Σύνθετη λέξη εκ των παπαριών και της αποθήκης. Βρίσκει εφαρμογή τόσο σε γυναίκες όσο και σε άντρες που χρησιμοποιούν μία ή και περισσότερες κοιλότητες του σ(τ)ώματός τους για να βρίσκουν θαλπωρή (αποθήκη) οι όρχεις (παπάρια) τρίτων ατόμων.

- Έχει εξελιχθεί σε μεγάλη πουτάνα η Αννούλα

- Άσε, μιλάμε για παπαραποθήκη πολυτελείας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς, στο πιο τρυφερό. Έγινε πολύ γνωστό από το γνωστό ανέκδοτο, οπότε κανονικά όταν το λέμε πρέπει να τσιμπάμε τον άλλο στο μάγουλο. Όπως και ο κερατάς, δεν σημαίνει μόνο τον κυριολεκτικό κερατά, αλλά και κάποιον που ζηλεύουμε, κάποιον που έχει καταφέρει κάτι.

  1. Το ανέκδοτο:
    Περιμένει κάποιος στη στάση, οπότε έρχεται ένας άγνωστος, του τσιμπάει το μάγουλο και του λέει: - Κερατούκλη!... και φεύγει. Την άλλη μέρα το ίδιο. Εκεί που περιμένει το λεωφορείο, πλησιάζει ο άγνωστος και του τσιμπάει το μάγουλο. - Κερατούκλη !... και φεύγει. Αφού έγινε το ίδιο μερικές φορές, λέει στη γυναίκα του. - Άσε ρε γυναίκα, ξέρεις τι μου συμβαίνει τις τελευταίες μέρες; Με πλησιάζει κάποιος άγνωστος με τσιμπάει στο μάγουλο και με λέει κερατούκλη. - Μη δίνεις σημασία άντρα μου. Κανένας τρελός θα είναι. Την άλλη μέρα τον πλησιάζει πάλι ο άγνωστος, του τσιμπάει το μάγουλο και του λέει. - Κερατούκλη, είσαι και μαρτυριάρης ε;;;

  2. Είναι πολύ εριστικός, αλλά γράφει ωραία ο κερατούκλης!

  3. Πσσσσσσσς! Καλά τι λέω ο κερατούκλης! Έγραψα πάλι!

  4. Πλέον η απιστία συχνά αντιμετωπίζεται από τον κερατούκλη με απάθεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση. Αναφέρεται σε γκόμενα που ξέρει να γαμιέται και το κάνει διαρκώς. Σε κανέναν δε θα πει όχι. Ιδιαίτερα επιτήδεια αν βρει τον άντρα-στόχο. Χρήσιμη στους δύσκολους καιρούς αν θες να ξεμπουκώσεις.

- Χθές τη γνώρισα. Καλή κοπέλα. Αλλά λεω να το πάω σιγά σιγά.
- Τι «σιγά» μωρέ μαλάκα! Αυτή άμα τη βάλεις σε μπουκάλι θα γαμηθεί με το καπάκι!

(από HardcoreGR, 13/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς. Προέρχεται από το λατινικό cornu (κέρατο) και σημαίνει αυτόν που η γυναίκα του τον απατά. Πώς συνδέεται το κέρατο με την εν λόγω απάτη δεν είναι γνωστό, πάντως εικάζεται ότι έχει να κάνει με τα ελάφια, καθώς οι ελαφίνες, όπως βέβαια και τα περισσότερα θηλαστικά, κατά την περίοδο του ζευγαρώματος «πάνε» με πολλούς συντρόφους.

Δεν υπάρχει αντίστοιχο λήμμα στο θηλυκό γένος, όπως εξάλλου δεν υπάρχει αντίστοιχο θηλυκό λήμμα για το «κερατάς». Συναντάται όμως το «κερατωμένη» που δηλώνει, εντούτοις, παρελθόντα χρόνο.

  1. - Είδα την Πόπη αγκαλιά με το Νίκο.
    -Τι μου λες; Κορνούτος δηλαδή ο Αλέκος;

  2. - Νομίζω ότι η Δέσποινα μου τα φοράει.
    - Κορνούτος; Γουέλκαμ του δε κλαμπ.

Τάρανδος (από panos1962, 01/11/09)Κερατάς ο Μεγαλοπρεπής. (από Khan, 02/11/09)Στο 2.28 και στο 4.30 χαρακτηριστικές χρήσεις. "Διαζύγιο αλά Ιταλικά" του Τζέρμι. (από Khan, 02/11/09)Καπέλο κορνούτου (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.

-Ρε παιδιά τι μωρό κυκλοφορεί ο Νικόλας; Σουηδέζα πρέπει νά 'ναι.
-Σίγουρα έκανε κάποιον καμπάκο.

(από northwind, 11/08/09)(από northwind, 11/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, περιπαικτική, που περιγράφει καλές κοπέλες από κακές οικογένειες, ή κακές κοπέλες από καλές οικογένειες, ή τέλος πάντων οποιουδήποτε συνδυασμού, οι οποίες, όπως αφήνει να εννοηθεί το λήμμα, απλά είτε κερατώνουν τον σύντροφο τους, είτε γενικά την πλέκουν την κάλτσα του φαντάρου.

Παράφραση του ονόματος της ηρωίδος του γνωστού μυθιστορήματος της Λιλής Ζωγράφου, «Η αγάπη άργησε μια μέρα», που διασκευάστηκε σε σήριαλ για την ελληνική τηλεόραση το 1997 (δηλαδή Ερατώ την λέγανε αν δεν είναι obvious).

Χρησιμοποιείται και για άλλα πρόσωπα με άλλα ονόματα φυσικά, εκτός της Ερατούς.

Δεν ξέρω γιατί μου θύμισε και την φράση «πολύ καλό κορίτσι» που λέγαμε παλιά, βάζοντας ταυτόχρονα την γλώσσα μας στο μέσα μέρος του μάγουλου μας, μιμούμενοι ξέρετε τι. Δοκιμάστε το…

- Καλό κορίτσι η Αφροξυλάνθη, ε; Τυχερός, ο φίλος μας ο Γιαννάκης ο Μυλωνάς.
- Kαλά δεν λες τίποτε, και η Κερατώ τον άνδρα της με τους πραματευτάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συχνάζων σε φθηνά ξενοδοχεία ημιδιαμονής (γνωστά και ως πεναλ(ν)τάδικα) εντός των οποίων βρίσκουν καταφύγιο παράνομα ή μη ζευγάρια καθώς και ευκαιριακές ερωτικές σχέσεις .

- Τι κάνει ο Βρασίδας; Καιρό έχουμε να τον δούμε στην παρέα.
- Άσε μωρέ τον παλιοπεναλντάκια, γνωρίζει το ένα πιπίνι μετά το άλλο και όλο στο Bella Vista ξημεροβραδιάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η κερατάς κατ'εξακολούθηση, αυτός/-ή που δεν χωράει να περάσει από την πόρτα.

- Έρχεται ο ρούντολφ!
- Πάλι τον κεράτωσε η Κίτσα τον μάπα;

Όλα τα ελαφάκια επί τω έργω. (από Galadriel, 25/02/09)

Από τον τάρανδο του Αι-Νικόλα (του Santa Claus δηλαδή), τον Rudolph. Σύμφωνα με τον μύθο-μάρκετινγκ της κόκα-κόλα, ο τάρανδος αυτός είχε κόκκινη μύτη και τον κοροϊδεύανε τα υπόλοιπα ταρανδάκια, στο τέλος όμως έγινε πρώτη μούρη στο καβούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απιστία. Συνήθως το «φοράμε» στον ή στην σύζυγο ή σύντροφό μας.

-Την βλέπεις αυτή; Είναι η γυναίκα του κυρ-Λουκά. Αχ και να 'ξερε ο κακομοίρης τι κέρατο του 'χει φορέσει. Όταν αυτός λείπει για δουλειές δυο-δυο τους φέρνει τους αγαπητικούς στο σπίτι η αθεόφοβη. Ούτε ιερό ούτε όσιο δεν έχει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς, ο απατημένος σύζυγος.

- Πήγε με όλους σου λέω... Τάρανδο με έκανε ρε φίλε, τάρανδο... - (Γκλουπ - λες να ξέρει ότι την πήρα και εγώ;;)

Δες και τον/την έκανε τάρανδο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified