Further tags

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίκτης του χρηματιστηρίου ο οποίος επιδίδεται στο σορτ σέλλινγκ, δηλαδή δανείζεται μετοχές σε μια τιμή πληρώνοντας κάποια προμήθεια, τις πουλάει ακριβότερα, τις γυρίζει πίσω, κρατάει την διαφορά.

Αυτή η άνοδος του χρηματιστηρίου οφείλεται στους σορτάκηδες.

Από το αγγλικό short selling, που γενικότερα αναφέρεται στην πώληση αγαθού από κάποιον, χωρίς αυτός να κατέχει το αγαθό τη στιγμή της πώλησης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με τα Μακ, αλλά συγχρόνως ψωνισμένος, υποκουλτουριάρης, με περίσσια δηθενιά, που τό' χει το εργαλείο όχι επειδή το χρειάζεται, αλλά γιατί έτσι.

- Πάλι δεν μπορείς να παίξεις;
- Ασταδγιάλα, με τις εφαρμογές για τους μακάκηδες που δεν κάνουν για τα πισιά, το κέρατό μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Ότι μιλάμε για κομάντο που έχει σχέση με το υδάτινο στοιχείο είναι σίγουρο. Δεν μιλάμε όμως για άτομα που υπηρετούν στις Ο.Υ.Κ (ομάδα υποβρυχίων καταστροφών), ούτε για βατραχανθρώπους.

Μιλάμε υποτιμητικά για ντισκ τζόκεϊ που έχουν πάρει ως κομάντα, επ' ώμου το πλύσιμο, όγκων από δίσκους, λαμαρίνες, σκεύη, κλπ στα μαγειρεία των στρατιωτικών μονάδων κατά την υπηρεσία τους εκεί, καθώς και στα υπαίθρια στρατιωτικά μαγειρεία στην περίοδο ασκήσεων.

Επειδή το αναφερόμενο πλύσιμο εντάσσεται στα πλαίσια της αγγαρείαςτων μαγειρείων, η λέξη είναι συνυφασμένη και με οτιδήποτε άλλο αφορά την αγγαρεία αυτή (π.χ: καθάρισμα ζαρζαβατικών, κουβάλημα καζανιών, κόψιμο ψωμιών, σκούπισμα χώρων, κλπ).

Η λέξη αποκτά μεγαλύτερη σημασία, όταν αναφερόμαστε σε άτομα που είναι συχνά χωμένασ' αυτό το άθλημα.

Διακρίνουμε την περίπτωση όπου:

1) Παρατηρείται πως κάποιοι προτιμούνται έναντι κάποιων άλλων. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις μονάδες, όπου η παρατυπία σε σχέση με τα κέντρα πάει σύννεφο.

Ενώ τα κριτήρια επιλογής του κομάντο βασίζονται στην τεχνική, στην αντοχή και στην εμπειρία, τα κριτήρια επιλογής νεροκομάντο, διαφέρουν «λιγάκι».

Κριτήρια επιλογής νεροκομάντο:
α) οι νεότεροι προτιμώνται έναντι των παλαιότερων
β) Ύπαρξη βύσματος γ)Κονέ με τη μάνα του λόχου, η με άλλους στρατιωτικούς που έχουν τοποθετηθεί σε κρίσιμα πόστα. δ) Άτομα που δεν θεωρούνται τόσο χρήσιμα στην ειδικότητά τους (π.χ:στο λόχο διοικήσεως, φεύγει ο οδηγός για έκτακτο δρομολόγιο και τρώει χωσίμπα ένας άλλος).

2) Λόγω ανεπάρκειας αριθμού στρατευμένων σε κάποια μονάδα, οι στρατευμένοι πήζουν συχνά πυκνά στα μαγειρεία (π.χ: έφυγε μια σειρά και δεν έχει ακόμα μπει η επόμενη).

- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Νεροκομάντο στα μαγειρεία. Έχω να φάω ...το πήξιμο πάλι.
- Πάλι στη Βιλαρίμπαε; Πολύ συχνά σε χώνουν ρε φιλαράκι.
- Άσε έχω σαλτάρει. Κάθε λίγο και λιγάκι ή ίδια ιστορία. Μου 'ρχεται να πάρω άδεια απ' τη σημαίακι ας με βγάλουν λιποτάκτη. Νισάφι πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος των στριπτητζόφιλων για την στρηπτιτζού/λικνιτζού, που δεν σερβίρει φραπέ μεταξύ των υπηρεσιών της, και για τον λόγο αυτό καθίσταται persona non grata (ανεπιθύμητο πρόσωπο).

Συνώνυμα: ντεκαφεϊνέ, ντικάφ, decaf/ ντεφραπεϊνέ, ντιφραπ, defrap
Αντώνυμα: φραπεδιάρα.

Trivia: Ένα ευαγές ίδρυμα έχει στο μενού του τόσα διαφορετικά είδη φραπέ, όσες και οι φραπεδιάρες στρηπτιτζούδες. Γιατί, κατά βάθος, κάθε φραπέ είναι διαφορετικό, έχει διαφορετικές αναλογίες, ρυθμό, βγάζει διαφορετικό αίσθημα, μπορεί να έχει διαφορετική έκβαση, κατάληξη, απρόοπτα...
Οι ονομασίες των φραπέ σχηματίζονται από το όνομα της στρηπτιτζούς συν την κατάληξη -τσίνο. Έτσι υπάρχουν λ.χ. τα:
Τζεσικοτσίνο, Μαρινοτσίνο, Λιλιαντσίνο, Λαουροτσίνο, Κατριντσίνο, Εμανουελλτσίνο, Σαντροτσίνο κ.ο.κ.

-Η Τζέσικα κάνει φραπεδούμπα;
-Όχι ρε! Είναι η persona non frappa του ευαγούς ιδρύματος, ακόμη να το μάθεις;

(από Vrastaman, 06/05/09)(από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό γνωστό στα πανεπιστημιακά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, (το λέει Καθηγητής Πανεπιστημίου στον προστατευόμενό του), όπου για να αναδειχθεί κάποιος σε Καθηγητή Πανεπιστημίου στην Ελλάδα, υπάρχουν δύο τρόποι (που θά 'λεγε και η αμερικάνικη παροιμία). Ο πρώτος είναι το μέσο. Τον δεύτερο δεν τον θυμάμαι. Με λίγα λόγια ο γνωστός νεπωτισμός τού δώσε και μένα μπάρμπα, είτε κομματικός, είτε ευρύτερα παραταξιακός, είτε στενά προσωποκρατικός, οικογενειοκρατικός, και ο,τιδήποτε παρεμφερές. Κάπως έτσι φοιτά στα πανεπιστήμια κι ο γνωστός τύπος του γυαλάκια φύτουκλα προτεζέ ενός αφέντη καθηγητή, που του κουβαλάει την βαλίτσα, κάνει επιτηρήσεις, διορθώνει γραπτά, τα κάνει όλα και συμφέρει. Και κυρίως κουβαλάει τον θρυλικό προτζέκτορα, το όργανο που αποτελεί το απόγειο της τεχνολογίας στα ελληνικά πανεπίστημια (τον κουβαλάει στην καλύτερη περίπτωση, γιατί αν κρίνουμε από το σχήμα του προτζέκτορα, μπορεί να λειτουργήσει και ως μεταφορά γι' άλλες καταστάσεις...). Αλλά στο τέλος έρχεται και η δική του σειρά να γίνει Δικτάτωρ και να κάνει με την σειρά του όσα υπέφερε, και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, και (α)Λέκτωρ...

(Διάλογος στο φοιτητικό αμφιθέατρο πριν την εξέταση)

- Καλά αυτός ο γυαλάκιας που κουβαλάει την βαλίτσα του καθηγητή Μακακιώτη, ποιος είναι;
- Δεν τον θυμάσαι; Τον Λαλάκη, τον παλιό μας συμφοιτητή;
- Έλα...
- Τώρα την έχει δει ο «κουβάλα τον προτζέκτορα για να σε κάνω Λέκτορα» του Μακακιώτη!
- Ρε το στραβάδι...
- Ευκαιρία πάντως να αναθερμάνουμε τις σχέσεις μας, γιατί κάτι μου λέει πως αυτός θα διορθώσει και τα γραπτά...

Τα μπέρδεψε. Αντι να κουβαλαει τον προτζέκτορα μπας και γίνει λέκτορας, κουβαλόυσε τον α (πρώτο) λέκτορα μπας και γίνει προτζέκτορας.Βλ.λήμμα προτζέκτορας   (από GATZMAN, 16/04/11)Φιλοσοφική ΕΚΠΑ, 5ος όροφος (από S.Nebelung, 14/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέλεχος είναι ο χαρακτηρισμός ενός εργαζομένου, τον οποίο η εταιρεία στην οποία εργάζεται τον έχει πιάσει κορόιδο ή κότσο.

Ως στέλεχος χαρακτηρίζει μια εταιρεία έναν εργαζόμενο όταν:

  1. Του δίνει ένα τίτλο τύπου manager και άλλες τέτοιες παπαριές,
  2. Τον αμοίβει με κατιτίς παραπάνω από το κανονικό της σύμβασης αλλά
  3. Τον φορτώνει με περισσότερες ευθύνες,
  4. Τον βάζει να δουλεύει 12ωρα και 15ωρα ή Σαββατοκύριακα και
  5. Δεν του πληρώνει τις υπερωρίες που δικαιούται.

Ο εργαζόμενος νιώθει μεγάλο στέλεχος = κορόιδο όταν διαπιστώσει ότι αν δούλευε σαν ένας απλός εργαζόμενος και πληρωνόταν τις υπερωρίες του και πιο πολλά θα έβγαζε και δεν θα τον πρήζανε τόσο και θα ήταν καλύτερα στην προσωπική του ζωή.

- Γιώργο , πήγα τώρα στον διευθυντή μου και του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και το άλλο σαββατοκύριακο στην δουλειά γιατί έχω κάποιες σημαντικές κοινωνικές υποχρεώσεις. Και ξέρεις τι μου απάντησε; Ότι δεν γίνεται να λείψω γιατί είμαι σημαντικό κομμάτι στην εταιρεία, ότι η εταιρεία έχει επενδύσει πολλά πάνω μου και άλλα τέτοια...
- Σε βλέπω και σε θαυμάζω. Μπράβο σου Γιάννη! Είσαι μεγάλο στέλεχος!
- Ρε σύ Γιώργο δεν κόβεις το δούλεμα που τα έχω πάρει στο κρανίο! Άντε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τον πούστη.

Χρησιμοποιείται απο παλιότερους ανθρώπους «της πιάτσας» οι οποίοι έζησαν τα πρώτα μοντέλα του εν λόγω αυτοκινήτου και φυσικά γνωρίζουν πως το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι παίρνει τη μηχανή από πίσω.

Συνομιλία σε επαρχιακό μηχανουργείο:
- Κοίτα ρε 'συ γκόμενα που κυκλοφοράει ο Ντίνος!
- Ναι καλά, φολκσβάγκεν κλούβα είναι ο τύπος και μάλιστα με πολλά χιλιόμετρα!
- Άααντε ρε! Η μάνα του το ξέρει ή να της το πούμε;

(από xikis, 06/01/09)(από xikis, 06/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο οδηγός του τρόλεϊ. Ακούγεται για ελληνικούρα, αλλά και οι ίδιοι έτσι αυτοαποκαλούνται. (βλέπε το blogspot troleatzis). Είναι απίστευτο αλλά έχουν κάνει ιστοσελίδα για την πάρτη τους, με σχετικό περιεχόμενο.

  2. Η άλλη έννοια φυσικά είναι ο γνωστός σε όλους καλικάντζαρος τρολ, από τη σκανδιναβική μυθολογία, που του αρέσει να αναστατώνει ιστοσελίδες μπαίνοντας στη μύτη των υπολοίπων μελών. Μεγαλύτερη ικανοποίηση του φυσικά οι αντιδράσεις και τα σχόλια. Αυτά αποτελούν τροφή του τρολεατζή. Ο καλύτερος τρόπος για να σταματήσει είναι να μην τον ταΐζουμε...

- Έχει μπει ένας τρολεατζής εδώ και κάνα δυο μέρες στο slang.gr, και τα έχει κάνει πουτάνα.
- Σοβαρά; Είναι και μπαγαποντοδότης;
- Όχι, αλλά ανεβάζει διαρκώς ασυναρτησίες μαζεμένες και θάβει τα καλά λήμματα από τα «πρόσφατα.» (μπαγαποντοθάψιμο;;;;)
- Α τον άθλιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σλανγκικώς και ως μετάφραση του αγγλικού «master». Λ.χ. για τον κάτοχο μεταπτυχιακού τίτλου Μάστερ. Ή για τον webmaster.
(Όπως αντίστοιχα «εργένης» ο κάτοχος bachelor, «δικτάτωρ», «αλέκτωρ» κ.ο.κ.)

  1. - Τι κάνει στην Αγγλία ο Νικόλας; Ακόμη εργένης είναι;
    - Έχεις χάσει επεισόδια. Τώρα είναι μάστορας! Σωστή μαστοράντζα, δηλαδή, και πάει για Δικτάτορας!

  2. (σε φόρουμ)
    - Με τις μαλακίες που γράφεις πας ολοταχώς για να σε κάνει μπανάκι ο μάστορας!

Γωγώ Μαστροκώστα. Η...... μαστόρισα  (από GATZMAN, 02/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified