αλλοιώσει την εκφραστική του προσώπου. Ή μπορεί να έχει πάθει και μια σειρά από εγκεφαλικά ή Αϊζεν(χ)άουερ ή άνοια, που του έχουν προσδώσει μία απόκοσμη έκφραση αλλούφο. Όταν μαζεύονται πολλές μούμιες μαζί, γίνεται τουταγχαμός.
Got a better definition? Add it!
Και τουτανχαμός. Υπερθετικός του χαμός, του χαμός στο ίσωμα ή και στο πίσωμα. Πρόκειται για ένα λολοπαίγνιο με τον φαραώ της Αιγύπτου Τουταγχαμών, που είναι τόσο σαχλό, ώστε εντέλει πετυχαίνει τον σκοπό του να εκφράσει το κλίμα ενός χαμού που διαλύει κάθε σοβαρότητα και κάθε σύμβαση. Κυρίως, πάντως, λέγεται για να σατιρίσει ανθρώπους πολύ προχωρημένης ηλικίας που θεωρούμε ότι ίσως και να έχουν προλάβει τον φαραώ Τουταγχαμών εν ζωή, ή οι οποίοι χρησιμοποιούν μεθόδους συντήρησης, όπως μπότοξ, που διαλύουν την εκφραστική του προσώπου τους και τους κάνουν να μοιάζουν με μούμιες, σαν αυτή του ομωνύμου φαραώ. Η έκφραση τουταγχαμός σε αυτήν την περίπτωση εκφράζει τον χαμό που προκαλείται όταν μία ή περισσότερες μούμιες βρεθούν σε έναν χώρο.
Got a better definition? Add it!
Νέοι άνθρωποι με παλιακό τρόπο σκέψης και έκφρασης. Η γερολαία, οι παιδαριογέροντες, τα γεροντόπαιδα.
Είναι και τα "άτομα που θεωρούνται μεγάλοι για να ασχολούνται πλέον με κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα (π.χ: ξεσταχιασμένοι ποδοσφαιριστές)".
(GATZMAN στο 'γερολαία', βλέπε και παράδειγμα 6).
ΚΛΕΙΔΩΣΤΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΟΥΣ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΓΕΡΟΙ (εδώ)
-Eφημερίδα Η ΑΥΓΗ @AvgiOnline: Πάταξη της φοροδιαφυγής για τη μείωση των φόρων: http://youtu.be/EJkPTI8vzQA?a
-Τον βλέπω λες κ βλέπω γέρο. Περίεργες προσωπικότητες. Νεόγεροι.
-Ακριβώς, και διάνα. Νεόγερος. Στην ερτ1 όπου έβγαλε διάγγελμα, όταν του μετέφεραν ερωτήσεις ακροατών είπε "μ' έστησες" Γέρος (εδώ)
Η Ελλάδα ανήκει στον λαό της Αλέξη, ναι. Σ'αυτόν τον λαό τον γεμάτο νεόγερους και νεόγριες. Να τον χαιρόμαστε. #denuparxeielpida #ekloges14 (εδώ)
-Στόχος η δημοκρατική ανατροπή με μπροστάρη τη νέα γενιά. http://www.youtube.com/watch?v=MkgqjDDEPW0&feature=share&list=UU0SmAqRlJp6gqI4xAGtDqEw …
-αχ, λεξιλογιο εξηνταρας, νεογρια (εδώ)
Σκέφτομαι Τί έχω ακούσει αυτές τις μέρες και ψιλοπάω Νταχάου άνετα. κομπλεξικές νεόγριες, ανασφαλείς χασικλίδες, ανήμπορες θεότητες..#WTF (εδώ)
-Αφου θες δωσε τα λεφτα & παρε καποιον περιπου ισαξιο του Τορρες. Γελαει ΟΛΟ το νησι & κλαινε οι φιλοι
-παντως ουτε ο Τορες αξιζει αυτα τα λεφτα. Ειναι νεογερος. Παιζει απο τα 18. Ψιλοκαηκε. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Είναι ο νέος -ηλικιακά- ανθρώπας, που είτε γιατί έπαθε γιδιαίτερη μόρφωση και κουλτούρα, ή λόγω μενταλιτέ ή γιδεολογίας, υπολογίζεται πχια περσσότερο ως μέλος της γερολαίας.
Συνώνυμο: ο πάσχων από μπαμπανίαση.
Άλλες σημασίες:
α. Η ironick λέει ότι γεροντόπαιδο είναι το παιδί της γεροντομάνας.
β. Ελληνιστί, έτσι αποκαλείται ο ευβλόγερ Old Boy. (παράδειγμα 6)
-Σήμερα μου είπαν δυο συριζαίες, (μεγάλες γυναίκες) "μα πώς μπορείς νέος άνθρωπος να είσαι Ελιά"...
-Απάντησες "Μπορεί να είμαι νέος ληξιαρχικά, στην πραγματικότητα όμως είμαι γεροντόπαιδο"; (εδώ)
Κάτια Δανδουλάκη: «Ήμουν σαν ένα γεροντόπαιδο» (εδώ)
-I see νεανικά κορμιά με γερασμένες ψυχές people.
-Γεροντόπαιδα λέγονται.
Γεροντόπαιδα. Η αποθέωση του κλισέ: "Στη Βουλή των εφήβων, είναι πιο γέροι κι απ τον Παπούλια. #boring"
-Γιατί η ΕΣΗΕΑ δεν εντάσσει στους κόλπους της όλα αυτά τα παιδιά που δουλεύουν με 300 ευρώ το μήνα, μαύρα, 6 ή 7 μέρες την
εβδομάδα;
-γιατί δεν τους θελει. Έχουν ήδη τα γεροντόπαιδα εκει σκοτούρες, δεν ειναι για καινουργιους μπελαδες και τρεχαματα!!!!! (εδώ)
Δεν μας αφοράς ρε Χριστόδουλε Ξηρέ. http://old-boy.blogspot.gr/2014/01/blog-post_21.html … Για άλλη μια φορά, το γεροντόπαιδο με βγάζει απ' τον κόπο. (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντή λέξη εκ των κιμπάρης και πουρό (βλ. λήμματα για ετυμολογία). Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τη σημασία μερακλής (ή μερακλής), αλλά φαντάζομαι μπορεί να έχει όλες τις σημασίες του κιμπάρης που δίνει το Πονηρόσκυλο, κι εφόσον μιλάμε για κάποιον πουρό, πρόκειται για έναν ηλικιωμένο κιμπάρη, ο οποίος ενδέχεται να σκάει τα λεφτά του μάλλον με διάθεση χορηγού τ. suggar daddy ή πουστοπατέρα- ζάχαρη, σε τεκνά και τεκνίτσες μικρότερης οικονομικής δύναμης. Ο επίμονος κιμπαροπουρός συχνά ανταμείβεται για την επιμονή του.
Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και
ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε
με νταμιροκλύσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα
κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα.
(Αποκατέ).
Μετάφραση κατά προσέγγιση: Στη φυλακή (ή μήπως στο
μπιντιεσεμικό ντάντζιον;) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και
πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων
είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης
ζήτησε μαστίγιο.
Got a better definition? Add it!
θείος, θεία
Ο άντρας και η γυναίκα μιας μέσης ή κάπως μεγάλης ηλικίας. Τόσο ουδέτερα, όσο και με κάποια μειωτική διάθεση.
Σε αντιστοιχία με τις λέξεις τύπος, τύπισσα, παππούς, γιαγιά. Στα χωριά και στις μικρές πόλεις, τουλάχιστον παλιότερα, ήταν μια απλή κλητική προσφώνηση των νεοτέρων προς μεγαλυτέρους, ανάλογα με την ηλικία αυτών.
Got a better definition? Add it!
Η ηλικιωμένη που έχει πολύ έντονα πάνω της τα σημεία της φθοράς, νομίζω εκ του τουρκικού ρήματος çürür= φθείρω.
Got a better definition? Add it!