Further tags

Δεν παίρνεις από λόγια; Είσαι βούδι; Μπρούντζος είσαι; Δεν παίζεσαι με τίποτα!

Σλανγκιά της γενιάς της γιαγιάς μου. Την τρίτη φορά πια, που δεν συμμορφωνόμουν με τα λεγόμενα της, ακολουθούσε η παραπάνω ρητορική ερώτηση. Μα κάθε φορά; Κάθε φορά!

Ορισμένοι θεωρούσαν τους βούλγαρους ολίγον βάρβαρο λαό ως προς την συμπεριφορά, εξ ου και η σλανγκιά της γιαγιάς electron.

- (Γιαγιά electron) Σταμάτα να ανοιγοκλείνεις το παράθυρο, είναι χαλασμένο.
- Έλα μωρέ γιαγιά...
- Σταμάτα σου λέω..
(μετά από δέκα λεπτά)
- Aκόμα στο παράθυρο είσαι; Δεν παίρνεις από λόγια; Μα βούλγαρος είσαι παιδί μου; (για την ιστορία το παράθυρο το έφαγα στο κεφάλι, άλλη φορά όμως.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρονικά μεταβαλλόμενη φράση (παίζει η ημέρα), με την οποία κρίνεται η εξωτερική εμφάνιση κάποιας.

Δηλώνει τον μη ενθουσιασμό για την εμφάνιση τη κρινομένης, μη απορρίπτοντας όμως την υποβόσκουσα επιθυμία για βραχύβια και βραχυχρόνια σεξουαλική συνεύρεση μαζί της.

Χρησιμοποιείται κατά κανόνα από τον ερωτικά πεινασμένο, ο οποίος κοιτά και κρίνει οτιδήποτε περνάει από μπροστά του, προσπαθώντας, πάντα ανεπιτυχώς, να κρύψει την αγαμοσύνη του. Το εν λόγω άτομο συνοδεύεται συνήθως από φίλο αντιστοίχων επιδόσεων.
Η κατάληξη της βραδιάς είναι σχεδόν πάντα ίδια και δεδομένη.

(Γνωστή μπακουροσυζήτηση: )
-Δες αυτή ρε μαλάκα! (σωστή χρήση του όρου)
-Ποια ρε μαλάκα;
-Αυτή που περνάει με το μαύρο κολάν
-Ε!, για Δευτέρα βράδυ, καλή είναι.

Δε γίνεται Σάββατο! (από Galadriel, 19/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πρωτευουσιάνοι και οι οικολόγοι τις αποκαλούν μέδουσες (τρε μπανάλ)!!! Οι νησιώτες έχουμε γι’ αυτές κοντά στα τριάντα διαφορετικά ονόματα. Αλλά αυτές που τσιμπούν, τις ονομάζουμε τσούχτρες, δηλαδή που τσούζει (πονάει) το τσίμπημα τους. Συνήθως οι τσούχτρες είναι ροζ ή μωβ (άντε τώρα να μην γίνει σλανγκ!). Το τσιμπηματάκι τους δεν είναι θανατηφόρο, αλλά σε τσουρουφλίζει για αρκετή ώρα.

Τσούχτρα στην καθομιλουμένη λοιπόν, πέραν της μέδουσας, μπορεί να ονομαστεί η πεθερά, οι και κάποιες φίλες της γυναίκας μας. Ποια η διαφορά της τσούχτρας από την κομαντατούρ; Απλό απαντάει ο ποιητής. Το τσούξιμο!!! Η κομαντατούρ πεθερά ή φίλη, σου δηλώνει την πολεμική ατμόσφαιρα και παίζει fair play (σε δίνει στεγνά). Η τσούχτρα πεθερά ή φίλη, ηδονίζεται στην ιδέα του εκφοβισμού, με αποτέλεσμα τα συνεχή μικρά τσιμπήματα. Τα τσιμπήματα αυτά είναι υπονοούμενα τα οποία εκτοξεύονται πάντα τις χειρότερες στιγμές, και έχουν να κάνουν με κάτι (αμαρτία, μπαγαποντιά) που έχει υπεισέλθει εις τη γνώση της τσούχτρας, και όχι της γυναίκας μας. Η τσούχτρα προτιμάει από το να τα πει στη γυναίκα μας, να τα κρατήσει για αυτήν (μας κάνει και χάρη), και να μας συνετίσει υπό την απειλή της αποκάλυψης, να μην ξαναπέσουμε στα ολέθρια ατοπήματα.

-(Ελένη τσούχτρα φίλη) Νικολάκη, καλές οι παραλίες της Σάμου;
-Καλές, αλλά κρύα τα νερά...
-Ε, άλλο Βουλιαγμένη, και άλλο Αιγαίο (υπονοούμενο, διότι η συγκεκριμένη με είχε πάρει μάτι να συζητώ με μία βίκινγκ για το σουηδικό μοντέλο στην πλαζ της βουλιαγμένης)!!!
-(Συμβία) Τί ακαταλαβίστικα μιλάτε εσείς;
-Τίποτα αγάπη μου, έλεγα της Ελενίτσας μας, ότι στις διακοπές μας στη Σάμο, μία μέρα είχε κάτι τσούχτρες να!!!
....................................................................
-Τελικά τί έγινε με την Ελένη; Είχαμε διαρροές;
-Όχι, αλλά φαίνεται να το απολαμβάνει η τσούχτρα. Όλο υπονοούμενα πετάει. Και να είχα κάνει και τίποτα. Το μενού έβλεπα από κοντά. Δεν χάλασα την δίαιτα!
-Φάνηκε από το βλέμμα της μόλις, μας είδε. Ένα χαμόγελο φαρμακερό!!! Καλά ξεμπερδέματα....

(από GATZMAN, 07/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: «σάλτσα και γαμήσου, σιγά μην κάτσω και ασχοληθώ με το κάθε σούργελο, την κωλοδουλειά αυτή την κάνω μόνο μέχρι να διοριστώ στο δημόσιο».

Πρόκειται για στερεότυπη απάντηση βαριεστημένου πωλητή καταστήματος σε ερώτηση πελάτη.

Σκηνή στην Καλογήρου:

Πελάτισσα (βουπού): - Τα mules αυτά βγαίνουν σιμπιζάκι;
Πωλήτρια (με ύφος ρεητσαρλίνας): - Ό,τι βλέπετε!
Πελάτισσα (κάτω από τα μουστάκια της): - Μule-άρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εξαιρετικό, το εξαίσιο, το έξοχο.

Δεδομένου ότι αυτό το εξ-εξ-εξ είναι κάτι που συναντάται μόνο στον ιδεατό κόσμο του Πλάτωνος, ο ορισμός αμάν πωπώ χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει αυτό που κάτι τελικά δεν είναι.

- Τι έλεγε το μωρό εψές;
- Εντάξει δεν ήταν και αμάν πωπώ, αλλά για Δευτέρα βράδυ...
- Όπα ρε, κατούρα και λίγο

(από Khan, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γνωστό ευαγές ίδρυμα, ενώ στην σλανγκ εκδοχή χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ίδιο το άτομο που είναι τόσο τρελό, ώστε να χαρακτηρίζεται το ίδιο τρελοκομείο. Ακούγεται πολύ και στις φυλακές, από κρατούμενους για άλλους τρελάκηδες κρατούμενους.

Συνώνυμα : ψυχάκιας, του έστριψε, μουρλοκομείο, μουρλοκούκου, τρελός με τρία λάμδα, ξεφεύγα, για τα σίδερα, ζουρλός, ζουρλοπαντιέρα.

Τελευταίως, έχει αυξηθεί ο αριθμός των εν λόγω ατόμων, όπως διαπιστώνει οιασδήποτε περπατά στους δρόμους ή κυκλοφορεί με μέσα μαζικής μεταφοράς.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα : Σχεδόν πάντα κρατάνε μία πλαστική σακούλα με αυτά που θεωρούν απαραίτητα και μιλάνε μόνοι τους ή σε κατά φαντασίαν συνομιλητή.

Παρουσιάζω δύο χαρακτηριστικές φιγούρες του αθηναϊκού άστεως:

  • Ο καρατέκα: Ψιλόλιγνη μορφή, που περπατάει πολύ γρήγορα φέροντας απαραίτητη πλαστική σακούλα Κάθε λίγο σταματάει και επιδίδεται σε άψογες φιγούρες τζουντοκαράτε μπροστά σε ανυποψίαστους περαστικούς, εξαπολύοντας κλοτσιές και γροθιές που περνούν ξυστά από τον ξαφνιασμένο διαβάτη, χωρίς να τον χτυπούν. Αν τον συναντήσετε, μην αντιδράσετε, τελειώνει το νούμερο και αποχωρεί. Μία γνωστή μου που αντέδρασε, έφαγε ξώφαλτση.
  • Η κυρία Κατερίνα: Συχνάζει στα Εξάρχεια, μια εντυπωσιακή και τιτάνια σε όγκο και δύναμη μορφή, της οποίας ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η σπηλαιώδης αγριοφωνάρα που ακούγεται από τουλάχιστον τέσσερα τετράγωνα μακριά, να καταφέρεται κατά δικαίων και αδίκων. Εκδηλώνει άφοβα ειδική αντιπάθεια στα κατοικοεδρεύοντα όργανα της τάξεως. Κορυφαία της ατάκα, τότε που ο Αβραμό είχε ξεσκιστεί να γεμίζει την πόλη με συντριβάνια : «Αβραμόπουλε, τα μουνιά της γιαγιάς σου, φέρε νερά στην πλατεία Εξαρχείων». Θεωρείται εύπορη γυναίκα, που οι συγγενείς της την πέταξαν στο δρόμο και της έφαγαν την περιουσία.

Η ύπαρξη τέτοιων ατόμων οφείλεται σε εκρηκτικό κοκτέιλ αδιαφορίας και κοινωνικής εγκατάλειψης, ανέχειας και οικονομικών προβλημάτων, αύξησης των λεγόμενων ψυχικών παθήσεων, αλλά και στην ιδιοτέλεια και παλιανθρωπιά των κουφάλων συγγενών. Πολλά εύπορα άτομα τα οποία κάποια στιγμή αντιμετώπισαν συνηθισμένα και αντιμετωπίσιμα ιατρικά κομπλαρίσματα κατέληξαν στον δρόμο λόγω δολοπλοκιών όσων συγγενών εποφθαλμιούν την περιουσία τους και την ξεκοκαλίζουν άνετα και με το νόμο, έχοντας φροντίσει να τον κηρύξουν ανίκανο.

Και ο δρόμος είναι η καλή περίπτωση, διαφορετικά υπάρχει το ίδρυμα ή χρησιμοποιούνται αμιγώς κωσταλεξικές μέθοδοι, (βλέπε ορολογία Χαλικούτη, σε σχόλιο στο λήμμα θείτσα).

Ο όχι ιατρικά απαραίτητος εγκλεισμός σε ίδρυμα θεωρείται εύκολη λύση για να ξεμπερδεύουμε γρήγορα, να κρύψουμε τη λέρα κάτω από το χαλί και να συνεχίσουμε την ζωή μας. Ο εγκλεισμός συχνά επιφέρει τον περαιτέρω στιγματισμό, ακόμα και εάν δεν υπάρχει κανένας λόγος, ακόμα και αν τα καταφέρει κάποτε να βγει.

Να σημειωθεί ότι σε ορισμένες θρησκείες θεωρούν τους τρελούς ιερά πρόσωπα (σαμάνοι, μάγοι της φυλής κλπ.) Αλλά και στην Ελλάδα παλαιότερα, μέσω της μορφής του τρελού του χωριού, υπήρχε αποδοχή της τρέλας ως αναγκαία ανθρώπινη συνθήκη, η οποία κάποια στιγμή απλώς ξεσπάει πάνω στον πιο άτυχο για λόγους κοινωνικών παθογενειών ή/και γονιδιακής προδιάθεσης. Ο τρελός του χωριού ζούσε ελεύθερος, και πάντοτε έβρισκε ένα πιάτο φαί, φαινόμενο που έχω καιρό να δω στην ελληνική επαρχία.

Ο Φουκώ περιγράφει στην «Ιστορία της Τρέλας» πως κάποια στιγμή, στην πεφωτισμένη Δύση, περάσαμε από την ιερότητα και τον σεβασμό προς την τρέλα και την καθημερινή συνομιλία μαζί της, στην τρέλα ως μίασμα που πρέπει να εγκλειστεί και να καταπολεμηθεί.

Αρχικά με βάρβαρες μεθόδους (βλ. στον Δράκουλα του Κόπολα, τον τιτανοτεράστιο Θωμά Περιμένη να ερμηνεύει τον τρελό υπηρέτη του Δράκουλα και να περνάει των παθών του στα χέρια του Διευθυντή του ιδρύματος που τον βασάνιζε), αργότερα με περισσότερο εκλεπτυσμένες, μοντέρνες ψυχιατρικές μεθόδους (βλ. τον μνημειώδη Τζακ Νίκολσον στην «Φωλιά του Κούκου» και τις άλλες μορφές γύρω από αυτόν και τις άλλες μορφές γύρω από αυτόν, όπως τον Ινδιάνο ηθοποιό Will Sampson, που στο τέλος και αυτός τα σπάει).

Παίζει και η αντιμετώπιση του θέματος να έγκειται στο γεγονός ότι ο μουρλός είναι εξ ορισμού αντιπαραγωγικό άτομο, συνεπώς άχρηστο. Δεν είναι τυχαίο ότι ως αποκατάσταση του ατόμου η κοινή γνώμη θεωρεί μόνον την δουλειάς που απαλλάσσει την οικογένεια από κάθε οικονομική υποχρέωση.

Ας σημειωθούν, εν κατακλείδι, η απεικόνιση του ψυχιάτρου στον ελληνικό κινηματογράφο ως μουρλότερου του ασθενούς (βλ.. Γιάννης Βογιατζής στο «Η Γυναίκα μου τρελάθηκε») και τραγούδια όπως «Για το καλό μου» του Μηλιώκα του και «Ας τον τρελό στην τρέλα του» του Άκη Πάνου.

- Ο Ξιφίας ήταν σκέτο τρελοκομείο, είχε γυρίσει όλα τα ψυχιατρεία των φυλακών, Κορυδαλός, Κέρκυρα, Λάρισα, έκανε συνεχώς τσαμπουκάδες στα χέρια του και πλακωνότανε με χάπια.
(Διασκευή από το «Καταζητείται» του Κώστα Σαμαρά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νόημα της ζωής για τα μωρά, και συνάμα, οι κεντρικές ασχολείες προ της απογείωσης. Είναι τρομακτικό, σε φιλοσοφικό επίπεδο, αν προσέξουμε πόσες ομοιότητες υπάρχουν (πέραν των τριών της έκφρασης), σε αυτά τα δύο στάδια της ανθρώπινης ζωής.

  • αραιή τριχοφυϊα
  • ανυπαρξία οδόντων
  • ασθενής μνήμη
  • αποχαύνωση
  • δυσκολία σε στάση, ομιλία και όραση

    Βεβαίως, και αυτή είναι η ομορφιά της ζωής (κάνουμε την ανάγκη αρετή, ποιος δεν θα ήθελε να είναι ο Χαϊλάντερ;). Με λίγα λόγια, όπως μπαίνεις βγαίνεις, αν είσαι τυχερός και δεν γίνεις τοιχοκόλλημα, πριν την ώρα σου.

Τώρα στα δικά μας. Ως σλανγκ, η έκφραση χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που ένας ή μία σύζυγος, υποστεί τεράστια ήττα και περιορισθεί σε αυτές τις τρεις ασχολίες, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιο εγκεφαλικό. Διότι η τριάς αυτή σε ενδιάμεση ηλικία, σημαίνει αποχαύνωση, τιμωρία και μερική νέκρωση.

Πασσαδόρος : gatzman

- (καφετζής) Τι έγινε ο Πελοπίδας, ρε παιδιά; Έχω να τον δω από το Πάσχα!!! Άνοιξε η γη και τον κατάπιε;
-Δεν τά 'μαθες ρε Θείο; Τον έκανε τσακωτό η γυναίκα του με μία μικρούλα, και εκτίει ποινή.
-Ναι, αφότου τα άκουσε για τα καλά, κατάφερε να σώσει το γάμο του, και υποσχέθηκε να είναι υπόδειγμα από εδώ και πέρα.
-(καφετζής) Μαμ, κακά και νάνι δλδ! Και πότε προβλέπεται να ξαναδεί το φως της νύχτας;
-Απ' ότι έκοψα τη Σούλα που την είδα τις προάλλες, είναι κοντά να ξεθυμάνει και να του δώσει εξόδου. Φαντάζομαι ότι όπου να 'ναι θα φανεί.

(από Cunning Linguist, 20/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πειράζει, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, αλλά πρέπει να είσαι και λιγάκι μαλάκας.

Φιλοφρόνηση προς μίζερο νεοέλληνα, που έχει περιπέσει σε σφάλμα, για να του δείξουμε ότι έχει περιθώρια βελτίωσης. Σε αυτή τη χώρα με τους τελειομανείς πολίτες, που όλα δουλεύουν ρολόϊ, είναι πράγματι δύσκολο να βρίσκεσαι στην δυσάρεστη θέση να παραδεχθείς τη λάθος συμπεριφορά. Οπότε όλο και κάποιος βρίσκεται να σου θυμίσει ότι τα λάθη είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη φύση. Αυτά όσον αφορά την ορθή χρήση της παρόλας.

Στη σλανγκ χρήση της, η έκφρασή υπονοεί την πλήρη διαφωνία μας, μέσω της ειρωνείας. Δηλαδή λέμε τη φράση, εννοώντας ότι διαφωνούμε πλήρως με αυτά που λέει και υποστηρίζει με πάθος ο συνομιλητής μας, χαρακτηρίζοντας κάποια πράξη του σαν κουσούρι και ατέλεια. Η, την λέμε για τον εαυτό μας, όταν μας καταλογίζουν κάτι που εμείς δεν το θεωρούμε πολύ σοβαρό και άξιο λόγου.

1.- Εγώ νομίζω ότι ο Γιωργάκης θα γίνει καλός πρωθυπουργός.
- Για τι ορίζοντα μιλάμε δηλαδή; Σε τριάντα χρόνια για παράδειγμα;
- Αρχισες τις μαλακίες...
- Κανείς δεν είναι τέλειος!

  1. - Κοίταξε να δεις, νομίζω ότι το αφεντικό έχει λάθος να με βρίζει.
    - Καλά το πάς σύντροφε.
    - Επειδή άργησα δύο φορές. Κάτσε ρε φίλε! Είκοσι χρονών είμαι, δεν θα αλητέψω και λίγο;
    - Εχεις κι εσύ τα δίκια σου...
    - Πόσες φορές άργησα; Στα τρία χρόνια που είμαι εδώ, άντε να ναι καμιά δεκαριά φορές. Ελεος, σκλάβοι είμαστε;
    - Μην ακούς τίποτα. Κανείς δεν είναι τέλειος. Προτείνω να το καθιερώσουμε όλοι, να 'ρχόμαστε ένα μισαωράκι πιο αργά για συμπαράσταση....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιάνω την καλή, έχω το οικονομικό μου πρόβλημα λυμένο, είτε επειδή έχω εξασφαλισμένο εισόδημα είτε επειδή ζω παρασιτικά σε βάρος άλλων. Χρησιμοποιείται με μειωτικό τόνο, χωρίς την έλλειψη ζήλιας και κρυφής επιθυμίας του λέγοντος να είχε κι εκείνος την ίδια τύχη.

Το έτυμον προφανές: ενώ οι πολλοί δουλεύουν δώδεκα μήνες το χρόνο για να τα φέρουνε βόλτα, στον αποδέκτη του σχολίου αρκεί ένας για να καλύψει τους υπόλοιπους έντεκα. Η έκφραση χρησιμοποιείται ευρέως από ανθρώπους με καταγωγή από την Ήπειρο.

  1. - Τον είδες το Δημητράκη, διακοπές στην Ελβετία, βίλα στην Εκάλη και BMW. Οικονομική κρίση σου λέει ο άλλος.
    - E, καλά, αυτός κληρονόμησε ένα σωρό ακίνητα απ' το μπαμπά του. Βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα.

  2. - Με το γεροπαραλή που τύλιξε η Μπουμπούκα, βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνήσιος μαλάκας, 100%. Μαλάκας ως το κόκκαλο. Αυτό που βλέπεις αυτό παίρνεις. Για να μην πάρεις γουρούνι στο σακί. Είναι μαλάκας και το ξέρει. Δε χωρεί καμία αμφιβολία, είναι μαλάκας.
Διαφέρει από τους επιδερμικούς μαλάκες γιατί δεν έχει καμία ελπίδα σωτηρίας από τη μαλακία που τον δέρνει νυχθημερόν.
Αν τυχόν πει και καμία σοφία, το έκανε από μαλακία. Δεν ήξερε τι έλεγε.

Πόσο μαλάκας μπορεί να είσαι; Απλός, σούπερ μασίφ;

Βλ. και βασικό μασίφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified