Ο χοντρός και δυνατός, το γομάρι. Μπορεί να το πει κανείς όμως και για κάποιον που είναι απλά πολύ χοντρός.
- Ρε κόψε λίγο τους γύρους και τις μπύρες, Οβελίξ έχεις γίνει!
Ο χοντρός και δυνατός, το γομάρι. Μπορεί να το πει κανείς όμως και για κάποιον που είναι απλά πολύ χοντρός.
- Ρε κόψε λίγο τους γύρους και τις μπύρες, Οβελίξ έχεις γίνει!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά η σεμνή, ή ειρωνικά η σιγανοπαπαδιά, η παρθενοπιπίτσα.
Παίζει την χαμηλοβλεπούσα, αλλά είναι εξώλης και προώλης!
Got a better definition? Add it!
Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.
- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την ιδιότητα ενός αμαρτωλού να μας εξάπτει την επιθυμία να το αποκτήσουμε και να το απολαύσουμε ερωτικά.
Οι πρωκτικά εγκρατείς και εν πολλοίς ψυχοσεξουαλικά ανικανοποίητες Γιαλόμες αποδίδουν το φαινόμενο στην libido (ηδονή, όπως την έχει ορίζει ο ανώμαλος Freud). Σφάλλουν όμως, καθώς το λιμπιντιάρα είναι εκ του λιμπίζομαι, που ετυμολογείται από το αρχαίο λιμβός (λαίμαργος).
- Πολύ λιμπιντιάρικο το παστάκι ρε συ.
- Και που να δεις τη λιμπιντιάρα μιλφέιγ μαμά του...
- Φτου κύριε φυλακήν τω σπέρματί μου, οικογενειόρχης άνθρωπος!
Got a better definition? Add it!
Το Κορμί (με κεφαλαίο) αποτελεί απαύγασμα όλων των εξιδανικευμένων προδιαγραφών που καθιστούν ένα αμαρτωλό επιθυμητό στο τριχεπώνυμο και μη ανδρικό πλήθος.
(Αεριωθούμενη λεβεντομούνα ρωτάει τεχνοφοβικό Ελληνάρα πώς να συνδέσει το κινητό της με τον φορητό της υπολογιστή...)
... Α, δεν είναι τίποτα ... συνδέεις τα ψιψιψίνια με τα κοκοκόψαρα και οδήγα...
(Ντροπιασμένος, αλλάζει θέση και κλαίγεται σε αδιάφορο Ασιάτη συνεπιβάτη...)
.... To χάσαμε το Κορμί πατριώτηηηη...!!!!
(Διαφήμιση ΓΕΡΜΑΝΟΥ)
Got a better definition? Add it!
Πάγια φράση, που σημαίνει την πεμπτουσία του κουλέζικου και άνετου στυλ. Θέλει να πει ότι δείχνεις επίτηδες λίγο απρόσεκτος, για να μην σε περάσουνε για κάνα φύτουκλα του λάιφ-στάιλ, αλλά φροντίζεις ταυτόχρονα να είσαι πολύ μοδάτος.
Ήρθε ο Αντρέας με ένα και καλούα επιτηδευμένα ατημέλητο υφάκι, με το ρολόι πάνω απ' το πουκάμισο κτλ, για να μας το παίξει ότι είναι μπίζνεσμαν και δεν έχει χρόνο για να προσέχει τέτοιες λεπτομέρειες.
Δες και σπρετσατούρα
Got a better definition? Add it!
Το ακραίο μανούλι! Δύο μανούλια σε συσκευασία ενός!
Ωπ! Κοίτα ένα μανουλομάνουλο που έσκασε μύτη!
βλ. μανούλι, μανάρι, μανουρομάναρο, μαναρομάναρο, μανουρομάνουλο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τρισάθλια και βρωμερή γκόμενα. Ο υπέρτατος συνδυασμός μπάζουκαι μπίχλας ως μία μοναδική ανθρώπινη ύπαρξη που αδυνατείς να πιστέψεις ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια, και συνήθως παρουσιάζεται σε εμάς μέσω της εκπομπής «How clean is your house;».
Στη πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι πλήρως μη συνειδητοποιημένη για το πόσο βρώμικη και πόσο άσχημη είναι.
Επίσης μπορεί να είναι αργόσχολη, αλκοολική και οικονομικά εξαρτημένη από τους γονείς της στα 40 της.
στα γυρίσματα της εκπομπής
Ξανθιά γριά που καθαρίζει: -Πόσο καιρό έχεις να καθαρίσεις αυτή τη τουαλέτα;
Μπάχλα: -Ερρ... δε θυμάμαι... 4 χρόνια...;
ΞΓΠΚ: -Και τη χρησιμοποιείς ακόμα;
Μπάχλα: -Ε... ναι...
ΞΓΠΚ: -:facepalm:
και ο καμεραμαν σκέφτεται από μέσα του
«Άλλη μία μπάχλα που και το σπίτι να τις καθαρίσουμε, αν δε πάει και στην άλλη εκπομπή να την κάνουν όμορφη δε πρόκειται να δει άσπρη μέρα...».
Got a better definition? Add it!
Ο έχων γκλαμουριά.
Να πάμε σε κανένα γκλαμουράτο κλαμπάκι! Μην την βγάλουμε πάλι σε καμιά μπουζουκλερί.
Got a better definition? Add it!
Η αποθέωση της γυναικείας παρακμής.
Υπάρχουν λογιώ-λογιώ γριές. Οι «γραίες 30 ετών» (Ροΐδης), οι γριές, οι γριές, οι γιαγιές, οι γιαγιές,, οι θεούσες, οι θειόκες, οι μπαμπόγριες, οι τσατσόγριες, οι σκατόγριες, οι κακόγριες, οι κωλόγριες, οι ξεκωλόγριες.
Οι τελευταίες ενίοτε σχετίζονται και με το ξεκωλόσημο, όταν εμπίπτουν στην κατηγορία των γυναικών που, στο άνθος της ηλικίας τους, έκαναν τατού παντού και τώρα είναι γεροντοχίπισσες, δηλαδή λείψανα της εποχής των λουλουδιών, και φέρουν απάνω τους αυτά τα περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα να κλαις. Διατηρούν και όλο το παλαιορόκ στυλάκι, προς τιμήν τους ίσως, αλλά είναι πάνθλιψη να τις βλέπεις.
Ξεκωλόγρια είναι και η γριά τσατσά που φαίνεται από χίλια μίλια ότι κάποτε τον έπαιζε στα δάχτυλα μα τώρα της έχει μείνει η μνήμη της εμπειρίας, η πικρία απέναντι στη ζωή και η καρακιτσάτη εμφάνιση.
Ξεκωλόγριες λέμε και νεότερες γυναίκες, πενηντάρες περίπου, οι οποίες είναι πουρές με τα όλα τους, αλλά το παρακάνουν και γίνονται γελοίες, γουτσίζοντας συνέχεια, φορώντας πιπινίσια φουστάκια, ή, αντιθέτως, είναι λυσσάρες και καυλιάρες -ακόμα πιο θλιβερό όταν εμφανισιακά δεν τις παίρνει.
Τέλος, ξεκωλόγρια ορίζεται και η πιο δύστυχη μερίδα των γυναικών, γυναίκες τρελλές που περιφέρονται στους δρόμους σε άθλια κατάσταση πλην αλλ' όμως με προκλητική εμφάνιση, που παραμιλούν, που κατουράνε όρθιες, που είναι ψιλοάστεγες ή κοντεύουν, που αποτελούν τον περίγελω των άλλων (στην περίπτωση αυτή κολλάει καλύτερα το Ξελωλόγρια), και που ουδείς γνωρίζει πού και πώς καταλήγουν -σε κανα νεκροτομείο στα αζήτητα, για ιατρικά πειράματα ή μάθήματα ανατομίας, όπως πολλοί άστεγοι.
- Πω πω φίλε μου, τι έπαθα, με πήγε να γνωρίσω τη μάνα της και σκάει μύτη μια ξεκωλόγρια ... μού 'φυγε το κλανίδι!
- Καλή; καλή;
- Τι καλή ρε μαλάκα, τέρας, σταφιδιασμένη, καραβαμμένη, μες τη σιλικόνη, τα λεοπαρδαλέ, τα χρυσάφια και τα στολίδια, το νύχι να, αλκοόλα, πειραγμένη σου λέω, δεν ήξερα από πού να φύγω!
Σχετικά: γρέτζω, γριέντζω, τζατζόγρια, γρίντζελο, πιπινόγρια, Γρετζώρα.
Got a better definition? Add it!