Further tags

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κυριολεκτικά είναι «η πίτα της κυρίας» (τούρκικο). Συνήθως το χανούμ μπουρέκ αναφέρεται σε ένα είδος ατομικού γαλακτομπούρεκου, αλλά πολλές φορές ονομάζονται ως χανούμ μπουρέκ διάφορα φαγητά (είναι γεγονός ότι επικρατεί μεγάλη σύγχυση για το ποιο φαγητό ή γλυκό είναι το χανούμ μπουρέκ και θα μπορούσα να απλώσω σεντόνι αλλά θα κατηγορηθώ ότι δεν είναι σλάνγκ).

  2. Ως χαρακτηρισμός είναι η παχιά και αφράτη γυναίκα συνήθως κοντού αναστήματος και με ιδιαίτερα μεγάλη περιφέρεια. Ο χαρακτηρισμός αυτός υπονοεί ότι το χανούμ μπουρέκ είναι ένα είδος γαλακτομπούρεκου και ως εκ τούτου η γυναίκα χανούμ μπουρέκ είναι παχιά και αφράτη όπως η κρέμα του γαλακτομπούρεκου. Το χανούμ μπουρέκ με αυτή την έννοια δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά αλλά χρησιμοποιείται από άντρες που τους αρέσουν οι γυναίκες με πολύ μεγάλες περιφέρειες για να εκφράσουν θαυμασμό. Πρέπει να αναφερθεί ότι η γυναίκα χανούμ μπουρέκ ΔΕΝ είναι η νταρντάνα ανδρογυναίκα αλλά η, κατά αυτούς που τους αρέσει, ερωτική χοντρούλα.

  3. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει συλλήβδην γυναίκες από την Μέση Ανατολή.

  4. Ο όρος αναφέρεται επίσης και σε τραγούδια ανατολίτικης προέλευσης, συνήθως τσιφτετελοειδούς ρυθμού.

  1. Πήγα χθες στον Χατζή και πήρα ένα χανούμ μπουρέκ, μόλις το είχε σιροπιάσει! Ναρκωτικό σκέτο σου λέω!

  2. - Κοίτα η Μαιρούλα κούνημα, σαν κρέμα τρίζει το κωλομέρι της! - Άστα, χανούμ μπουρέκ είναι η Μαιρούλα. Να τη βάλεις κάτω, να χωθείς μέσα στα βυζιά της και τα κωλομέρια της και να χαθείς μες στον παράδεισο!

  3. ...Τελικά το αποφάσισα, είμαι ανατολίτισσα χανούμ μπουρέκ κι ας με πέταξε η μοίρα μου στα ανατολικά παράλια του Ατλαντικού... (απόεδώ).

  4. Ένα από τα προβλήματα που έχω με την Ελλάδα είναι αυτή η μόνιμη αλλοιθώρια στην ανατολά. Τα χανούμ μπουρέκ κωλοτράγουδα, τα ντέφια και οι λαϊκούρες που τις χαίρεται ο Αμπντούλ στην Βαγδάτη και την Δαμασκό... (από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε σε εκφράσεις υπερβολής, όπως επίσης και σε σχόλια που θέλουμε να υπερτονίσουμε την «ανυπαρξία» και την τραγικότητα ενός άνθρωπου από άποψη ένδυσης, εξωτερικής εμφάνισης, αλλά και αντίδρασης σε κάποια κατάσταση!

  1. Ρε μλκ, τον είδες αυτόν με τη ροζ παντόφλα, δεν υπάρχει ούτε στο google το παλικάρι!

  2. Είδες την γκόμενα που πέρασε τί βυζάρες είχε; Δεν υπάρχουν ούτε στο google!!!!

Δεν γουγλίζομαι άρα είμαι ανύπαρκτος (με την καλή έννοια) (από Khan, 18/12/12)Κάποια βυζιά, ωστόσο, υπάρχουν στο Google, βλ. παράδ. 2. (από Khan, 18/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην φράση είμαι σπαθί: Είμαι ξηγημένο άτομο, είμαι ντόμπρος.

- Τι έγινε Μήτσο; Έφερες την χιονάτη ;
- Φυσικά, όπως είχαμε συμφωνήσει.
- Τελικά, είσαι σπαθί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μου αρέσει τρελά, όταν κάτι μου κάνει κούκου, εν κατακαυλείδι, όταν κάτι κωλολέει.

Γυναίκα, αυτά τα κιοφτεδάκια μου μίλησαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προς το IQ κάποιου ή κάποιας το οποίο αγγίζει δυσθεώρητα βάθη και πέφτει κάτω του μηδενός, με συνέπεια να αποκτά αρνητικό πρόσημο.

Χρησιμοποιείται και μόνο του σε συζητήσεις έμπειρων slang-άδων.

- Ρε φίλος, μου λεγε κάτι χαζά η γκόμενα και με κούφανε!
- Τι περιμένεις ρε μαν, η γκόμενα έχει αρνητικό πρόσημο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορική ερώτηση (εννοείται ναι, ψηφίζει). Εννοούμε ότι, παρ’ όλο που αυτός για τον οποίο μιλάμε είναι νεαρός, αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για τις άστοχες ενέργειές του. Είναι αρκετά μεγάλος ώστε οφείλει να έχει μια ελάχιστη ωριμότητα και, κυρίως, έχει στο ακέραιο την ευθύνη των πράξεών του.

Η ηλικία που μπορεί κάποιος να ψηφίζει ορίζεται με νόμο και εκφράζει την επίσημη αντίληψη του κράτους για το πότε η προσωπικότητα ενός ανθρώπου (γενικά) φτάνει στην ωριμότητα που απαιτείται για να αποφασίζει για τις τύχες της χώρας και της πόλης του (ενηλικίωση). Στην Ελλάδα είναι τα 18. Συνήθως ταυτίζεται με την ηλικία για πολλά άλλα δικαιώματα και υποχρεώσεις: δίπλωμα οδήγησης, υποχρέωση στράτευσης, η ιδιότητα του ενηλίκου κατηγορουμένου στα ποινικά δικαστήρια κλπ.


Πρώτος παραδέχομαι ότι την έκφραση την άκουσα μόνο μία φορά (βλ. παράδειγμα) αλλά, επειδή ο τύπος που την χρησιμοποίησε ήταν ψιλομάγκας και μέσα στην πιάτσα από παιδί, μου φάνηκε εντυπωσιακό που διάλεξε να μιλήσει για «τυπικά» δικαιώματα κιέτσ'. Ούτε αυτός ούτε και οι υπόλοιποι από εμάς πιστεύω ότι περιμένουμε το κράτος να μας πει ποιος είναι ώριμος και ποιος όχι. Το βάρος της κουβέντας έγειρε στο ότι ο περί ου ο λόγος νεαρός θα συμπεριφερθεί με τον ίδιο ανώριμο τρόπο και σε άλλα πράγματα στην ζωή του, πράγματα που επηρεάζουν τους συνανθρώπους του και γι’ αυτό δεν πρέπει να βιαζόμαστε να του αναγνωρίσουμε ελαφρυντικά.

- Παιδιά όλα καλά με το φαγητό; Κρασάκι έχουμε; Να φέρω;
- Όλα γκουντ! Να σου πω ρε Μπίλυ, τι παίχτηκε χθες με τον τσαμπουκά στο πάνω στενό;
- Παιδιά, η πόλη δεν πάει καλά, έχει χαζέψει ο κόσμος. Χθες πλακώθηκε ο μπάρμαν από το Red με μια σερβιτόρα και την φίλη της, τύφλα και οι τρεις. Προχθές δυο παρέες παίξανε καρεκλιές στο Lap Dance. Πίνει ο άλλος ένα ποτό και αντί να γουστάρει μαλώνει με τον κόσμο. Εγώ τριάντα χρονών είμαι, από δεκαπέντε χρονών στα μαγαζιά και δεν τους καταλαβαίνω. Εμένα ρε, εμένα εδώ στο μαγαζί, δεν μου σπάσανε την κούκλα;
- Ποια κούκλα;
- Την κούκλα που έχω έξω απ’ την είσοδο, που τον έχω ντυμένο «υποδοχή» και καλά.
- Ε, ναι, τι έγινε;
- Κατά τις τρεις η ώρα, μαζεύω εγώ μέσα και ακούω απ’ έξω κάποιον να φωνάζει. Είχε περάσει ο άλλος σουρωμένος, είδε την κούκλα, ποιος ξέρει, τον κοίταξε στραβά και η κούκλα, κι άρχισε να μαλώνει με την κούκλα! Και να ρίχνει μπουκέτα στην κούκλα! Του λέω «φιλαράκι τι έγινε; σού είπε τίποτα η κούκλα;» Στον κόσμο του αυτός.
- Τι ηλικία;
- Εικοσιένα-εικοσιδύο.
- Νταξ...
- Ψηφίζει; Δηλαδή άμα έμπαινε μετά στ’ αμάξι και έπαιρνε αμπάριζα δέκα νοματαίους, πάλι πιτσιρικά θα τον λέγαμε; Εμένα που η κούκλα μου θέλει Ρουσουλέντση* τώρα ποιος θα με πληρώσει;

*τοπικός χειροπράκτης

(από perkins, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ατάκα προπονητών, πραγματικών ή της κερκίδας. «Βλέπω γήπεδο» σημαίνει έχω καλή αντίληψη του χώρου σε ένα ομαδικό παιχνίδι. Δηλαδή, ξέρω ανά πάσα στιγμή πού είναι οι συμπαίκτες μου (γιατί δεν βλέπω μήπως σκουντουφλήσω με την μπάλα) και επίσης ξέρω σε ποιο σημείο και με τι δύναμη πρέπει να πασάρω, ώστε να μην ξελιγώσω τον συμπαίκτη προς τον οποίο πασάρω.

Χαρακτηριστικό κάποιου που βλέπει γήπεδο είναι η ικανότητά του να βγάζει τυφλές μπαλιές. Πάσες ή σέντρες, χωρίς να έχει άμεσα οπτική επαφή με τον συμπαίκτη. Και όχι κατά τύχη στα κουτουρού (όπως καμιά φορά συμβαίνει στον Βύντρα)! Να τις θέλει.

Η ικανότητα (να βλέπει γήπεδο) που έχει κάποιος παίκτης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που ανήκουν στην αθλητική ιδιοφυΐα (για ομαδικά αθλήματα). Χαρακτηριστικά παραδείγματα παιχταράδων με τεράστια αντίληψη χώρου είναι (ή ήταν) ο Κρόιφ, ο Φραντσέσκο Τότι και προσφάτως ο Κακά (στη μούρη σου). Στην Ελλάδα ένας παίκτης που, εκτός όλων των άλλων χαρισμάτων του (πολλά κιλά μπάλα), έβλεπε και γήπεδο, ήταν ο Βάσια. Μετά από πέντε ή έξι τρίπλες, με κάτω το κεφάλι, έβγαζε συμπαίκτη τετ α τετ με το τέρμα, και το μόνο που είχε να κάνει (ο συμπαίκτης) ήταν να φυσήξει την μπάλα μέσα.

Τώρα, η έκφραση εκτός αθλητικής σλανγκ, χρησιμοποιείται και:

  • για να χαρακτηρίσει εργαζόμενους /-ες σε μπαρ. Δλδ ένας μπάρμαν γατόνι είναι αυτός που βλέπει γήπεδο, ξέρει πότε να πλησιάσει τον πελάτη, δεν αφήνει ποτέ τον πελάτη να περιμένει και πάντα βέβαια τσεκάρει με το κεφάλι ψιλά τι γίνεται γύρω από την μπάρα. Έχει δλδ τον έλεγχο.
  • για να χαρακτηρίσει γκόμενες και γκόμενους που παίζουν με τα μάτια.
  1. - Τι νέα παλικάρια;
    - Μια χαρά, εσύ;
    - Καλά. Γιατί δεν πίνετε τίποτα. Αφραγκιές, αφραγκιές;
    - Μπααααα. Μια ώρα είμαστε εδώ, αλλά ο καινούριος δεν λέει να μας δει. Φτιάχνει ένα κοκτέιλ και μετράει τα παγάκια.
    - Μιλάμε δεν βλέπει γήπεδο με τίποτα. - Αντιθέτως η γκόμενα απέναντι μοιράζει παιχνίδι...

  2. από ιστότοπους:

α. βυντρα δεν πρεπει ποτε να παιζει λιμπερο διοτι πρωτον δεν βλεπει γηπεδο, δευτερο ειναι ατσαλος και καντεμης και τριτον δεν εχει διαρκεια ...

β. ... Καλή κοψιά,τεχνηταράς ,με μάτι που βλέπει γήπεδο,δυνατό μακρυνό σουτ και μεγάλη μπαλλιά. Αλλά...

γ. ... Δεν βλέπει γήπεδο γι' αυτό και στα στατιστικά του δεν υπάρχει ενδιαφέρον στις ασίστ. Παρότι έχει μεγάλα άκρα και μεγάλο κορμί δεν είναι ...

(από electron, 31/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τo φιστίκι είναι σίγουρα το πιο σλανγκοτραγουδισμένο ξηροκάρπιο στον ντουνιά.

Σημαίνει ταυτόχρονα μικρός και μεγάλος πέοντας, γαμήσι, αρχίδι, τάπα στο μπάσκετ, σύνδεση καλωδίων, και ταλιμπάν. Στην φίλη γείτονα, fistik αποκαλείται το αμαρτωλό με κορμί-κόλαση, αυτό που σε ανασταίνει για να σε στείλει στον τάφο μιαν ώρα αρχύτερα.

Στον κατάλογο αυτό ας προστεθεί, χάριν πληρότητας, και το παιδί-φιστίκι. Πρόκειται για τον τραγικό, ανίατο και αποχαυνωμένο από την μαλακία βλάκα, αυτόν του οποίου και η ίδια η φυσιογνωμία προδίδει κλινικά συμπτώματα ιδιωτείας.

Βλ. επίσης παιδί-κουμπί, παιδί-βιολί, παιδί-μπουζούκι, κουφέτο.

- Είναι τόσο παιδί-φυστίκι που όταν πρωτοαντίκρισε τον ομφάλιο λώρο του μωρού της είπε «μα εγώ το ήθελα ασύρματο»…

- Το πολύ το τίκι τίκι κάνει το παιδί φυστίκι.
(εδώ).

σχετικά με το "φι-" ή "φυ-" (από ironick, 02/09/10)Fish Sticks Rap (από GATZMAN, 02/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Έχεις δίκιο βουνό», λέει ο πολύπαθος λαουτζίκος μας για να εξάρει την προσωπικότητα του συνομιλητή και να τον υποστηρίξει στα βάσανα που έχει περιπέσει. Σημαίνει ότι κάποιος έχει «πολύ δίκιο», «υψηλό δίκιο», «μεγάλο δίκιο», τα οποία όλα δεν είναι και πολύ σωστά Ελληνικά αφού το ΔΙΚΑΙΟΝ δεν μετράται σε ποσότητες, αλλά είναι μία απόλυτη έννοια - οντότητα, στην φιλοσοφία. Αι μήν, δεν είναι «countable» («ελληνιστί»).

Ως «αδόκιμη» φράση «παίρνει ελαφρυντικά» καθώς χρησιμοποιείται κατά κόρον ως σχήμα υπερβατό.

Σημασιολογικά, το «δίκαιον» αποκτά ποσοτικές ιδιότητες όταν υπάρχει αναφορά στην καθημερινή πρακτική ενός συστήματος Νόμων - Δικαίου μίας πολιτείας ή συλλογικότητας, τουτέστιν, στη νομή δικαιοσύνης ενός αρμόδιου οργάνου. Τότε «κολλάει» ο συμβολισμός της τυφλής κυράς (που δεν διακρίνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προκειμένου να αποδώσει με μεγαλύτερη βαρύτητα προς τη μία πλευρά έναντι της άλλης) με τη σπάθα (που αναδεικνύει το «από καταβολών» απόλυτο στην εφαρμογή της οντολογικής έννοιας του ΔΙΚΑΙΟΥ), αλλά και τη ζυγαριά (όπου μπαίνει η έννοια της «ποσόστωσης» του δικαίου για την εύρυθμη λειτουργία του συνόλου – ήτοι το πολύ ή λίγο δίκιο).

- Με άφησαν απλήρωτο μήνες, μου ‘φάγαν το 30% του μισθού, με ‘στείλαν στο ΙΚΑ να μου πιει το αίμα, κ.α.
- Έχεις δίκιο βουνό ρε Σάββα, αλλά πού να το' βρεις. Δυστυχώς έτσι δουλεύει το σύστημα....

(από perkins, 10/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified