Παρέα από ομοφυλόφιλους, κατά το κουστωδία.
- Πλάκωσε ο Ψινάκης με όλη την πουστωδία!
βλ. και χριστιανοσλάνγκ
Got a better definition? Add it!
Δωρητής είναι ένα (συνήθως) άτομο σε μία παρέα που είναι παντελώς διακοσμητικό και άχρηστο για την παρέα. Ο όρος προκύπτει από το ότι το εν λόγω άτομο δεν χρησιμεύει σε τίποτα, παρά μόνο στο να δωρίσει τα όργανά του σε κάποιο άλλο άτομο της παρέας αν πάθει κάτι σοβαρό. Συνήθως ο δωρητής είναι ο σπασαρχίδης της παρέας και όλοι τον αντιπαθούν, αλλά είτε κάνουν ψυχικό και τον έχουν μαζί, είτε τους έχει κατσικωθεί και δεν μπορούν να τον ξεφορτωθούν.
- Ρε φίλε ποιά είναι αυτή η πετούγια με τα μάτια σαν αυγά στην παρέα της Γιώτας;!;
- Έλα ρε μαλάκα, δε φαντάζεσαι;... Η Γιωργία είναι, είναι ο δωρητής.
- Αααα, πες έτσι !! Λέω κι εγώ, σιγά μην κυκλοφορούσαν αλλιώς με αυτήν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ομάδα φουσκωτών. Συνήθως οι σεκιουριτάδες σε συναυλία, μπράβοι νυχτομάγαζου, επαγγελματίες τραμπούκοι κλπ. Λέγεται όμως και για τους ζόρικους ματατζήδες.. Ειρωνικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για παρέα νεαρών που περιφέρονται με το ζωνάρι λυμενο για καυγά και καταλήγουν να τις μαζεύουν αυτοί.
Πλάγια αναφορά στο Dream Team.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άνδρας που απλώς συνοδεύει μια γυναικεία παρέα, χωρίς να σχετίζεται με καμία από τις κοπέλες.
Οι γυναίκες τον παίρνουν μαζί τους για να μην φαίνονται μόνες και τον παρατούν διαρκώς για να μιλήσουν σε άλλους άντρες, όπως παρατάνε και μια βαλίτσα για να χαιρετήσουν κάποιον στον δρόμο...
Συνώνυμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός, μουνοφύλαξ.
- Κοίτα τον Δημητράκη με τις γκόμενες! Παίζει καμία;
- Μπαααα, αποσκευή τον έχουν για να μην βγαίνουν μόνες...
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που ασχολείται με γυναικείες δουλειές και χαίρεται την γυναικεία παρέα και τις συζητήσεις των κοριτσιών.
- Αφού μιλήσαμε για την αποτρίχωση, με ρώτησε για την πρώτη μου περίοδο, την αγαπημένη μου μάρκα καλλυντικών και την ανθεκτικότητα των καλσόν μου.
- Σοβαρά; Τέτοιος κοριτσοκόπανος;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο τύπος που δεν κολλάει σε μια παρέα, αλλά την ακολουθεί κατ' εξακολούθηση -γίνεται κολλιτσίδας παρόλο που κανείς δεν του δίνει σημασία. Το φαινόμενο εντοπίζεται κυρίως στους φοιτητικούς κύκλους (συνήθως λέει μόνο καλημέρα-καλησπέρα ή μιλάει μόνος του).
- Ποιοι πήγατε για καφέ μετά το μάθημα;
- Οι γνωστοί και φυσικά ο Γιάννης ο άκυρος...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γελοίος, εκείνος που του αρέσει να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο, το σούργελο της παρέας.
- Κοίτα πάλι τι βλακείες κάνει!
- Αφού ξέρεις ρε φίλε, ο τύπος είναι τέρμα κλόουν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κολλητσίδας, το άτομο που δεν ξεκολλάει από μια παρέα, δεν συνειδητοποιεί πότε η παρουσία του είναι κουραστική, και δεν έχει την ευγένεια να αποσυρθεί διακριτικά.
Τον βαρέθηκα τον Γιώργο! Δεν είναι να του πω πότε θα βγω για καφέ με την κοπέλα μου, και έρχεται και κολλάει σα βδέλλα και ξεχνάει να φύγει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified