Further tags

Λέσο, το: ο συνειδητά βρωμιάρης, ο αηδιαστικός. Το άτομο που μυρίζει άσχημα, είναι λιγδωμένο, και είναι γενικά αποκρουστικό. Συνήθως φτύνει κάτω.

Υποκοριστικό: «λεσίμι».

  1. Έχεις δει με τι λέσα κάνει παρέα η αδερφή σου;

  2. Δεν τον βλέπεις πώς είναι; Μιλάμε για μεγάλο λέσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανδροπρεπής, ο αντρουά, με την γαλλοπρεπή κατάληξη . Συνήθως αναφέρεται ειδικά σε ανδροπρεπές στυλ κόμμωσης και χρησιμοποιείται και όταν μια γυναίκα προβαίνει σε παρόμοια στυλιστική επιλογή. Πρόκειται δηλαδή για κάτι ανάλογο του αγορέ.

Πάσα: Τζήζαντας.

  1. Αυτό που θα ξεχωρίσει φέτος το χειμώνα από μία απλή βόλτα μέχρι και τις πασαρέλες είναι [...] τα κοντά καρέ και πολύ κοντά κουρέματα αντρικέ εώς και ξυρισμένα.
    Γενικά φέτος θα λέγαμε οτι είναι μία πολύ TREΝDY χρονιά. (Εδώ).

  2. Μόνο εκείνο το αντρικέ κούρεμα με την ουρά του αλόγου πίσω, ποιός κουρέας μωρή στο έκανε; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά:

  1. ♪♫ Να κατέβω στο κέντρο να δω κάνα δισκάκι
    είχα καιρό να πάρω κανένα χιπχοπάκι ♪♫
    (ΗΜΙΖ, Υο!)

- Για μπείτε και κατεβάστε (είναι φρι ντε) το χιπχοπάκι που συμετέχει και η καλύτερη τραγουδίστρια που έβγαλε αυτός ο πλανήτης!!!!
(Υο Υο!)

  1. - Αφιερωμένο στο Ιεροφάντη ή Mech10 που είναι χιπχοπακι παλιο και ατομο με γνωση και δυναμη. (Καρα-Υο!)

- Τ' άκουσι η μεγάλη'μ η κόρη'μ που είνι χιπχοπάκι στο γούστο κι έμινε'μ. Χωρίς πλάκα, το παιδί κοιτάει ακόμα το κενό σα να έχει πιει 3 μπάφους μαζί. Μήπως πρέπει ν' ανησυχώ;
(είμαι από χωρ-ΥΟ!)

(από Khan, 11/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Dağ = βουνό και dağlar = τα βουνά στα τούρκικα και νομίζω είναι πιό κοντά στο νταγλαράς, δηλ. βουνίσιος, ορεσείβιος, όπως ορθά δόθηκε ο ορισμός και παραπάνω.

Ωρέ τι νταγλαράς είναι αυτός; 2 μέτρα μπόι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

хлеб / χλιέμπ, όπως αναφέρει και ο allivegp παραπάνω, είναι το ψωμί στα ρώσικα και γενικά σε πολλές σλαβικές γλώσσες.

Αυτός που πεινάει, ο πεινασμένος, όντας αδύνατος, αδύναμος και γενικά κιτρινισμένος και σε κακή εμφανισιακή κατάσταση, το πρώτο πράγμα που ζητάει είναι хлеб / χλιέμπ /ψωμί.

Αν υπάρχει σλάβικη επιρροή στη λέξη «χλεμπονιάρης», τότε αυτολεξεί σημαίνει ο «ψωμάς», αλλά με την έννοια του πεινασμένου που ζητάει συνεχώς ψωμί και εμφανισιακά είναι χάλια.

Τι χλεμπονιάρης είναι αυτός; δώστου ψωμί να φάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο πιο δόκιμα είναι η μάνα κατά την περίοδο όπου βυζαίνει το μωρό της. Κατ' επέκταση όμως είναι κάθε βυζαρού, η οποία μας ξυπνάει την επιθυμία να γίνει μιλφομάνα μας.

Όπως άλλωστε λέει και το ανέκδοτο:
- Τι κοινό έχουν τα ηλεκτρικά τραινάκια και το γυναικείο στήθος;
- ;
- Και τα δύο είναι φτιαγμένα για παιδιά, αλλά τελικά παίζουν με αυτά μεγάλοι.

  1. Σεβομαι τα φετιχ και τις επιθυμιες σου ,αλλα θεωρω οτι οταν καποιος κοιταζει/ποθει σεξουαλικα μια βυζομανα ειναι «αρρωστημενο» ! Σορυ . (Από το Πουτσοπόλιταν).

