Further tags

Ένας από τους καυλύτερους γυναικότυπους, πρόκειται για την γυναίκα της οποίας τα βυζιά επιμένουν να αψηφούν τους νόμους της βαρύτητας και να ξευτιλίζουν τον Νεύτωνα, όντας στητά, σφριγηλά και ανωφερή. Νιάτα και μπερεκέτι!

Η λέξη είναι πολύ παλαιάς κοπής, και εμφανίζεται ήδη σε λογοτεχνικά έργα των αρχών του 20ου αιώνα. Για να κάνουμε μια φιλολογική βραδιά για χάρη της ορθοβύζας, να πούμε ότι σπουδαίοι λογοτέχνες έχουν αποδώσει τον ύψιστο αυτό χαρακτηρισμό σε επικές μορφές του Ελληνισμού και της Ρωμιοσύνης. Ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρεί ως ορθοβύζα την ωραία Ελένη, ο Λορέντζος Μαβίλης την λεβεντομάνα Κρήτη (τέτοια έλεγε και τον κάνανε πλατεία), ενώ ως ορθοβύζα φαντάζεται άλλος ποιητής και την μάνα Ελλάδα μας (παράδ. 4). Αλλά δεν περιγράφω άλλο, τον λόγο έχουν οι ποιητές!

  1. Από την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη:

Μα πήρε το πικρό παράπονο την κράχτισσα ορθοβύζα·
πώς έτσι, Θε μου, δίχως θλίψη πια την παρατούν, σα να 'χε
κιόλας χαθεί η δριμιά της μυρωδιά που ξάγκριζε τους άντρες·
πεισμάτωσε και σύντριψε με οργή στα ροδοπάλαμά της
το φιλντισένιο κρίνο που έλαμπε στου κόρφου τη ρουφήχτρα. (Δες).

  1. Κρήτη
    Ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912)

Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι
σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια,
αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια
μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,

τραγούδι τραγουδάς μες τη ροδάτη
κατάχνια του πελάου, και στην προσήλια
του αγέρος πλατωσιά και στα βασίλεια
της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη :

«Σαν το γάλα της Αίγας Αμαλθείας
θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.
Ελάτε να χαρείτε μες της θείας

αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,
πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία·
θάνατο, αθανασία κ΄ ελευτερία».

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913) (Δες).

  1. Γιάννης Σκαρίμπας, Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραίτης:

«Σαν μιά κολώνα ολόχρυση, ολόρθα βυθισμένη, θάμοιαζε η αναβρική φεγγοβολιά του μες στη θάλασσα.
Κι ανάμεσα του –φάντασμα λευκό νυχτερινό– η Αννίκα η ορθοβύζα.
Θεέ μου !
Άμπουλας σκοτεινός, στιλπνός, τα μαλλιά της, θα χύνονταν –μαύρη νεροσυρμή και κύμα– πα στη μαρμάρινη ασπράδα των δυό ώμων της και γυμνά όπως στ' αγάλματα θα της κρεμόντουσαν τα χέρια, θ' ασπρολογούσαν οι παχουλές φούσκες των δυό μπράτσω της». (Δες).

  1. Κωστας Βαρναλης, Ποιητης-χ.ν.κουβελης
    ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ-ΦΑΛΛΙΚΟ
    κι αν ειναι να γιομισει απ'ακρου σ'ακρη
    η χωρα η ελληνικη γονιμους θεους
    το κοτσονατο κριαρι τον φαλλο-ισοκρατη Πριαπο
    το γαιδουρι το βαρβατο.
    Αξιον Εστι η Γεννα!Παναξια!
    η Ορθοβυζα Πλαση μου Ελλαδα (Δες).

  2. Να τη βλέπουν να ταρναρίζη ορθοβύζα τα στήθια, να τρεμουλιάζη τα μαστάρια πλαδαρά· να σιγοκλή ηδονικά, φλογισμένα τα βλέφαρα· (Δες)

  3. Το νου σας όμως, τσιμουδιά, να ’χετε εχεμύθεια
    διότι οι γυναίκες μας δεν είναι κουτορνίθια.
    Και προπαντός η Δέσποινα μην τύχει και το μάθει
    γιατί μετά θα υποστώ του λιναριού τα πάθη.
    Αν μάθει ότι ψάχνομαι για νέα κι ορθοβύζα
    είναι ικανή το ¨επίμαχο¨ να κόψει απ’ τη ρίζα.
    (Λιγότερο διάσημος αλλά επίσης εμπνευσμένος ποιητής εδώ)

Ε, να μην βάλουμε κι ένα μύδι σαν παιδιά κι εμείς... (από Khan, 13/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γκαγκά γεροξεκούτης, το ῥαμολιμέντο με έμενταλ.

Θηλ.: γκαγκαδιάδα, ουδ.: γκαγκαδιάρικο.

Έχει και τα καλά του να είσαι γκακαδιάρης: μαθαίνεις πολλές φορές για πρώτη φορά τα ίδια ευχάριστα νέα.

αουτομπανεύκολο λολοπαίγνιο τιμής ένεκεν και εις μνήμην (από xalikoutis, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ανθρώπους που έχουν μεγάλο σαγόνι.
Υποτιμητικά σε όσους έχουν άσχημα μεγάλο σαγόνι, καθώς επίσης για να χαρακτηρίσει ιδιαίτερα γεροδεμένους άντρες / μάτσο / Κόναν, που συνήθως έχουν μεγάλο σαγόνι με γωνίες.

Δεδομένου ότι ο άνθρωπος έχει τριάντα δύο μόνιμα δόντια, κάποιος που έχει μεγαλύτερες γνάθους θα έχει και περισσότερα δόντια.

  1. - Τελικά τι έγινε ρε; Την έφαγες την Γεωργία;
    - Τι λε ρε, αυτή έχει σαράντα δύο δόντια, σαν τον Γκμοχ είναι...

  2. - Θα κατέβω το Σαββάτο στο χωριό της Τασούλας, να βγούμε εκεί.
    - Έχε το νου σου, εκεί είναι άγριοι, σαράντα δύο δόντια έχει ο καθένας, με τα κεφάλια βαράνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται η γυναίκα (αλλά και άντρας) η οποία δίνει έμφαση στο τι φοράει και πώς βάφεται, επειδή νιώθει πως όλοι την θέλουν!

Άντε μωρή κοκοτιέρα, που νομίζεις πως σε κοιτάω γιατί σε γουστάρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ξέψωλη γιαουρτομούνα λουλού της συνομοταξίας lugretia recumbens. Άκρως προσβλητικός σεξισμός.

Βλ. και στα μπούτια τα γιαούρτια.

- Τζους μωρή λεχρόλα χυσολουλού!
- Νέκρα και κασίδα, σαβουρομπινέ!

Got a better definition? Add it!

Published

Η σκατόφατσα.

Η μουτσούνα ετυμολογείται: < βενετικό musona < muso = μουσούδι, ρύγχος < λατινικό musum.

  1. Ρε παιδια τον θυμαστε καμποσα χρονια πριν;
    Δεν ηταν μονο οτι ειναι σκατομουτσουνος, ητανε οτι επειδη φυλαγε γελαδια δεν πλυνοτανε,και η μουρη του ητανε γεματη σπυρια..
    Και τωρα εγινε ...ΜΕΓΑΛΟΣ!
    Σταματαει! και καπου καπου!,ετσι διαβασε σε καποιο βιβλιο,οτι πρεπει να το παιζεις σπουδαιος,...
    Μα καλα ,ρωταω τωρα ειλικρινα ,αυτα τα διανοητικα καθυστερημενα σκυλοπασοκια που «εμβριθουν» εδω ,μα καλα ρε τομαρια ,αυτο το σπυριαρης γελαδοβοσκος...σας αντιπροσωπευει;; (Εδώ).

  2. ετσι ,το παιδι της φαπας , ο σκατομουτσουνος καταφερε να γινει πλουσιος και ετσι να τη πει στους κακους συμμαθητες που τον φωναζαν μαλακα (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αλτέρνατιβ μορφή του ξέκωλου (συνομοταξίας xecoliaricus xepatomunus), τόσο με την καυλή όσο και με την κακή έννοια.

Κάθε ξεκωλάκι που σέβεται τον εαυτό του φοράει ξεκωλτέ, τόσο για να δέχεται κέρματα όσο και για να προβάλει το ξεκωλόσημό του.

- Πάρτε ένα μπουκαλάκι κρασί ... τεντωθείτε και απολαύστε τη Fergie από τους Black Eyed Peas στο ρόλο της πόρνης... Μιλάμε παιδιά για φοβερό ξεκώλι!!! Κάτι βυ$&^%)ρες , κάτι μπ#&^%ρες* , μια κω@(*%&ρα!!!

-Πανεπιστήμιο ...; ευνουχιστήρια κρίσης, φυτώριο κοματόσκυλων. Μια μάντρα προπτυχιακών προβάτων ...; αφίσες για το πάρτυ της ΠΑΣΠ με το ξεκώλι γκεστ-σταρ, εκπαιδευτική της ΔΑΠ στη Μύκονο για παρτούζες, οι άλλοι με τα κόκκινα κολημένοι στα υπόγεια με το Βασίλη να σκούζει «Πρώτη Μαϊου» κλπ κλπ

Μαυρομάτικο ξεκόλι (από σφυρίζων, 31/01/13)Πράσινα Χecol-mas (από σφυρίζων, 31/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Σκληρό μπινελίκι για εύχονδρα λαμόγια και πάσης φύσεως τσογλαναράδες. Εδώ το συνδετικό -πούτανος δεν παραπέμπει σε σεξουαλικά ελαττώματα, αλλά σε ηθικά τοιαῦτα.

Βλ. επίσης: χοντρομπαλάκας, χοντρομαλάκας, μπουχέσας, κλασομπανιέρα. Σχετικές γειώσεις: Χοντρός; τον τρως, πώς γράφεται; / σ' έχει γαμήσει ποτέ χοντρός;

1. Τι γκαριζει ο αλλος ο χοντροπουτανος να πουμε αφου

2. Ο χοντροπούτανος condom in ass, που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα θα σάπιζε στη φυλακή, μαζεύει όλους τους εκβιαστές δημοσιογράφους και θα κάνει τον alpha κωλοχανίο

3. ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΣΕ ΕΝΑ ΔΩΜΑΤΙΟ ΓΙΑ ΚΑΜΜΙΑ ΩΡΑ ΜΟΝΟ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΧΟΝΤΡΟΠΟΥΤΑΝΟ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟΥ ΠΩ ΕΓΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ SIMENS ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΦΗΣΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ……ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΕ…ΕΣΥ ΚΑΙ ΟΛΟ ΣΟΥ ΤΟ ΣΥΝΑΦΙ….

Got a better definition? Add it!

Published

Κωμική εκδοχή τση πιπατζούς.

Το μάκρος του λήμματος συνειρμικά παραπέμπει σε μεγαλοπρεπείς πέοντες ενώ το ανατολίτικο γαμοσλανγκοτέτοιο -ογλού ονοματοποιεί ήχους φιμωμένου γλωττισμού.

Η πατρότητα του λήμματος αποδίδεται στους Α.Μ.Α.Ν.

1.
- Tην είδα στο bar! Η τέλεια γυναίκα!
- Τσουτσουνοκαταπινογλου... - Φαντάσου τι χωράει η άλλη τρύπα!!!!!

2. Της Πατρινιάς;;; Αυτο ηταν΄! Ελα ρε μαλακα να αναμετρηθουμε...Τσουτσουνοκαταπινογλου!!

3. Μ'αρέσει που μια ζωή το παίζει σεμνή και ταπεινή... Αλλά πάω στοίχημα στο κρεβάτι θα είναι λυσσάρω και αβέρτα τσουτσουνοκαταπίνογλου. Κάτι τέτοιες είναι που ψωφάνε για λούτσο και πολλές ανωμαλιάρικες καταστάσεις

(από Khan, 16/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο υπερβολικά γυμνασμένος άντρας (θηλ.: σκίστρω) ο οποίος αρέσκεται στο να προκαλεί επιδεικνύοντας τους μυς του με θυμωμένο βλέμμα σε δημόσιους χώρους (π.χ. γυμναστήρια). Συνήθως το βράδυ κοιμάται αγκαλιά με ένα ροζ αρκουδάκι, γιατί κανένας δεν τον κάνει παρέα.

Ανάλογα με το μέγεθος των μυών και του ροζ αρκουδιού υπάρχει ο ξε-σκίστης ή ο υπερ-ξε-σκίστης.

- Είμαι ο πιο δυνατός, ο πιο γυμνασμένος και ο πιο άγριος εδώ μέσα!!!
- Σιγά ρε σκίστη...

(από chrismegas, 06/02/13)(από chrismegas, 06/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified