Further tags

Μυθικό χωριό κάπου στην Ψωροκώσταινα. Το ορίτζιναλ κωλοχώρι - εκκλησία, καφενείο, μονοθέσιο σχολείο, δυο γαϊδούρια κι ένα Ντάτσουν. Κάπου ανάμεσα στου διαόλου τη μάνα και στου διαόλου το ξεσταύρι. Μπροστά στην Κωλοπετεινίτσα το Λέτσοβο είναι Ελβετία.

Στην τρέχουσα, η Κωλοπετεινίτσα είναι ο κατ'εξοχήν απαξιωτικός χαρακτηρισμός για έναν τόπο. Μονον η Άνω Κωλοπετεινίτσα νοείται χειρότερο μέρος.

  • Όλοι οι Έλληνες (σχεδόν) έχουμε κάποια σχέση με χωριό και επαρχία. Αλλά, επειδή είμαστε και ψώνια, η δική μας οικογένεια κατάγεται, βέβαια, από κάποια ένδοξη και ειδυλλιακή Θυμαριά, ενώ όλοι οι άλλοι είναι βλαχαδερά που μόλις κατέβηκαν από κάποια Κωλοπετεινίτσα. (Παρ.1)
  • Στην πολιτική αργκό, η Κωλοπετεινίτσα είναι ο κατ'εξοχήν τόπος-θύμα της κρατικής αδιαφορίας και εγκατάλειψης. (Παρ.2)
  • Κατά συνέπεια, η Κωλοπετεινίτσα δηλώνει και τον τόπο της απόλυτα δυσμενούς μετάθεσης του δημόσιου υπαλλήλου - αντίστοιχο με την πινέζα στον στρατό. (παρ.3)
  • Όμως, στα πλαίσια των κατά καιρούς Μαυρογιαλούρικων προσπαθειών να υλοποιηθεί η αποκέντρωση και καλά, η Κωλοπετεινίτσα προσελκύει συχνά δυσανάλογα κονδύλια με κωμικά αποτελέσματα - δες και TΕΙ Κωλοπετεινίτσας. (Παρ.4)
  • Μια ειδικότερη χρήση προέρχεται από την ποδοσφαιρική αργκό όπου Κωλοπετεινίτσα είναι, συνήθως με δόση υπερβολής, η ομάδα ό,τι νά 'ναι, το απόλυτο αουτσάιντερ. (Παρ. 5 & 6)

Εν κατακλείδι, και η ατάκα κλασικού ανεκδότου όπου, αφού έχουν γίνει διάφορα, ο διεθυντής ρωτάει ξύπνιο υπάλληλο του τον οποίον θέλει να προωθήσει:

-Από που είπαμε ότι είσαι; - Από ένα μικρό χωριό, κύριε διευθυντά, δεν θα το ξέρετε έτσι κι αλλιώς. - Πες μου, παιδί μου. - Ένα κωλοχώρι είναι, κύριε διευθυντά. Βγάζει μόνο ποδοσφαιριστές και πουτάνες - Ε, ποιό είναι; Πες μου, μη ντρέπεσαι - Κωλοπετεινίτσα το λένε. - ΑΑΑ, από εκεί είναι η γυναίκα μου. - Σοβαρά; Και σε ποια ομάδα παίζει;

  1. - Άστηνε, μωρέ, τη μερσεντοσουσού ... έβαλε το περιπτερόκλεϋ και νομίζει κάποια είναι ... στην Κωλοπετεινίτσα το σκατό τους παξιμάδι τοκάνανε μέχρι χτες ...

  2. Λες πως ”Είναι φυσικό μια περιοχή πλούσια, με μεγάλο πληθυσμό, που προσφέρει στην οικονομία της χώρας, να ζητεί να την αντιμετωπίσουν διαφορετικά από την άνω κωλοπετεινίτσα με το χωματόδρομο.” Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Να την αφήσουμε λοιπόν την ”κωλοπετεινίτσα”, την κάθε ”κωλοπετεινίτσα”, να ερημώσει; (από το http://www.varometro.net/blog/)

  3. Ένας απλός τρόπος για να αντιληφθεί κάποιος τον χαρακτήρα ενός άλλου ανθρώπου είναι να τον δει πως χειρίζεται την εκάστοτε εξουσία που του παρέχεται. Οποιαδήποτε μορφή εξουσίας! Από μία μικρή θεσούλα στο δήμο στην Κάτω Κωλοπετεινίτσα και από μία «σαρδέλα» που παίρνει ένα μπαζοδέκανο στον στρατό μέχρι το «βόλεμα» στις δημόσιες υπηρεσίες του Κράτους και την εκλογή στον βο(υ)λετικό θώκο στη Βουλή! (από το http://numbinvolos2006.blogspot.com)

  4. - Μορφωμένο παιδί ... έχει βγάλει ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής στην Κωλοπετεινίτσα ...
    - Ναι, κι ο δικός σου που σπούδασε Εκ.Πα.Πε. στο Πούτσεστερ καλύτερος είναι ...

  5. - Με ποιον κληρωθήκαμε ρε στο τζαμπιον σλινγκ; Περνάμε; - Τσέλσι ... δεν την παλεύουμε ... μια Κωλοπετεινίτσα απ' τη Λιθουανία και η Βαλένθια ... όλη η ιστορία είναι να περάσουμε από το Ριαθόρ ...

  6. Κι η Κωλοπετεινίτσα κέρδισε τον Ολυμπιακό,
    Τον Όλυμπο και την Αθανασία. (από το τραγούδι «Της Κωλοφωτιάς», στίχοι-μουσική: Νικόλας Άσιμος)

♪♫ Got a little rectal she-rooster ♪♫ (από Vrastaman, 08/02/12)

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυχρηστικός χαρακτηρισμός που μπορεί να αφορά σε:

  1. Μία κατάσταση χαώδη, σουρεαλιστική ή υπερβολικά κιτς
  2. Έναν χώρο ο οποίος είναι γελοία διακοσμημένος
  3. Ένα άτομο το οποίο είναι κακόγουστα ντυμένο ή παρουσιάζει εκκεντρικότητα στη συμπεριφορά του σε μεγάλο βαθμό

- Τι έλεγε το κλαμπ χτες;
- Άσε, χάλια... είχαν 80΄s night οπότε καταλαβαίνεις... αφίσες του Γαρδέλη στους τοίχους και στις οθόνες να παίζει non-stop το «Ροδα, Τσάντα και Κοπάνα Νο 6»... σωστό τσίρκο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιότατη φράση που έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς φιλοσόφους. Προέρχεται από τον μύθο «Ανήρ Κομπαστής» του Αισώπου, κατά τον οποίο ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόταν συνέχεια ότι σε αγώνες στην Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς, αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων. Τότε ένας Αθηναίος πήγε στο σκάμμα και με το χέρι έγραψε πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Μετά γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται η επίκληση μυθικών προγόνων, κατορθωμάτων κτλ.

Το ρητό είχε μεγάλη πέραση στην λατινική γραμματεία, όπου μεταφράστηκε ως «hic Rhodus, hic saltus» και χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων απ' τον Κικέρωνα. Το ξαναέκαναν επίκαιρο ο Χέγκελ και ο Καρλ Μαρξ σε συμφραζόμενα για τον Λόγο και την Επανάσταση αντιστοίχως. Πλην ο Χέγκελ, που δεν φαίνεται να είχε καταλάβει την αρχική ιστορία, το μετέφρασε ως «ιδού το ρόδο, πήδα το», κι ο Μαρξ ακολουθώντας τον από μνήμης, το μετέφρασε «ιδού το τριαντάφυλλο, χόρεψε γύρω του». Αμφότεροι έγιναν ρόμπες, καθώς αποδείχτηκε η έλλειψη κλασικής παιδείας τους, αλλά το ρητό των προγόνων μας βοήθησε να γίνουν κάμποσα πηδήματα στην Ρωσία αφενός, στην Γερμανία των ναζιάρηδων οπαδών του Εγέλου αφεδύο, και απανταχού της γης αφετηρία.

«Πού είναι η σλανγκ; Οέο;» θα ρωτήσει ο συνήθης σλανγκαρχίδης, ενοχλημένος για την μακρά ιστορική ανασκολόπηση. Η σλανγκική τροπή έγκειται στο γεγονός ότι από όταν η λέξη πήδημα ταυτίστηκε στη νέα ελληνική με την γαμική συνάφεια, η φράση πλέον χρησιμοποιείται για τους γκραν γαμάω, που περιαυτολογούν για τις επιδόσεις τους στο σεξ. Μας λένε, δηλαδή, τι γαμήσια έχουν κάνει στην Ρόδο με τους σύγχρονους Κωλοσσούς της Ρόδου ή σε άλλα νησιά με θεϊκές τουρίστριες Σουηδανές ή του ξανθού γένους, ενώ στην Αθήνα είναι μπακούρηδες. Οπότε ο σπάστης φίλος λέει το ρητό εννοώντας «μην μας μιλάς για καλοκαίρια, για ακρογιαλιές και αστέρια», εδώ στην Αθήνα, «στο διά ταύτα», τι κάνεις.

Επιπλέον η έκφραση έχει γνωρίσει πλείστες παραλλαγές, είτε σημαίνουσα το πήδημα με την στενή έννοια, είτε την οποιαδήποτε πρόκληση. Σταχυολογώ τις εξής τρεις μεταξύ μύριων όσων:

- Ιδού η Μήλος, ιδού και το πήδημα!: ταινία του Νίκου Περάκη στα 80ς. Το πήδημα εννοείται με την στενή έννοια. Υπόθεση: Η κόρη ενός Γερμανού αρχαιολόγου φτάνει στη Μήλο αναζητώντας ένα πολύτιμο άγαλμα της Αφροδίτης. Τις έρευνές της παρακολουθούν ένας Γάλλος τυχοδιώκτης και οι πράκτορες μιας πολυεθνικής, μέχρι που ο καφετζής του χωριού παίρνει τα πράγματα στα χέρια του! Ιδού το βιντεοκλάμπ της γειτονιάς σας, ιδού και το πήδημα!

- Ιδού η Τήλος, ιδού και το πήδημα, κατά το λήμμα που φιλοτέχνησε το Ντέρτι, ορμώμενο θαρρώ από τον Περάκη. Είναι η γκέι εκδοχή, ύστερα από την ηρωική πρωτοβουλία του δημάρχου Τήλου, δεν υπάρχει πια δικαιολογία για έναν γκέι να μην εκφράζεται, να μην βγαίνει από τη ντουλάπα, να μην παρελαύνει, να μην πανηγυρίζει, ιδού η Τήλος, ιδού και το πήδημα.

- Ιδού η Χάγη, ιδού και το πήδημα: έκφραση που συνηθίζουμε να λέμε στους Τούρκους σχετικά με την επίλυση των διαφορών μας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Προς το παρόν δεν έχουμε φτάσει στην Χάγη, αλλά έχουμε φτάσει στο πήδημα...

- Άσε που λες, ήμουν στο Φαληράκι, ξέρεις στη Ρόδο, και μπανίζω μια Αγγλιδούλα τουρίστρια, και μου λέει πως θέλει να μάθει ελληνικά κι έτσι, και με ρωτάει «πώς το λέτε στα ελληνικά το deep throat» και τέτοια...
- Και της απάντησες;
- Όχι δεν ήξερα... Αφού δεν έχει βγει ακόμη φετφάς από το slang.gr. Σε αναζήτηση είμαστε ύστερα από την υπερώτηση που κατέθεσε η Pirate Jenny στο σλανγκικό κοινοβούλιο.
- Κι εγώ γιατί έχω ξελαρυγγιαστεί να σου λέω για την λαρυγγοσκόπηση; -Τέσπα, δεν ήξερα να της απαντήσω, αλλά της το έδειξα στην πράξη! Και μετά κάναμε κάτι τρελά γούστα, ξέρεις CIM, CIF, OWO, DFK, PSE, GTP, GTPK, TSEA, τι να σου λέω!
- Και τώρα γιατί είσαι μπακούρης μου λες; Μην μου λες ιστορίες για αγρίους για την Ρόδο και την Κάρπαθο! Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα! Είσαι και σλανγκιπενής τρομάρα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, προερχόμενη από τον σοφό λαό, που περιγράφει τον δημόσιο δρόμο, έξω από χωριό ή κατοικημένη περιοχή. Πρόκειται περί ουσιαστικοποίησης του επιθέτου «δημοσία» (οδός), με μετάθεση του τόνου.

- Γιαγιά, ψάχνω τον γιό σου, τον Σήφη, ξέρεις που είναι;
- Τον έχω ειδομένο δίπλα από τη δημοσ(ι)ά, πριν από λίγο, παιδί μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που πέρασε στα ελληνικά από τα αραβικά, μέσω τουρκικών [τουρ. tekke, το μουσουλμανικό μοναστήρι].

Στα νέα ελληνικά βέβαια, ο όρος δε χρησιμοποιείται με τη θρησκευτική του διάσταση, αλλά αναφέρεται στο καταγώγιο που συχνάζουν οι χασισοπότες και είναι γεμάτο καπνό από τους ναργιλέδες που «εργάζονται» αδιάκοπα.

Με άλλα λόγια, ο χώρος των «Μοιραίων» του Κ. Βάρναλη.

  1. Άσμα Τζίμη Πανούση, από το δίσκο Μουσικές Ταξιαρχίες:

Ο τεκές

Μόλις μπουκάρω στον τεκέ
τον αργιλέ τσακώνω
και μες στα φυλλοκάρδια μου
τραβώ τον ξελιγώνω.

Του τεκετζή ξηγήθηκα
να τον ξαναγεμίσει,
μα για κακή μου σύμπτωση
σώθηκε το χασίσι.

Και ξεμπουκάρω απ' τον τεκέ
μες την ταβέρνα πάω,
δυο ποτηράκια εφετινό
κάθομαι κοπανάω.

Ζούλα τρελός στη σούρα μου
βγαίνω απ' την ταβέρνα,
για το τσαρδί μου πάγαινα
είχα γενεί στην πένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόλη της Μακεδονίας.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε το καβαλητό σεξ, την Καβαλέρια Ρουστικάνα.

Απ' την Καβάλα ο Βρασίδας. Και ξέρει από καλό ελαιόλαδο!

"Ο πραγματικός έρωτας για την Καβάλα" (από Khan, 16/05/14)

Βλ. σχετικά: Καβαλητός, ο, καβαλάρης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό σε όλους λήμμα, πάντα με απαισιόδοξη απόδοση.

Μήπως να το δούμε πιο αισιόδοξα στις ζοφερές σκέψεις μας;

Μεγαλοκαρχαρίας έχει την γραμματέα του εκτός από το γραφείο και στο κρεβάτι του. Εμφανίζεται όμως στην ιστορία καινούρια γκόμενα και έτσι η παλιά πρέπει να φύγει από την μέση. Αρπάζει την ευκαιρία η παλιά και του ζητάει αποζημίωση 100.000 ευρώ. Ο τύπος επειδή το φυσάει το παραδάκι για να μην έχει μπλεξίματα της δίνει μια επιταγή. Πάει στην τράπεζα η παλιά και φεύγει ολοκαίνουρια με 1.000.000 ευρώ!

Είδες ότι ένα μηδενικό έκανε την διαφορά!!!

δεν χρειάζεται.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουζούκι είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο, με ρίζες από την Αρχαία Ελλάδα (θεωρείται απόγονος της πανδούρας –πληροφορίες εδώ) και πολλά ερεθίσματα από την ανατολή (κυρίως από την περίοδο της τουρκοκρατίας). Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι το συγκεκριμένο λήμμα δεν αναφέρεται στο όργανο αυτό στον πληθυντικό αριθμό.

Κι αυτό γιατί, η λέξη αυτή ζει ανάμεσά μας για να περιγράψει λιτά, λακωνικά και εύστοχα τα νυχτερινά κέντρα στα οποία –και όσον αφορά τα μουσικά όργανα– κύριος πρωταγωνιστής είναι το μπουζούκι.

Κάθε κλασσικός Ελληναράς (καθώς και e-λληνάρας ή e-λληναράς τολμώ να πω, εφόσον κάποια πράγματα είναι αναλλοίωτα στο πέρασμα των ετών), που σέβεται τον εαυτό του, επισκέπτεται αυτού του είδους μουσικές στέγες προκειμένου, αφενός να διασκεδάσει (όχι τόσο με τα μουσικά ακούσματα, όσο με το τρίπτυχο ποτό-γυναίκες-χαβαλές) και αφεδύο για να πουλήσει μούρη στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του.

Από την λέξη αυτή προκύπτουν αρκετοί παράγωγοι slang όροι, όπως οι παρακάτω ήδη υπάρχοντες ορισμοί: μπουζουκλερί, μπουζουκοδάνειο, μπουζουκομάγαζα, μπουζουκομούνι κ.ά.

Σε καμία περίπτωση ο παραπάνω ορισμός δεν υποτιμά το μπουζούκι ως όργανο. Είναι δεδομένο ότι είναι ένα από τα πλέον εκφραστικά όργανα και μία κύρια πηγή έμπνευσης και ψυχισμού των Ελλήνων. Είδη όπως το γνήσιο λαϊκό και το ρεμπέτικο (που χρησιμοποιείται κυρίως αυτό το όργανο) είναι κάτι παραπάνω από αξιοσέβαστα για όλους μας.

Επίσης, όπως τόνισα και παραπάνω, το μπουζούκι είναι ναι μεν το πρώτο από τα όργανα σε τέτοιου είδους κέντρα, αλλά σε καμία περίπτωση ο κεντρικός πρωταγωνιστής. Γιατί πολύ απλά, βασικός πρωταγωνιστής ή πρωταγωνίστρια για να γίνω πιο συγκεκριμένος, είναι η τουλάχιστον μία αοιδός (τις περισσότερες φορές και πολλές περισσότερες) που έχουν από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα. Οι συγκεκριμένες αποτελούν πόλο έλξης για μεγάλο αριθμό των ανδρών παρευρισκομένων σε τέτοια κέντρα. (Βλέπε φώτος).

  1. Από συνεργάτες του υπουργού επισημαίνεται ότι τα σχετικά δημοσιεύματα και η διάδοση της πληροφορίας για την παρουσία του στα μπουζούκια προέρχονται από οργανωμένη προβοκάτσια, που ως στόχο έχει να βλάψει την πολιτική εικόνα του υπουργού, ιδιαίτερα τώρα που το υπουργείο του βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων. (εδώ)

  2. Τα μαγαζιά που φιλοξενούν “τα μπουζούκια” έχουν γίνει για να “τα οικονομίσουν χοντρά” κάποιοι, μαγαζάτορες της νύχτας ή “καλλιτέχνες” και όχι για να διασκεδάσουν τον κόσμο με την προσφορά πραγματικά λαϊκής μουσικής. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο χάλι, απερίγραπτο. Ο Μιχάλης κολλάει χάριν ρυθμού και ρίμας.

  1. - Καλά δεν ήταν χθες, τελικά;
    - Τι καλά ρε μαλάκα, το χάλι του Μιχάλη ήταν το μαγαζί... Σκατομουσική, σκατόκοσμος, σκατοποτά, γάμησέ τα, δεν καθόμουν σπίτι καλύτερα αντί να σ' ακούσω...

  2. - Βγάλ' το αυτό το φόρεμα, δεν σου πάει καθόλου. Το χάλι του Μιχάλη είσαι μ' αυτό.

(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published