  2. Η βυζομανα Geri Halliwell σε κοτερο. (Από σάιτ για ενήλικες).

  3. ρε η δικηγορος η βυζομανα που ειναι μηπως ζωοδοχου πηγης; καμια αλλη να τρεξουμε; (Από θρεντ «Βυζοπούλες γειτόνισσες» γνωστού μπουρδελοσάι).

Η μάνα των βυζομανάδων. (από Khan, 28/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ημιμάθεια, τα ημίμετρα και ο ημίονος πάντα κατέχουν χαμηλότερη θέση στην τροφική αλυσίδα από την αμάθεια, τα μέτρα και την Yoko Ono, αντίστοιχα.

Στο πνεύμα αυτό, ο μισόχαζος είναι σαφώς επαχθέστερος, πιο επικίνδυνος και πιο μπαμπέσης απ' τον χαζό, όπως μάς δίδαξε και η εμπειρία μας με τον #79 Global Thinker για πρωθυπουργό. Άλλωστε, ο θετικός αντίκτυπος της αντικατάστασής του με απλά χαζό πρωθυπουργό έχει σχεδόν αρχίσει να γίνεται αντιληπτός δια γυμνού οφθαλμού, στα όρια πάντα του σαδιστικού λάθους.

Ίσως να πρόκειται και για τοπικό ιδιωματισμό: φοριέται αρκετά στην Ευρυτανία, αν και δεν βάζω χέρι.

Αγγλικανιστί: halfwit.

- Ο μισόχαζος, που είχε το θράσος όχι μόνον να τους σύρει με τα ψέματα τού «...λεφτά υπάρχουν», αλλά και στο τέλος να τους ειρωνεύεται κιόλας, «καταγγέλλοντας» στην Ευρώπη ότι οι Έλληνες είναι οι διεφθαρμένοι, που σέρνονται πίσω από «καρότα».
(εδώ)

- Πως θα φύγουμε ρε μισόχαζοι απ'την Ευρώπη;Φύγετε εσείς!Μήπως η Ευρώπη είναι κόρη του Φοίνικα Σόιμπλε;Θα διαβάσω Γερμανική μυθολογία να μάθω! (τσίου, εκεί)

- Λεει ο μισόχαζος που έχουμε για πρωθυπουργό: «να κάνει ο καθένας την δικη του μικρή επανάσταση.. μπλα μπλα μπλα'' Μπετοβλάκαάμα κάνει ο καθένας την επανάσταση του μαυρο φίδι που σε έφαγε γαμώ τον !@#$%^&()(^%$#$%^&*()@
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος ή κάτι που είναι πολύ τούμπανο, όπως πρησμένος σφίχτερμαν, γκόμενα με ωραίο σφριγηλό κορμί, και γενικά ό,τι τα σπάει.

  1. Η τεχνολογια καλπαζει τοσο πολυ που απλα μπορεις να περιμενεις ενα 6μηνακι μονο και παιρνεις ενα τουμπανειρο κινητο που κάνει καφέ. (Εδώ).

  2. ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ.ΓΙΑ ΓΕΡΑ ΤΟΥΜΠΑΝΕΙΡΟ ΠΑΙΔΙΑ!!!!!! (Από Facebook).

  3. Πιασοκωλικο ΚΑΡΓΑ, φαι τουμπανειρο μπορω να πω παντως(σε ποσοτητα) απλα δεν ειμαι φαν. (Εδώ).

Από το καρναβάλι του Ρίο Τουμπανέιρο. (από Khan, 02/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για επιστημονική έκφραση (εξ ου και η γέννηση της προέρχεται από τον πανεπιστημιακό χώρο) της λούγκρας, του φλώρου, της επιμελημένα συγκαλυμμένης αδερφάρας. Για το λόγο αυτό συνιστάται η προσεκτική προσέγγιση και ακουστική της εν λόγω λέξης επειδή η πολυσυλλαβικότητα της εμποδίζει την κατανόηση της και την εις βάθος ερμηνεία της.

- Ωχ έρχεται η αδερφάρα. Θα μας ζαλίσει πάλι.
- Καλημέρα στα παιδιά. Τι κάνετε;
- Που ' σαι μωρή καραλουλουκοκεφτεδομπιφτεκόσκονη; Ποιο μπαστούνι γυάλιζες πάλι χθες και άργησες σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συμπαθητική, αλλά άσχημη γκόμενα.

Την είδα αυτή που μου έλεγες. Καλό κοριτσάκι αλλά σαβουρίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified