Further tags

Ο πολύ γραμμωμένος σφίχτερμαν. Προφ επειδή τα σκυλιά δεν έχουν λίπος και (στα άτριχα τουλάστιχον) διαγράφονται με ακρίβεια οι μύες.

Επίσης αζ γουή νόου σκυλί είναι η γκόμενα με το ωραίο στεγνό σώμα και το άσχημο πρόσωπο. Στον άντρα που το ωραίο πρόσωπο δεν μετράει και τόσο πολύ - λέμε τώρα - σκύλος σημαίνει απλά με πολύ στεγνό σώμα.

Πάσα: Jeanoir.

Πιάσε το σκύλο εκεί που παίζει ρακέτες! Αν πετάξεις ένα κόκκαλο στον αέρα δεν θα προλάβει να πέσει στην άμμο!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τον δόκιμο καρνάβαλο βλ. λ.χ. εδώ, εδώ και εδώ.

1.Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι χρησιμοποιείται γενικότερα για να δηλώσει κάποιον/αν που έχει στην εμφάνισή του μια εξτραβαγκάντζα, που ντύνεται προκλητικά, επιτηδευμένα σαν προσοχοπουτάνα, κάγκουρας ή καγκούρω, για να τραβήξει όλη την προσοχή πάνω του/της. Και που γενικότερα συμπεριφέρεται με τρόπο γελοίο. Βλ. και καρναβάλι, καρναβαλιστής.

Beyonce: Mε καυτό σορτσάκι και 12ποντο που πας στο σκάφος σαν καρνάβαλος;

Beyonce

Σαν καρνάβαλος εμφανίστηκε ο Ντάνι Άλβες στο Καμπ Νου. Θέμα συζήτησης έχει γίνει ο Βραζιλιάνος δεξιός μπακ της Μπαρτσελόνα, Ντάνι Άλβες με την ενδυμασία με την οποία επέλεξε να εμφανιστεί μετά το τέλος του αγώνα της ομάδας του με την Έλτσε στη μικτή ζώνη του Καμπ Νου. Ο ποδοσφαιριστής εμφανίστηκε φορώντας ένα… πορτοκαλί σακάκι, καπέλο, στρογγυλά γυαλιά και ένα ζευγάρι sarouel σανδάλια. (Εδώ).

Ντάνι Άλβες

Και τα φρύδια και το πρόσωπο και τα χείλη κι ο λαιμός της με μυστρί μπογιατισμένα, σαν σουβάς, όπως και τώρα, κι έμοιαζε καρνάβαλος μεθύστακας. (Από διήγημα του Χάρη Μεττή).

2.Ειδικότερα χρησιμοποιείται για γκέι, και κυρίως για τραβεστί και τρανσέξουαλ, που έχουν ένα αλμοδοβαρικό ζενεσεκουά. Σύγκρινε με: επιτάφιος.

Φοβερος καρναβαλος η Χαρά η τρανς αλλα μυριζει φολα (Από μπουρδελοσάη)

Καρνάβαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εθισμένος σε ενέσιμες ναρκωτικές ουσίες πρεζάκιας που έχει γεμίσει με τρύπες το σώμα του επειδή βαράει ενέσεις, ο τοξότης.

  1. ΤΡΥΠΑΚΗΔΕΣ, ΧΑΠΑΚΗΔΕΣ, ΧΟΡΤΑΡΑΚΗΔΕΣ. Υπερπροστατευμένα παιδιά μικροαστικών γονέων. Μεγάλωσαν με αυτόματο πιλότο βλέποντας τον νευρωτικό περίγυρο να προσκυνά μια την Εκκλησία και μια τον Μαμωνά. Δε δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους, τα πάντα τα εύρισκαν και τα βρίσκουν έτοιμα, ας είναι καλά η αγία ελληνική οικογένεια με το κυριακάτικο ροσμπίφ της και το γενναίο χατζιλίκι στα τεμπέλικα κωλοπαιδαράκια της, με τα επώνυμα ρούχα και τα android κινητά τους. Ας είναι καλά επίσης το Σύστημα , που τους παρέχει την άνεση για έκτακτες "απαλλοτριώσεις", για τις ανάγκες του Αγώνα για την απελευθέρωση των μαζών. Ηλίθιοι των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και της Θύρας Τάδε, τρυπάκηδες, χαπάκηδες, χορταράκηδες, διψούν για αίμα και καταστροφή, νομίζοντας ότι έτσι δίνουν νόημα στο υπαρξιακό κενό τους, ότι βάζουνε λίγο χρώμα στην απόλυτα άχαρη ζωή τους. (Εδώ)
  2. ρε μαν πώς την παλεύεις, εγώ και την ημέρα σκιάζομαι να πάω στην πρεζόπιατσα. Χώρια που ξενερώνω με τους τρυπάκηδες, μου κόβουν την διάθεση για σέξ. (Από το θρεντ "Ρομαντικές αφηγήσεις της πιάτσας" σε μπουρδελοσάη).
  3. Συγκρίνεις συγκρότημα το οποίο έχει άφταστο κοινωνικο-πολιτικό στίχο, πάρα πολύ καλές παραγωγές (το ξέρουμε για τα κλεμμένα, το ξέρουμε...), το οποίο έχει χαράξει πορεία πάνω σε αυτό που λέγεται ρημαδοελληνικό χιπ χοπ, με τους τζέρτζελους χασισομέθυσους κοκάκηδες τρυπάκηδες ΖΝ. Υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι ανόμοια και δεν γίνεται σύγκριση μεταξύ τους. (Από το hiphop.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κάπως πιο σλανγκενεργή εκδοχή του φακλάνα που έχει και το προτέρημα να είναι ουδέτερη ως προς το φύλο.

Άσε που αποδομεί συνειρμικά και το αλάνι.

♪♫ EIΜΑΣΤΕ ΦΑΚΛΑΝΙΑ ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΚΟΡΜΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΙΑΤΣΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΤΡΟΜΑΖΟΥΝ ΤΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΤΑ ΥΠΟΥΡΓΑΚΙΑ ♪♫ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρισιά με την οποία αποκαλούμε μια γυναίκα ως σκουπίδι, ως εντελώς άχρηστη και χωρίς λόγο ύπαρξης, ως σαβούρα. Μπορεί να ειπωθεί και με αναφορά στην εμφάνιση, ότι είναι μπάζο και σαβούρα εμφανισιακώς, και ως προς τον χαρακτήρα και την ποιότητά της, και ως προς το επίπεδο-δάπεδο, είναι μια γενικότατη βρισιά. Μια πιο ειδική σημασία μπορεί να αναφέρεται στο αν έχει χαρακτηριστικά τρασιάς, τα οποία ενδέχεται με λίγη (διεστραμμένη) φαντασία να αισθητικοποιηθούν καθώς υπάρχουν και τρασόβιοι τρασοκαυλιάρηδες εκεί έξω που αγαπάνε τρασίλα, είναι όμως η εξαίρεση. Παρομοίως και σε κάποιαν που δραστηριοποιείται λ.χ. στο χώρο της σκυλοπόπ ή άλλων ειδών με χαρακτηριστικά τρασιάς.

Miley Cyrus, αγαπημένη των τρασόκαυλων

Πρόκειται όμως για εξειδικεύσεις, η βασική σημασία είναι μια γενικότατη βρισιά για άχρηστη γυναίκα κακού γούστου και με κακό γούστο, με χάλια εμφάνιση και πχοιότητα.

Σκουπίδω με την καυλή έννοια- ονείρωξη για τρασόκαυλους Το αυτό σε πιο χαρκορίλα εκδοχή

  1. Συνέβη μόλις τώρα: Άγνωστος κύριος μου επετέθη στην πλατεία Μαβίλη επειδή αγόρασα το "Πρώτο Θέμα". "Μα για την ταινία για την Θάτσερ με την Μέριλ Στριπ το πήρα" απολογήθηκα χαμογελώντας. "Ακόμα χειρότερα! Κάνετε φροντιστήριο στον νεοφιλελευθερισμό;" φόρτωσε. "Μα είναι μεγάλη ηθοποιός η Μέριλ Στριπ..." "Σκουπίδω είναι για να παίζει την Θάτσερ!" "Δεν επιτρέπεται να βλέπω όποια ταινία θέλω;" "Στις μέρες μας όχι!" "Συνειδητοποιείτε πως η συμπεριφορά σας είναι ψυχιατρικώς ενδιαφέρουσα;" "Εσείς μάς φτάσατε ως εδώ!". Έφτυσε χάμω, μπήκε στην Άλφα Ρομέο του και έφυγε. (Ποστ τύπου "συμβαίνει τώρα" από το Φέισμπουκ).
  2. Άϊ μωρή σκουπίδω που βγάζεις φωτογραφία την κοιλιά σου επειδή σε είπαν γεματούλα. Εσύ & κάτι άλλα "ψώνια" είστε ντροπή! (Επίσης από το Φέισμπουκ).
  3. Μια διορισμένη κότα που δεν απηχεί και δεν αντιπροσωπεύει κανέναν λέει ό,τι της σφυρίξει το βιβλικό της κωλαράκι. Μας είναι αδιάφορες οι μαλακίες που λέει αυτό το εμετικό ψοφογραϊδιο και επ’ ουδενί λόγο δεν πρόκειται να δεχθούμε αυτό το τσόκαρο στην προεδρεία της δημοκρατίας. [...] Το παπούλια, το φυτό του προεδρικού μεγάρου είχε αγοραστεί πριν από την τυπική κατάργηση.Αυτήν την σκουπίδω πρέπει να την ταϊζουμε μέχρι να ψοφολογήσει επειδή δούλευε το μαρκούτσι στο πολυτεχνείο; Αν η σκουπίδω θέλει περισσότερη ευρώπη ας ακυρώσει την ελληνική υπηκοότητα και ιθαγένεια -έτσι κι αλλιώς δεν είναι Ελληνίδα, θα ανακουφιστεί κι η Ελλάδα αν ξεκολλήσει από πάνω της το παράσιτο- κι ας πάει στην περισσότερη ευρώπη. Εδώ θα γίνει αυτό που θα πούμε εμείς ΧΟΥΝΤΟΦΑΣΙΣΤΩ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ κι εμείς θέλουμε περισσότερη Ελλάδα. Αν δεν σ’ αρέσει στα τσακίδια! (Εχθροπαθής λόγος εναντίον πολιτικού στα σχόλια εδώ).
  4. αν εχεις σωμα που βλεπεται, εχει καλως, αν εισαι σαν τη Σκουπίδω στο φραγκλ ροκ, καλυτερα μην το κανεις, υπαρχει και μια αισθητικη που πρεπει να σεβομαστε. (Εδώ).
  5. Είσαι ηλίθια μωρή; Το Σάββατο δεν είπα ότι γύρισα από Μονεμβασιά και ετοιμάζομαι το βράδυ για Καραμέλα; Ποια ψέμματα, σκουπίδω; (Εδώ).

Ηρωίδα παιδικού παραμυθιού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το παρτάλι (< τουρκικό partal), που σημαίνει το φθαρμένο κουρελιασμένο ύφασμα και το -γκόμενα, σημαίνει τη γυναίκα που είναι εντελώς τελείως τελευταία, δεν βλέπεται, είναι χαμηλότατης κοινωνικής και πχοιοτικής υποστάθμης, που είναι μπάζο, σαβούρα, σκουπίδω, αλλά κυρίως που βγάζει μια κοινωνικο-πολιτισμική υπανάπτυξη. Που τέσπα για να πας μαζί της πρέπει να πιεις τόσο που τελικά δεν μπορείς να πας μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη φορ δατ μάτερ (το double-bind της παρταλογκόμενας).

  1. Ρε παπάρα που δεν σε χωράνε τα ρούχα απο το πάχος, που έχεις να γαμήσεις από την εποχή που ο Νώε μάζευε τα μαϊμούδια για να διασώσει το είδος σου, πας να το παίξεις γαμιάς και πλούσιος ρε ρετάλι από τελευταίο ύφασμα μαγαζιού σε εκποίηση στα παιδάκια εδώ μέσα και να αποδείξεις ότι αν έχει κάποιος λεφτά πηδάει κάθε παρταλογκόμενα ξεκωλοδευτεράντζα, σαν αυτές που συναναστρέφεσαι και βαπτίζεις "μουνάρα" στα βαθιά σου όνειρα μετά από χρήση των ψυχοφαρμάκων που ρουφάς; Ζώο!. Ούτε αυτές δεν σου κάθονται, που είναι οι φώτο ρε ταμτάκο που έταζες; (Από βρις-οφ στο μπου).
  2. Είναι μια παρταλογκόμενα που μόνο αν ήσουν 10 χρόνια ναυαγός σε νησί του Ειρηνικού θα σκεφτόσουν να την πηδήξεις. (Από βρισ-οφ σε σόσιαλ μήδεια).
  3. Η καθε παρταλογκόμενα που την κάνει από την Φλώρινα και πάει Ξεσσαλονίκη ειτε για Σ/Κ είτε για να σπουδάσει και μας σπάει τον πούτσο με Check Ins και φωτογραφίες από το πόσο γαμάτα περνάει και πόσο χαίρεται που είναι στην γαμώπολη, ας της πει κάποιος ότι πρώτον είναι σαν να την έκλασε δεινόσαυρος όταν κάνει ντάκφεϊς και γράφει από πάνω "με τα φρεντουλίνιαζ μου" (καλά μακράν χειρότερο είναι όταν βγάζει φωτό με φόντο τον Λευκό Πύργο και γράφει "Εμένα αγάπη μου, δεν θα με κάνεις ποτέ να κλάψω") και δεύτερον, να μην δείχνει πόσο αγάμητη παρθένα είναι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη να γαμηθεί από το χωριό της το αρμενο-αμμοχώρι και κάθε φορά που βλέπει γκόμενο που δεν βρωμάει σαν στάβλος, στάζει το μουνί της μέλι. Γκόμενα της πούτσας που νομίζεις ότι έγινες κάποια, τράβα μωρή να πλύνεις κάνα πιάτο μωρή αρκουδιάρα. (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μήτσος εκείνος που έχει μεγάλη μπάκα. Κατ΄επέκταση, καθένας που έχει μεγάλη μπάκα.

Πώς πάχυνες έτσι, ρε φίλε; Μπακαμήτσος έγινες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γυναίκα. Μπα...όχι. Η πολύ άσχημη γυναίκα. Χμμμ... ούτε. Η υπερβολικά άσχημη γυναίκα. Είναι συνδυασμός πέρκας και σαύρας και είναι τόσο άσχημη, που στην θέα της και μόνο βγάζεις καρκίνο στα μάτια. Συνήθως τη συναντάς σε μέρη με χαμηλή συγκέντρωση γυναικείου πληθυσμού, ώστε η εμφάνιση τους να μην είναι τόσο αισθητή.

Ρε φίλε, άκου τι έπαθα. Το πρωί στο λεωφορείο ήρθε και έκατσε δίπλα μου μια περκόσαυρα...τι να σου λέω! Δεν βλεπόταν με τίποτα. Λίγο την κοίταξα και ένιωσα να καίγονται τα μάτια μου!

Πέρκα+ Σαύρα=Περκόσαυρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που για πρωινό τρώει στεροειδή και λόγω υπερβολικής σωματικής διάπλασης γεμίζει ασφυκτικά το κάθισμα στο τραίνο ή ένα στενό πεζοδρόμιο και δε χωράς να περάσεις.

Σύνθετο, ετυμολογείται από το Ράμπο και την κατάληξη -ειδές.

Χαρακτηρίζεται ως άτομο όχι απλώς βίαιο αλλά ως άτομο που έχει φετιχοποιήσει τη βία και δεν αγαπάει ούτε άντερα του. Συντηρεί τις εταιρίες παραγωγής και πώλησης αναβολικών και τις εταιρείες συμπληρωμάτων διατροφής. Ο ναρκισσισμός του είναι σε άλλα επίπεδα και στόχος της ζωής του το "τέλειο" σώμα που οι πολλοί κοιτώντας το με οίκτο θα το χαρακτηρίζαμε τερατώδες. Υπερβολικά φουσκωμένοι ιστοί, βαρύ πάτημα, αφύσικα φαρδιές πλάτες. Πουλάει ποζεριλίκι στο γυμναστήριο και στη παραλία. Πουλάει τσαμπουκάδες στους πιο αδύναμους από αυτόν και σε γυναίκες. Το χαρακτηρίζουν μεταξύ άλλων ο κομπλεξισμός, η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, η έλλειψη παιδείας με αποτέλεσμα τη προσήλωσή του σε κούφιες έννοιες όπως: αίμα, φυλή, θρησκεία, έθνος και έτσι είναι απόλυτα χειραγωγήσιμο άτομο. Συχνά αναζητά την επιβεβαίωση και χρησιμοποιεί την γυναικεία παρουσία και τους τραμπουκισμούς ως άλλοθι... έναντια στην ασεξουαλικότητα του ή την σεξουαλική του ανικανότητα λόγω των αναβολικών. Συχνάζει κυρίως σε γυμναστήρια ή σιδεράδικα αλλά και σε καφετέριες που συχνάζουν και άλλοι γορίλες σαν αυτόν. Στους χωρους αυτούς τους αναζητούν διάφοροι όπως: άνθρωποι της νύχτας για να τους προσλάβουν για μπραβιλίκια, νεοναζί για να τους στρατολογίσουν και να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, συνδεσμίτες για να τους στρατολογίσουν επίσης, αναρχικοί/αυτόνομοι/αντίφα για να τους επιβραβεύσουν για την βοήθεια που πρόσφεραν στους νεοναζί. Αν το ραμποειδές καταφέρει να τελειώσει το λύκειο (λέμε τώρα) αποκαθίστατο επαγγελματικά ως γουρούνι των ΜΑΤ (εκεί και αν βγάζει όλα του τα κόμπλεξ), αλλιώς γίνετε μπράβος σε στριπτιτζάδικο ή σκυλάδικο, ασφάλεια προσώπων, σεκιουριτάς. Τον ελεύθερο του χρόνο οργανώνεται στις νεοναζιστικές συμμορίες και στους συνδέσμους οπαδών. Υπάρχουν και μερικά δείγματα ραμποειδών που δεν ασχολούνται με ναζιστάκια και χουλιγκάνους και ειδικά αν έχουν λύσει το οικονομικό η ζωή τους είναι σπίτι-σιδεράδικο, σιδεράδικο-σπίτι. Ο δείκτης IQ τους είναι γενικά κάτω του μετρίου και είναι τραμπούκοι και ψευτόμαγκες.

Συνώνυμα: Γορίλας, σβάρτσος, ράμπο, γυμναστηριακός, ντουλάπα, φαρμακωμένος, μπιλντέρι, πρησμένος, ντούκι, σώμας, χτιστός, φουσκωτός, donkey-kong, σφίχτερμαν, μπονταίο, τίγκας, τέρας κ.τ.λ.

- Δες ρε μαλάκα το ραμποειδές με πόσο γλοιώδη τρόπο την πέφτει στη κοπέλα.
- Μου έρχεται να τον πατήσω ένα μπουκέτο στη μάπα και να τον ξαπλώσω κάτω.
- Ώπα ρε άντρα πρόσεχε τα ψωλοχύματα μη μας πιτσιλίσεις και εμάς...

ραμποειδές γορίλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καραφλοκόρακας (αρχαΐζουσα: καραφλοκόραξ) λέξη σύνθετη εκ του καραφλός+κόρακας, δηλαδή το καραφλό κοράκι. Μεταφορικά συναντάται ως κοσμητικό επίθετο για τελείως φαλακρούς ανθρώπους, ή έστω για φαλακρούς με κάποια λίγα μαλλιά περιμετρικά, όχι για καραφλοχαιτάδες.

Παράδειγμα εδώ

Πωπω! Πως πέσανε έτσι τα μαλλιά σου ρε Κώστα; Σαν καραφλοκόρακας έγινες!

Got a better definition? Add it!

Published